δεύτερο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου, γύρω από τις πηγές του Απιδανού (τουρκιστί “Ταμπάκ Χανέ” δηλαδή βυρσοδεψείο) και μνημονεύεται τουλάχιστον από το 1608 σύμφωνα με την αρχαιολόγο, Βάσω Νούλα [1].
Από τα Λαογραφικά Σημειώματα του Σκαφίδα Β. [2] που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό, Ηπειρώτικη Εστία (1964), πληροφορούμαστε ότι: τις τρεις πρώτες ημέρες τελούταν ζωοπανήγυρη - αναπόσπαστο κομμάτι των παζαριών - στο βόρειο τμήμα της πόλης, το οποίο κατακλυζόταν από ζώα μικρά και μεγάλα, από δίτροχα και τετράτροχα οχήματα, από εκτιμητές, μεσίτες και αγοραστές, από πωλητές ξηρών τροφών, φρούτων της εποχής, νερού και άλλων αναψυκτικών, από Γκέγκηδες, οι οποίοι, με την ξεχωριστή τους στολή, πουλούσαν σε κατακάθαρα πήλινα κύπελλα το -αλβανικής προελεύσεως- αναψυκτικό μπουζά κ.ά. Τις μέρες μετά το πέρας της ζωοπανήγυρης, σε ξύλινα παραπήγματα, που ήταν κατασκευασμένα σε μακριές και παράλληλες σειρές, μπορούσε κανείς να βρει πλήθος εμπορευμάτων και μεγάλη ποικιλία διαφόρων ειδών (καμπάνες εκκλησιών, μανουάλια, μαγειρικά σκεύη, σιδερένια και ξύλινα γεωργικά εργαλεία, έτοιμα υποδήματα, ενδύματα, καλύμματα της κεφαλής, από τα οποία δεν έλειπε η γαϊτανοκέντητη μωραΐτικη σκούφια). Εβραίοι τεχνίτες της Λάρισας εξέθεταν για πώληση «βουνά» από μπαούλα, σελτέδες και παπλώματα κατάλληλα για προίκες. Σαμαριναίοι και Περιβολιώτες, υφαντουργοί των Τρικάλων, της Καρδίτσας και της Λάρισας πουλούσαν κάπες και μάλλινα εγχώρια κλινοσκεπάσματα -φλοκιαστές βελέντζες- και πολύχρωμες κουβέρτες, χαλιά και κιλίμια. Κάθε λογής πραμάτεια της περιόδου εκείνης (είδη υαλουργίας, πήλινα εγχώρια αγγεία κ.ά.) και σωροί από φρούτα της εποχής, πεπόνια, καρπούζια, κόφες με σταφύλια από το Καζακλάρ, μήλα και ροδάκινα του Πηλίου και της Αγιάς, ταξίδευαν κάθε χρόνο για τα Φάρσαλα.
Μετά τη δύση του ηλίου, οι αγοραπωλησίες έπαιρναν τέλος και οι πανηγυριστές πήγαιναν για διασκέδαση, είτε στις υπαίθριες ταβέρνες, όπου σερβίρονταν ψητό κρέας και μαύρο μπρούσκο κρασί των Αγράφων και της Αράχωβας, κάτω από τους ήχους εγχώριων μουσικών οργάνων, είτε στα καφενεία και τα χαλβαδοποιεία. Δεν ήταν λίγοι, δε, εκείνοι που επέλεγαν να παρακολουθήσουν τις περιπέτειες του «Γκαβοπασχάλη», στο υπαίθριο κουκλοθέατρο ή να απολαύσουν τους διαπληκτισμούς του Καραγκιόζη με τον πονηρό Χατζηαβάτη στο Θέατρο Σκιών ή, τέλος, να παρακολουθήσουν στο υπαίθριο θέατρο, με δάκρυα στα μάτια συνήθως, τα μαρτύρια της πολυπαθούς Γενοβέφας ή το οικτρό τέλος της άτυχης Γκόλφως.
