αντιπροσωπευτικότερα διηγήματά τους, την απεικόνισαν οι ζωγράφοι μας στους πιο πετυχημένους πίνακές τους. Κι όχι μόνο οι Έλληνες, αλλά και κάθε άνθρωπος πάνω στον πλανήτη μας, με τον δικό του τρόπο ο καθένας, προσπάθησε να εξωτερικεύσει ό,τι μέσα του ένιωθε για τη μεγάλη αυτή μέρα, τη μέρα του τρύγου. Ας προσπαθήσουμε λοιπόν και εμείς να την παρουσιάσουμε όπως τη ζήσαμε και τη χαρήκαμε. Τυχαίνει πάντα το δεύτερο 15νθήμερο του Σεπτέμβρη με το πρώτο 15νθήμερο του Οκτώβρη. Από το περσινό κιόλας φθινόπωρο και μόλις ξάνοιξε λίγο ο καιρός ύστερα από τα πρωτοβρόχια το ξελάκωσε, του έριξε μπόλικη κοπριά, γύρισε καταβολάδες, καθάρισε τις ξερές φλούδες απ’ όσα γέρικα κλήματα πρόκανε. Τον Γενάρη πάλι κλάδεψε, χωρίς να ξετάσει φεγγάρι κι ύστερα τ’ άφησε στον ύπνο του μέχρι την άνοιξη, που με χαρά είδε τα μάτια, τις ‘’τσίμπλες τους’’ όπως λέγονται, ν’ ανοίγουν και να πετάγουν τα πρώτα φυλλαράκια τους. Τα πασπάλισε με λίγο θειάφι και αφού ψήλωσαν και φούντωσαν τα βλαστάρια, τα βλαστολόγησε, τα κορφολόγησε κι έδεσε όλες μαζί τις βέργες, για να βλέπουν τα σταφύλια τον ήλιο. Ένα πρωινό κοντά στο ξεψύχισμα της άνοιξης, τα ραντίζει και με την απαιτούμενη γυαλόπετρα και πότε θειαφίζοντας, πότε ραντίζοντας, φτάνουμε με το καλό στον Αύγουστο. Είναι καιρός να ρίξουμε μια ματιά στο κελάρι μας, γιατί ο τρύγος πλησιάζει. Είναι άραγε όλα τα βαρέλια εντάξει; Αφού τα εξετάσει ένα προς ένα και βεβαιωθεί ότι όλα είναι καλά, είναι έτοιμος και περιμένει. Κάθε μέρα που περνάει τα σταφύλια γίνονται πιο μελένια και δε χωράει αμφιβολία ότι όπου να είναι θα ξεκινήσει ο τρύγος. Το είπαν άλλωστε χθες και στο μαγαζί. Κι η ευλογημένη ώρα του τρύγου φτάνει. Ενημερώνονται από τον τελάλη του χωριού την ώρα και το μέρος που θα τρυγήσουν και αρχίζουν από το βράδυ οι νοικοκυρές τις ετοιμασίες τους. Φροντίζει να μην ξεχάσει τις κοφίνες και τα καλάθια (τα βάζουν σε μια άκρη), παχνιάζει το μουλάρι ρίχνοντάς του μπόλικο φαγητό (θα έχει πολλή δουλειά το καημένο αύριο) και με το κακάβι γεμάτο νερό το ποτίζει και μετά ανεβαίνει στο μαγειριό κι ετοιμάζει κάτι να τρουβαδιάσει γι’ αύριο. Ψωμοτύρι με καμιά ντομάτα φρεσκοκομμένη από τον κήπο φτάνει. Ψωμί, τυρί, ντομάτα, σταφύλι και κρύο νερό, κάνουν ένα θαυμάσιο κολατσιό. Ξημέρωσε και όλοι οι δρόμοι του χωριού γεμίζουν κόσμο που χαρούμενοι και βιαστικοί κατηφορίζουν για τα’ αμπέλια. Μπροστά και σέρνοντας τα μουλάρια πάνε οι νιες, παρέα με τα πιο μεγάλα παιδιά για να βοηθήσουν μια που δεν έχουν σχολείο και αυτά, αφού ο θέρος, ο τρύγος κι ο πόλεμος θέλουν πολλά χέρια και όλοι οι άλλοι ακολουθούν. Μόλις έφταναν έκαναν τον σταυρό τους και μια γύρα για να το καμαρώσουν (ήταν βλέπεις και γεμάτο σταφύλια και απείραχτα και από τους ανθρώπους, αλλά και από τα άγρια ζώα). Νιώθει εκείνη τη στιγμή ότι πρέπει να ευχαριστήσει και τον Μεγαλοδύναμο και το αμπέλι του για την πλούσια σοδειά που του χάρισαν. Όλοι αρχίζουν τώρα να τρυγούν. Τα καλάθια γρήγορα γεμίζουν και πάλι γρήγορα αδειάζουν στις κοφίνες κι αυτές με τη σειρά τους φορτώνονται στα μουλάρια και για το χωριό τραβούν. Τα τραγούδια και τα πειράγματα πάνε σύννεφο, οι ξερές, άγουρες ή και σάπιες ρώγες πετιούνται, γιατί όχι μόνο άχρηστες, αλλά και επιζήμιες είναι. Σε λίγο θα φανεί και ο αγροφύλακας να καλημερίσει και να ευχηθεί: ‘’Καλά μπιρικέτια (οι σοδειές, το σύνολο από το κάθε κτήμα/ο πλούτος). Θα μιλήσουν για λίγο μαζί του σχετικά με τη σοδειά, θα τον προσκαλέσουν στο μεσημεριανό τραπέζι και ακολούθως θα τραβήξει για το διπλανό αμπέλι. Τα σταφύλια που καλλιεργούσαν ήταν τα ‘’μοσχοστάφυλα’’, τα ‘’ντοβρινά’’ και τα ‘’κορίθια’’. Ξεχώριζε τα πιο καλά, τα ‘’διαλεχτά’’, όπως τα έλεγαν και τα τοποθετούσε σε ξεχωριστό κοφίνι, να μην μπερδευτούν με τα πολλά. Από αυτά γέμιζε ένα καλάθι για τον παπά (αν δεν ήταν χωριανός) και ένα για τον δάσκαλο (αν και αυτός είναι ξένος) και τα άλλα τα πολλά, τα προόριζε για τη φαμίλια του. Ένα μέρος τους θα κρεμάσει στο ταβάνι του ‘’νοντά’’ (μεγάλο και επίσημο δωμάτιο της εποχής) για τον χειμώνα και όσα περισσέψουν θα τα απλώσει σε ένα τραπέζι ή στο πάτωμα των παραθυριών, να τρώνε από λίγα όλο το υπόλοιπο φθινόπωρο. Μεσολαβεί το κολατσιό με αστεία και πειράγματα κι ύστερα πάλι στα κλήματα τρέχουν, γιατί έχουν ακόμη πολλή δουλειά μπροστά τους και το μουλάρι πρέπει να βρει, μόλις γυρίσει, έτοιμο το καινούριο φόρτωμα, να μη χασομεράει. Κι ο τρύγος συνεχίζεται και τα μουλάρια πάνε κι έρχονται, μέχρι που οι γύρω πλαγιές αρχίζουν και ισκιώνουν. Την άλλη μέρα και για μερικές ακόμα μέρες, αυτό το πανηγύρι συνεχίζονταν και αυτή η γλυκιά και ευχάριστη κούραση σκορπίζονταν σε όλο τους το σώμα, ενώ τα χείλη τους ψιθύριζαν: ‘’Ο τρύγος τελείωσε, καλοξοδεμένο και του χρόνου’’!
Από τον Ιωάννη Γούδα