Ένωσης.
Άλλωστε δεν είναι η μοναδική περίπτωση που η νομοθεσία στην Ελλάδα αποκλίνει από τους κανόνες δικαίου που ισχύουν στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Εθνική ιδιοπροσωπία, θέλεις να το χαρακτηρίσεις, απότριμμα που άλλοτε κραταιού εθνικού κράτους που ανθίσταται στην κατάρρευση σε ένα παγκοσμιοποιημένο και υπερεθνικό περιβάλλον, ή όπως αλλιώς, δεν έχει σημασία.
Ο νομοθέτης, εάν κρίνει κανείς από τη σχετική έκθεση της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής που υποβλήθηκε πρόσφατα στο Ελληνικό Κοινοβούλιο και μελετήθηκε από τις επιτροπές των κομμάτων, φαίνεται ότι επιχειρεί αυτήν τη φορά να αποδώσει δικαιοσύνη και να αποκαταστήσει στην πραγματική θέση και ρόλο τους, δύο έως τώρα μάλλον «θύματα», του νόμου και των «περιστάσεων»: το παιδί που είχε την ατυχία να χωρίσουν οι γονείς του, αλλά και τον συνειδητοποιημένο και έμφροντι για τα παιδιά του πατέρα που δε ζει στην ίδια στέγη και δε μοιράζεται μαζί τους κοινές εμπειρίες.
Είναι, λοιπόν, δίκαιο και επιβεβλημένο το παιδί να μεγαλώνει και να μοιράζεται επαρκή χρόνο και με τους δύο γονείς του. Να μην αποξενώνεται από τον πατέρα και να μην εργαλειοποιείται, να μη γίνεται αντικείμενο συναλλαγής ώστε η μάνα από τη μία πλευρά να αποκτήσει κάποια ψιχία διατροφής παραπάνω, ο δε πατέρας να τα ανταλλάξει με λιγοστό επίζηλο επιπλέον χρόνο (ημέρες, ώρες...) επικοινωνίας με το παιδί.
Σε μια πραγματικά σύγχρονη κοινωνία, τα ζευγάρια που έχουν αποφασίσει να ακολουθήσουν χωριστούς δρόμους στη ζωή τους δε θα πρέπει να απεμπολούν αυτήν καθαυτήν την ιδιότητα του «γονέα», στον βωμό μικροεγωισμών, λεκτικών διαξιφισμών ή σκιαμαχιών.
Έχουν ηθική υποχρέωση απέναντι στα παιδιά που έχουν φέρει στον κόσμο να συνεννοούνται για όλα τα θέματα που αφορούν στην ομαλή ψυχοσωματική και πνευματική ανάπτυξη και την κοινωνικοποίησή τους: από τη διατροφή και τις καθημερινές τους συνήθειες έως την εκπαίδευση και τα χόμπι τους. Να μην αποξενώνει ο ένας γονέας τον άλλον από το παιδί του.
Αν και οι όροι «μεταρρύθμιση» και «προοδευτικός» έχουν περάσει από χίλια κύματα τις τελευταίες δεκαετίες στη δημόσια σφαίρα και σε σημαντικό βαθμό έχουν απαξιωθεί ή ξεθωριάσει, αναμφισβήτητα κοινωνίες που θέτουν σε πρώτη προτεραιότητα τις ανάγκες του παιδιού και επιδεικνύουν πραγματική ευαισθησία ως προς την εκπλήρωσή τους διεκδικούν καλύτερες προοπτικές για το μέλλον.
Με το βλέμμα, λοιπόν, προς το μέλλον φαίνεται σήμερα ο πολιτικός κόσμος της χώρας να προσεγγίζει ένα τόσο «ευαίσθητο» και ακανθώδες ζήτημα, όπως η συνεπιμέλεια των τέκνων διαζευγμένων γονέων. Είναι σημαντικό ότι τα πολιτικά κόμματα δείχνουν να συγκατανεύουν και να μη χρησιμοποιούν το συγκεκριμένο ζήτημα ως ευκαιριακό πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης.
Τα πορίσματα, εξάλλου, των επιστημόνων συγκλίνουν προς αυτήν την κατεύθυνση, υιοθέτησης δηλαδή της συνεπιμέλειας, ενώ και η κοινή γνώμη σταδιακά φαίνεται να αφίσταται από την αντίληψη να «καθαγιάζει» τη μάνα και να χαρακτηρίζει a priori «αποδιοπομπαίο τράγο» τον πατέρα.
Οι κοινωνίες και τα άτομα οφείλουν να στέκονται με ωριμότητα και πραγματικό ενδιαφέρον απέναντι στα παιδιά, σε όλα ανεξαιρέτως τα παιδιά. Γιατί τα παιδιά τα ξέρουν όλα...