αυτοπεριορισμού και φόβου.
Στο περιθώριο για τον γιο μου και για όλα τα παιδιά στην ηλικία του, που στα δεκατρία τους χρόνια, αντί να ρουφήξουν τη ζωή από το ποτήρι που τους προσφέρεται απλόχερα είναι αναγκασμένα να την αφήσουν να επωαστεί μέσα από το γυάλινο θερμοκήπιο της προφύλαξης και της στέρησης των παιχνιδιών στους αθλητικούς χώρους, της βόλτας με την παρέα στους δρόμους της πόλης που πρέπει να γίνεται πλέον με μάσκα και μιας σχολικής ζωής που κυλά δύσκολα όσο χειμωνιάζει, με τον φόβο της ύπαρξης κάποιου σχολικού κρούσματος να γίνεται ολοένα και εντονότερος. Και σαν να μη φτάναν όλα αυτά, το πανελλήνιο συγκλονίστηκε, καθώς η σκληρή μοίρα πήρε στο αιώνιο ταξίδι δύο εφήβους, δύο αθώα παιδιά που άφησαν την τελευταία τους ζωή στα αποσαρίδια ενός σπιτιού που γκρεμίστηκε στη Σάμο. Δύο νέες ζωές που θυσιάστηκαν στα ερείπια της παλιάς. Ας είναι οι τελευταίες που θα χαθούν έτσι, και ας είναι η μνήμη τους ζωντανή στους γονείς και τους φίλους τους για να τους απαλύνει τον πόνο, αν μπορεί ποτέ να απαλυνθεί ο πόνος για δύο τριαντάφυλλα που δεν πρόλαβαν ν’ ανθίσουν.
Ακούμε συνέχεια πως σημαντικό μέρος του προβλήματος του πολλαπλασιασμού των κρουσμάτων της πανδημίας, αποτελούν οι χώροι που συγκεντρώνεται η νεολαία μας, οι καφετέριες και τα μπαρ τη νύχτα, και αναρωτιόμαστε όλοι γιατί οι νέοι δεν πείθονται προς συμμόρφωση στα μέτρα του αυτοπεριορισμού. Ρωτάμε τους νέους, ενώ η ερώτηση θα έπρεπε να απευθύνεται στους εαυτούς μας.
Μας λέγανε τότε στο σχολείο και είναι αλήθεια ότι είναι προνόμιο και χαρακτηριστικό της νεολαίας να αμφισβητεί, καθώς μέσα από την αμφισβήτηση επέρχεται και η αλλαγή της κοινωνίας. Υπάρχει ο φόβος μάλιστα, όταν η αμφισβήτηση φτάνει στην άρνηση, να επέλθει και η ανατροπή της κοινωνίας. Το ερώτημα, λοιπόν, που πρέπει να κάνουμε όλοι στους εαυτούς μας, είναι αν μπορούμε σαν κοινωνία να πείσουμε τη νεολαία μας να αυτοπεριοριστεί για να διατηρηθεί η κοινωνία που της παραδίδουμε.
Η καταφατική απάντηση στο παραπάνω ερώτημα δεν μου προκύπτει άμεσα. Η νεολαία μας γεμίζει νυχθημερόν τις καφετέριες και τα μπαρ, γιατί τα πιο πολλά από τα παιδιά μας είναι άνεργα, δεν έχουν να σηκωθούν για δουλειά την επόμενη μέρα. Λέω για δουλειά και όχι για εργασία, γιατί δεν γνωρίζω πια και για μας τους εργαζομένους ποια είναι η διαφορά στις μέρες μας. Εργάζομαι σημαίνει παράγω έργο, δουλεύω είμαι δούλος κάποιου, κάποιων, κάποιου συστήματος που μας αφήνει να ανασάνουμε μόνο Σαββατοκύριακα, κάποτε πρέπει να το σκεφτούμε και αυτό, τι από τα δύο ο καθένας μας κάνει.
Τα χρήματα που δαπανά η νεολαία μας στις καφετέριες και τα μπαρ, δεν είναι χρήματα που έρχονται από εργασία. Στις πιο πολλές των περιπτώσεων είναι χρήματα που προέρχονται από συνταξιούχους γονείς που είτε χρηματοδοτούν τη φοιτητική ζωή των παιδιών τους, είτε στερούνται για να μην τρελαθούν τα παιδιά τους μέσα στους τέσσερις τοίχους και τους τα δίνουν για να βγουν από το σπίτι και να περάσουν τις περισσότερες ημέρες στην καφετέρια ή περιφερόμενα στους δρόμους.
Η νεολαία δε φοβάται την πανδημία. Δεν περιμένει το εμβόλιο για να τη νικήσει. Το εμβόλιο το έχει, είναι η δύναμη της νιότης της. Καμία διαδικασία φυσικής επιλογής, κανένας ιός, δεν μπορεί να εξαλείψει τη νέα γενιά, αλλιώς θα ξεκληριζόταν η ανθρωπότητα. Αυτό που θα πρέπει να ευχόμαστε να εξαλείψει η πανδημία, είναι η δυσπιστία απέναντι στην κοινωνία που τους παραδίδουμε και η άρνησή τους να πεισθούν ότι η ζωή μπορεί να βελτιωθεί, όχι μόνο με το να υπάρχει βιολογικά, αλλά και με το να δημιουργεί προοπτική στα νιάτα και ελπίδα για ένα ανθρώπινο αύριο. Το αύριο θα πρέπει να γίνει πρώτα ανθρώπινο για όλους μας και μετά ίσως γίνει και καλύτερο.
Είναι χρέος μας να πείσουμε τη νεολαία μας γι’ αυτό. Όχι με λόγια, με έργα. Αλλιώς, «ουαί τοις ηττημένοις», και οι ηττημένοι στην περίπτωση αυτοί θα είμαστε όλοι μας, καθώς και ο κόσμος που οραματιζόμαστε.