Τα έθιμα του Νοεμβρίου είναι πάμπολλα. Για τον μήνα αυτόν το χρυσάνθεμο είναι το τυχερό λουλούδι και το τα τοπάζι, η τυχερή πέτρα.
O μήνας αυτός έχει σημαντικές εορτές. Την 1η του μηνός η εκκλησία εορτάζει τους Αγίους Ανάργυρους, Οι πιστοί συνήθιζαν να παρακαλούν τους αγίους με το στίχον: «Άγιοι Ανάργυροι, θαυματουργοί, αρχίατροι του κόσμου, οπού γιατρέψατε πολλούς, γιατρέψτε και εμένα».
Στη γιορτή των Ταξιαρχών, σε χωριά της Θράκης-Έβρου, δεν άφηναν το βράδυ έξω από το σπίτι παπούτσια για να μην τα δει ο Αρχάγγελος Μιχαήλ και τους «πάρει τη ζωή».
Στις 14 Νοεμβρίου, του Αγίου Φιλίππου, αποκρεύουμε γιατί την επομένη ξεκινά η σαρανταήμερη νηστεία των Χριστουγέννων για τον λόγο αυτόν, έκαναν
τις «Σήκωσες», λέγοντες το δίστιχο: «Τ’ Άη Φιλίππου πέρασεν τζ’ ήρταν οι Τυρινάες. τζ’ εμείνασιν οι κορασιές με δίχως τους αντράες». Αυτά τα λόγια σημαίνουν: η Εορτή του Αγίου Φιλίππου πέρασε, κι ήρθε η περίοδος της νηστεία της Τυρινής, κι έμειναν οι νεαρές χωρίς άντρες, καθώς αυτή την περίοδο, πριν την έναρξη της νηστείας, συνηθιζόταν η τέλεση αρραβώνων.
Στις 21 Νοεμβρίου, εορτή Εισοδίων της Θεοτόκου, υπήρχε το έθιμο, -πολυσπόρι. Σύμφωνα με αυτό οι νοικοκυρές έφτιαχναν το πολυσπόρι, ένα ιδιαίτερο φαγητό, το οποίο πήγαιναν στην εκκλησία να ευλογηθεί, ώστε να ευλογηθούν συνάμα και τα γεννήματα της γης.
Τέλος, στις 30 Νοεμβρίου, του Αγίου Ανδρέα, υπήρχε το έθιμο του τρυποτηγανίτη, κατά του οποίου, οι νοικοκυρές έκαναν τηγανίτες και με αυτές σταύρωναν τις αποθήκες για να είναι γεμάτες τρόφιμα και τους στάβλους, να έχουν γερά ζωντανά.
Την περίοδο του Νοεμβρίου γινόταν και το μάζεμα των ελιών, όπως και σήμερα.
Στην Αγιάσο της Λέσβου, στο τέλος της συγκομιδής, γινόταν μια τελετή-γιορτή. Ένας από τους ραβδιστές, έμπηγε ανάποδα το ραβδί του στη γη και του έβαζε φωτιά, πιστεύοντας πως άμα λυγίσει το ραβδί, θα λυγίσουν και οι ελιές του χρόνου από το βάρος των καρπών.
Οι γυναίκες έστυβαν τις ελιές και με το μαύρο ζουμί τους, άλειφαν το πρόσωπό τους και χόρευαν, γύρω από τη φωτιά, πετώντας τα καλάθια τους, λέγοντας, ευχές στον νοικοκύρη, να έχει του χρόνου περισσότερο καρπό και στις ανύπαντρες να παντρευτούν.
Οι τσοπάνηδες στη γιορτή του Αη Μηνά, τον παρακαλούσαν να βρουν τα χαμένα ζώα τους, ενώ οι γυναίκες δεν άνοιγαν ψαλίδι, με τη μαγικοδεισιδαιμονική σκέψη «να' ναι το στόμα του λύκου κλειστό».
Επίσης, έκαναν σπάγκο από μαλλί προβάτου και το έδεναν τρεις φορές, πιστεύοντας ότι ο λύκος δε θα έκανε κακό στο κοπάδι τους και ότι έτσι «έραβαν» και τα κακά στόματα του χωριού.
Στις 26, του Αγ. Στυλιανού, στην περιοχή Δράμας (Βώλακας), οι γυναίκες, έβραζαν σιτάρι, το πήγαιναν στην εκκλησία και το μοίραζαν για υγεία των παιδιών τους.
Στις 30, του Αγ. Ανδρέα, οι γυναίκες στην Κοζάνη και περιοχή Ελασσόνας, έκαναν τηγανίτες (λαγγίτες), «για να μην τρυπήσει το τηγάνι», ενώ έβραζαν καλαμπόκι για την ευκαρπία της γη.
Την ημέρα αυτή στη Σιάτιστα ετελείτο θεία λειτουργία στην εκκλησία των Δώδεκα Αποστόλων που κτίστηκε το έτος 1744, λέγοντας την παρακάτω ιστορία.
«Μια φορά του βραδ’ τ’ Αντριά, μια γυναίκα με τουν άντρα τς που τουν ίλιγαν Αντρέα, πήγαν στα πιθιρικά τς να φιλιφτούν. Ου άντρας ήταν κι λίγου αχμάκης κι έτρουγι πουλύ. Γι’αυτό κι η γυναίκα τ’έβαλι ένα ψουμί στουν τρουβά. Του ‘χιν πει στου δρόμου που πήγιναν. Κοίτα να μη ξαστουχθείς κι φας πουλύ. Άμα σι πατήσου στου πουδάρ να σταματήσεις. Τα πιθιρικά τς καλουδέθκαν κι άμα ήρθιν η ώρα έβαλαν να φαν. Ικεί που έτρωγαν πέρασιν η γάτα που κάτω π’του τραπεζ’κι πάτσιν τουν Αντρέα. Αυτός θάρσιν τουν πάτσιν η γυναίκα τ’ για να μη φάει άλλου κι σταμάτσι. Φάει, γαμπρέ, τι σταμάτσις; Του ‘πιν η πιθιρά. Μα ου γαμπρός δεν ήθιλιν να φάει. Τουν παρακάλισιν κι ου πιθιρός κι η γυναίκα τ’ για να φάει, Τίπουτα, ο Αντρέας. Αφού έφαγαν, έκατσαν όσο έκατσαν κι έπεσαν να κοιμηθούν. Απουκοιμήθκαν οι άλλ’, μα τουν Αντρέα δεν τουν έπιανιν ύπνους. Σκώνιτι, παίρν’ τουν τρουβά μι του ψουμί, βγαίν’ όξου κι χιρνάει να τρώει. Ικείν’ τν ώρα είχιν σκουθεί κι ου πιθιρός κι πήγινιν στ’αχούρ να ρίξ’τα βόιδια άχυρου. Είχιν αρχίσ’ να χιουνίζ ‘κι’ου πιθιρός τήρσιν κατά τουν ουρανό, κι ‘είπιν στουν Άγιου που χιόντζιν. Αντριά μ’ρίξι.
Ειναι και η Θεσσαλική, φράση «Μπάξε, Αντριάμ- μπάξι» Ου Αντρέας νόμισιν πως λέει αυτόν ου πιθιρός, γιατί έτρουγι κι του ‘πιν. Ε! ρε, σα ρίχν, από του βιό μ’ρίχν κι μένα».
Από τον Απόστολο Ποντίκα, δάσκαλο, θεολόγο, φιλόλογο, Πολιτικών Επιστημών