Όπως γνωρίζουν όσοι ασχολούνται με τις αγροτικές παραγωγές, η Δημοτική Αρχή Ελασσόνας αποφάσισε φέτος να αλλάξει την τιμολογιακή πολιτική στην άρδευση, τιμολογώντας κατά στρέμμα, με καθαρά εισπρακτική στόχευση. Η συγκεκριμένη τιμολόγηση προφανώς και συμφέρει πρόσκαιρα (μέχρι να μείνουμε από νερό δηλαδή και να υποστούμε όλοι τις συνέπειες) τους καλλιεργητές των οποίων οι καλλιέργειες έχουν αυξημένες ανάγκες σε νερό (π.χ. καλαμπόκι, μηδική), ιδίως αυτούς που καλλιεργούν σε μεγάλη κλίμακα. Επίσης, κάποιος εκ του πονηρού σκεπτόμενος θα έλεγε ότι, αν δεν υπάρχει έλεγχος συμφέρει αυτόν που έχει πολλά διαφορετικά αγροτεμάχια για ευνόητους λόγους (δηλώνει ως αρδευόμενα κάποια από αυτά), ενώ αδικεί- ζημιώνει κατάφορα όποιον για παράδειγμα καλλιεργεί δέντρα στα αρχικά τους στάδια, όταν είναι ακόμη μικρά σε μέγεθος δηλαδή και κατ’ επέκταση οι ανάγκες τους ανάλογα μικρές.
Τα τελευταία χρόνια, πολλοί συνδημότες μας αναγκάστηκαν σε αυτές τις δύσκολες οικονομικές συνθήκες να ασχοληθούν με τη δενδροκομία για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους. Αυτός ο τρόπος τιμολόγησης είναι σα να τους στοχεύει με απόλυτο τρόπο δυσχεραίνοντας το εγχείρημά τους ειδικά στα πρώτα χρόνια που πρέπει να επενδύουν χωρίς να περιμένουν αποδόσεις. Σε πολλές περιπτώσεις φέτος τέτοιοι μικροκαλλιεργητές όταν ερχόταν η σειρά τους να ποτίσουν η γεώτρηση είχε εξαντληθεί ή είχε πολύ λίγο νερό που δεν επαρκούσε. Από τη μεριά των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, συνομιλώντας και με ίδιους τους καλλιεργητές διαπιστώνουμε ότι ποτίζουν όσο έχουν πληρώσει ακόμα και σε βαθμό που κάνει κακό στις καλλιέργειες και ανεξάρτητα από τις περιβαλλοντικές συνθήκες. Αυτό οδηγεί πρωτίστως στην εξάντληση των αποθεμάτων νερού και επακολούθως στη φθορά του μηχανολογικού εξοπλισμού των γεωτρήσεων που αυξάνεται καθώς λειτουργούν νυχθημερόν και εξ όσων γνωρίζουμε δεν υπάρχει καμία μέριμνα για τη συντήρησή τους παρά μόνο για τις βλάβες τους όταν αυτές προκύπτουν.
Έχουμε ακούσει τη Δημοτική Αρχή Ελασσόνας να τάσσεται υπέρ της επιχειρηματικότητας και της προστασίας του περιβάλλοντος. Για τη μεν επιχειρηματικότητα, ελάχιστα αυτή αγγίζει τους βιοπαλαιστές αγρότες και κτηνοτρόφους της περιοχής μας που παλεύουν για να επιβιώσουν και τους μισθωτούς, αυτοαπασχολόμενους, συνταξιούχους που προσπαθούν να εξασφαλίσουν ένα συμπληρωματικό εισόδημα από την αγροτική παραγωγή. Για τη δε προστασία του περιβάλλοντος και τη διαχείριση των υδάτινων πόρων στην προκειμένη περίπτωση, σίγουρα πολλοί διαφορετικοί τρόποι διαχείρισης θα έχουν γίνει αντικείμενο πανεπιστημιακών μελετών και δεν τους ξέρουμε, ούτε είναι εύκολο να αποφασίσουμε ποιος είναι καταλληλότερος για τις ιδιαιτερότητες της περιοχής μας. Αυτό που ξέρουμε είναι ότι η εγκατάσταση συστήματος ενιαίας χρέωσης με βάση το κυβικό μέτρο σε χαμηλή τιμή για όλο τον Δήμο, κλιμακωτά αυξανόμενη, θα ήταν πιο δίκαιη για αυτούς που καταναλώνουν λίγο και κίνητρο για χαμηλότερη κατανάλωση για όσους σπαταλούν. Αν κάποιος τώρα ισχυριστεί ότι ένα τέτοιο σύστημα έχει υψηλό κόστος εγκατάστασης τον παραπέμπουμε στα πρακτικά ημερίδας που πραγματοποίησε το ΤΕΕ στις 26/6/2012 με αφορμή τη διαβούλευση επί των σχεδίων διαχείρισης υδατικών πόρων Θεσσαλίας, όπου αναφέρεται ότι κάθε χρόνο αντλούνται με τις γεωτρήσεις 800-900 εκατομμύρια κ.μ. από υπόγεια νερά, ενώ αναπληρώνονται μόλις 350-420 εκατομμύρια κ.μ., πράγμα που σημαίνει ότι γενικά στη Θεσσαλία οδηγούμαστε ταχύτατα στην υπερεξάντληση. Το κόστος για την εγκατάσταση συστημάτων για την καλύτερη διαχείριση, τη συντήρηση του δικτύου, την κατασκευή φραγμάτων όπως αυτό του Αγιονερίου που θα μας εξασφάλιζε 15 εκατομμύρια κ.μ. για την άρδευση 25.000 στρεμμάτων και δεν περατώνεται για άγνωστους στον λαό της περιοχής μας λόγους, πρέπει να τα αντιπαραθέσουμε αν θέλουμε να συζητάμε σε σωστή βάση με το κόστος της ίδιας της ζωής. Γιατί αυτή απειλείται άμεσα ή έμμεσα (οικονομικά) από την έλλειψη νερού.
Για τη Λαϊκή Συσπείρωση Ελασσόνας,
Βασίλης Καραναστάσης, γεωπόνος-αμυγδαλοπαραγωγός