Την όλη εικόνα της εμποροπανήγυρης συμπλήρωναν πανοράματα με εικόνες των μεγαλουπόλεων της Ευρώπης και της Αμερικής, αιώρες με βαρκάκια και ξύλινα αλογάκια, φωτογράφοι απαθανατίζοντες τις φυσιογνωμίες των πανηγυριστών πάνω σε μεταλλικές πλάκες, αθλητικοί τύποι που έκαναν επίδειξη της σωματικής τους ρώμης, ταχυδακτυλουργοί, λοταρτζήδες, πωλητές του περίφημου «σαπουνέ» χαλβά Φαρσάλων και ποικιλόχρωμων λεμονάδων, που ψύχονταν με χιόνι του Ολύμπου, τσιγγάνες μάντισσες που πρόβλεπαν τα μέλλοντα, ο υπαίθριος φαρμακοπώλης με τα διάφορα θεραπευτικά βότανά του και, τέλος, ο πλανόδιος οδοντογιατρός.
Στην εμποροπανήγυρη των Φαρσάλων, την πρώτη Κυριακή από την έναρξή της, τελούνταν αγώνες πάλης, κοντά στις πηγές του Απιδανού ποταμού, στη θέση Πλατάνια, μέχρι και το έτος 1898. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικοί και ενδιαφέροντες είναι, ωστόσο, οι ιππικοί αγώνες, οι οποίοι διεξάγονταν την τρίτη ημέρα της ζωοπανήγυρης, στην πεδιάδα που εκτείνεται στα βόρεια της πόλης. Ο ποιητής, Κ. Κρυστάλλης, περιγράφοντας τους αγώνες, αναφέρεται στον αγώνα ιππηλασίας, ο οποίος τελούνταν στα Φάρσαλα την τρίτη ημέρα της εκεί πανήγυρης του Δεκαπανταύγουστου. Στην πεδιάδα αφήνονταν ελεύθεροι αδάμαστοι ίπποι και εκλέγονταν άλλοι τόσοι ιπποδαμαστές Καραγκούνοι, οι οποίοι έτρεχαν πίσω τους. Οι ίπποι δεν είχαν σαμάρια, ούτε πέταλα. Οι αγωνιστές, λοιπόν, όφειλαν να τους συλλάβουν και να ανεβούν στη ράχη τους. Όποιος, δε, πρώτος κατόρθωνε να οδηγήσει έφιππος τον αχαλίνωτο ίππο στο μέρος, όπου ένας γέροντας τον περίμενε, κρατώντας στεφάνι από κλαδί ελιάς, στεφανωνόταν και αποσπούσε τον έπαινο και τον θαυμασμό του πλήθους, μαζί με μικρή χρηματική αμοιβή.
Αποτελούσε, λοιπόν, ένα ιδιαίτερης σημασίας γεγονός η εμποροπανήγυρη των Φαρσάλων, τόσο για τη Θεσσαλία, όσο και για την ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων. Ένα γεγονός, καταρχάς οικονομικό και, κατά δεύτερον, κοινωνικό. Τόνωνε την οικονομία, προμήθευε τα απαραίτητα αγαθά στους ανθρώπους, που θα έκαναν πιο βιώσιμη τη ζωή στον επερχόμενο, δύσκολο χειμώνα. Κυρίως, όμως, προσέφερε γνωριμία ετερόκλητων ανθρώπων και πολιτισμών, μια αίσθηση ανανέωσης της ζωής, καθώς και τη χαρά και τη διασκέδαση που δίνει η συμμετοχή σε αυτήν την ιδιαίτερη «γιορτή» της ανθρώπινης εργασίας και δημιουργικότητας.
Πηγές
[1] Νούλα Β. Τα Φάρσαλα στην Τουρκοκρατία. Διαδικτυακή πύλη Δήμου Φαρσάλων.
[2] Σκαφίδας Β. (1964). Η εξέλιξις της εμποροπανηγύρεως (Λαογραφικά σημειώματα). Ηπειρώτικη Εστία. Έτος ΙΓ. Τεύχος 150όν. Σελ. 747-752
[2] Σκαφίδας Β. (1964). Η εξέλιξις της εμποροπανηγύρεως (Λαογραφικά σημειώματα). Ηπειρώτικη Εστία. Έτος ΙΓ. Τεύχος 151ον . Σελ. 836-842
Φωτογραφία: Νέγρες στο πανηγύρι των Φαρσάλων. Επιχρωματισμένη χαλκογραφία. Σχέδιο Gropius, χάραξη Kobike. Εθνική Βιβλιοθήκη.
Από την Κωνσταντινιά Πατσή*