Περπατώντας σε μια γειτονιά της Λάρισας κοντινή προς το κέντρο, είδα ένα κηδειόχαρτο σε έναν στύλο, και σταμάτησα, γιατί ο εικονιζόμενος εκλιπών μου φάνηκε γνώριμος. Ήταν. Γνωριζόμαστε από κάτι κοινές παρέες, τίποτε περισσότερο, ήταν αυτό που λέμε –γενικευτικά- «γνωστός». Σε πόλεις μεγέθους Λάρισας συνήθως αυτό συμβαίνει, έχουμε λίγους φίλους και πάρα πολλούς «γνωστούς».
Είναι κάμποσοι οι «γνωστοί» που «έφυγαν»– εκτός σειράς- αυτές τις επάρατες μέρες στην πόλη. Μεταξύ αυτών και ο Αχιλλέας που μας ετοίμαζε τα νοστιμότατα σουβλάκια του «Παράξενου». Το τελευταίο πόνεσε πολύ...
Άμα κάτσεις να το συλλογιστείς, τρελαίνεσαι. Κι αυτοί που φύγανε κι εμείς που - από τύχη καθαρή- δεν πέσαμε πάνω στον ιό, μόνο αυτό δεν φανταζόμαστε για τον εαυτό μας, πέρσι τέτοιες μέρες, παραμονές του 2020. Παρά μονάχα, σαν κάθε Πρωτοχρονιά, αγωνιούσαμε για το αν θα βρούμε τραπέζι σε κανένα μαγαζί της προκοπής. Τρέχαμε να προλάβουμε μέσα στον γιορτινό χαμούλη να ψωνίσουμε τίποτε δώρα, φθηνά εννοείται γιατί δεν περισσεύανε και πολλά. Παρέες, ρεβεγιόν, ευχές, ωραία καινούργια ρούχα-«Zara» τύπου, μην φανταστείς- μηνύματα στο κινητό, μάτσα μούτσα, γιορτινή έξαψη. Για τον «κορονοϊό»; Ααα, ναι, κάτι είχαμε ακούσει, στην Κίνα δεν εντοπίζεται αυτός; Γιουχάν; Μπα, υπάρχει τέτοια πόλη; Ε, εντάξει μωρέ, ποια Κίνα τώρα, μακρινή χώρα, δεν μας αφορά. Τα παραφουσκώνουν και τα κανάλια γιατί τέτοιες μέρες δεν υπάρχουν ειδήσεις κι έπειτα, άμα χαθούν και κάνα δυο εκατομμύρια Κινέζοι, τι να λέει μπροστά στο 1,4 δισ. που κοντεύουν να φτάσουν; Και τα ξεπερνάς έτσι απλά και άσκεφτα τα εκατομμύρια των νεκρών, γιατί το μυαλό έχει ανάγκη από τέτοιες απλουστεύσεις... Πολλά πράγματα άμα τα σκεφτείς ως ατομικές περιπτώσεις «φλιπάρεις»... Το μυαλό πρέπει να λειτουργεί και λίγο σαν ένα μεγάλο σφουγγάρι που να καθαρίζει κάθε τόσο τον γραμμένο μαυροπίνακα.
Μπροστά στο 2021 καλλιεργείς και πάλι ελπίδες. Αν το 2020 έκρυβε τελικά μέσα του άπειρη υπο-μονή, το 2021 κρύβει προσ-μονή. Είναι τελικά θέμα της πρόθεσης που θα βάλεις μπροστά. Δίπλα μου, όλοι βρίζουν. «Να φύγει και να μην ξανάρθει αυτή η σκατοχρονιά...». Με αφέλεια μικρού παιδιού οι άνθρωποι «ξεχνούν» πως η «χρονιά» είναι μια απλή χρονική διαίρεση, μια ακόμη σύμβαση των ανθρώπων. Την προγκάνε και την ξορκίζουν σα να είναι ένα υπαρκτό πρόσωπο, κάτι σαν τον κακάσχημο εκείνο γέρο με το μπαστουνάκι που σκιτσάρουν οι γελοιογράφοι. Ο «ένοχος» , το «κακό» πρέπει να προσωποποιηθεί για να κατανοηθεί.
«- Να φύγει και να μην ξανάρθει...».
Κατάρες, μούτζες και οργισμένα φάσκελα... Και στο καπάκι, ενέσεις αισιοδοξίας. Το εμβόλιο ήλθε. Πέρασε τα σύνορα, το υποδέχθηκαν με τιμές και δρακόντεια μέτρα ασφαλείας, το αποθήκευσαν μετά της δεούσης προσοχής. Οι εμβολιασμοί ξεκίνησαν χθες, παρουσία της πολιτικής και πολιτειακής ηγεσίας του τόπου. «Είναι η αρχή του τέλους της πανδημίας» δηλώνει ακόμη και κείνος ο «ξινός» πλην ειλικρινής καθηγητής κύριος Σύψας, άρα υπάρχει ελπίς. Οι άνθρωποι περιμένουν να ξαναβγούν έξω... Λογικό είναι να θες να πετάξεις «αυτήν την κωλομάσκα» που έχει κολλήσει πάνω σου σαν τσιμπούρι. Να ανοίξουν ξανά τα μαγαζιά, γιατί πιάσαμε πάτο πια, δεν πάει άλλο. Να πάνε ξανά τα μικρά «ρεμάλια» στο σχολείο γιατί μας έπρηξαν σπίτι, νισάφι και οι γέροι να τραβήξουν ξανά σε κάνα ΚΑΠΗ να πούνε τα δικά τους. Να θυμηθούν, όσοι τη σκαπούλαραν απ’ το Αλτσχάιμερ, τα παλιά, να χαχανίσουν γιατί κοντεύουν να αποχαζωθούν πια και να πέσουν στην κατάθλιψη απ’ την πολλή κλεισούρα.
Άντε, να περάσει το κακό και μετά να δεις... Θα κάνουμε το ‘να θα κάνουμε τ’ άλλο, θα κάνουμε το τρίτο... Θα πάμε εδώ, θα πάμε εκεί... θα... θα... θα. Οι άνθρωποι βάζουν ξανά στη γλώσσα τους το «θα», καλλιεργούν και πάλι ελπίδες. Το όνειρο είναι η φύση τους. Και αυτό δεν παλεύεται...
Καθώς τραβούσα τον δρόμο μου σκεφτόμουνα τον γνωστό του κηδειόχαρτου. Εξήντα και κάτι... Ιατρός το επάγγελμα. Δηλαδή ρε συ, αυτός ο άνθρωπος, λογικά, έφαγε τη ζωή του να διαβάζει. Χάλασε τα καλύτερα χρόνια του στα νοσοκομεία για ειδικότητα, διάβασμα, διάβασμα και ξανά διάβασμα, συνέδρια και δημοσιεύσεις, μέχρι να ανοίξεις ιατρείο σαραντάρισες κιόλας μεγάλε και δεν πήρες είδηση. Και μέχρι να αποκτήσεις πελατεία και εισόδημα τέτοιο ώστε να πεις πως κάπως ανταμείφθηκαν τα κόπια σου πενηντάρισες.... Κι εκεί που λες, «δόξα τω Θεώ», καλά είμαι τώρα, κει που κάνεις όνειρα, απλώνει ο «μεγάλος Θεριστής» το χέρι του και... χρααααπ. Σάματις ο Αχιλλέας; Τι έζησε; Μια ζωή μπροστά στα κάρβουνα και στις αναθυμιάσεις εκεί στο σουβλατζίδικο της οδού Δήμητρας; Να στάζουν από τη μια ο ιδρώτας κι από την άλλη τα λίπη των κρεατικών, και να ‘ναι καλοκαίρι, της λιποθυμιάς, δέκα σουβλάκια και μία πατάτες, μάλιστα κύριε, και πέντε μπιφτέκια, μάλιστα, ρίξε κι άλλο κάρβουνο, δεν θα προλάβουμε, ρίξε, ρίξε...
Χρωστάμε χάρη στο 2020. Είναι από κείνες τις χρονιές που σε κάνουν πιο σοφό θυμίζοντάς σου ότι η ζωή πραγματικά είναι ένα τίποτα. Είναι από τις χρονιές που σε κάνουν ταπεινό, κι όχι υπερφίαλο κι αλαζόνα. Σου διδάσκουν αλληλεγγύη, όχι κατανάλωση, πόζα και εγωισμό... Κυρίως, σου θυμίζουν την ανάγκη να ζεις το τώρα και πως η ευτυχία είναι πολύ απλό πράμα.
Η ευτυχία είναι εδώ και είναι τώρα. Κάθε άνθρωπος βέβαια αντιλαμβάνεται διαφορετικά την έννοια της ευτυχίας. Για άλλον είναι τα φράγκα, για άλλον μια μικρή εξουσία, για τον τρίτο να βγει σε πλήρη σύνταξη στα 67 για να κάνει... όλα όσα δεν έκανε σε όλη του τη ζωή. Ό,τι πείτε κύριε...
Εγώ πάλι, μέσα απ’ την καραντίνα κατάλαβα ότι ευτυχία είναι το αγαπημένο μου Τσάγεζι. Κι έτσι, το μόνο που περιμένω πια είναι να τελειώσει το τωρινό κακό και να πάω εκεί, σαν πάντοτε, να περάσω ολόκληρο το καλοκαίρι. Ξαπλωμένος στην άμμο από χρυσάφι, να ζεσταίνεται το κορμί και ν’ απλώνει. Και να χαζεύω τις λιτές γραμμές του τοπίου, τη Χαλκιδική στο βάθος, τον Θερμαϊκό στ’ αριστερά, και σαν χάδι να έρχεται το αεράκι απ’ τους ξερόθαμνους και τ’ αλμυρίκια της ακτής. Τίποτε άλλο δεν ζητάω, παρά να ’χω τα βιβλία μου και μερικές παγωμένες μπίρες. Το μέλλον δεν με πολυνοιάζει πια γιατί απλά δεν μου ανήκει. Μπορεί να ’ρθουν κι άλλα καλοκαίρια, μπορεί και όχι... Αλλά όσα έρθουν να περνάνε μέσα στην ομορφιά!
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr