Οι δύο αυτές σημαντικές για τους υπηρετούντες στον χώρο της Δικαιοσύνης ημέρες, δεν έτυχαν φέτος της καθιερωμένης εκτεταμένης σημειολογικά και όχι μόνο προβολής τους. Αλλωστε, για λόγους που δεν έλαβαν δημοσιότητα (πιθανώς να κρίθηκαν περίπου αυτονόητοι λόγω των συνθηκών), δεν τελέστηκε φέτος ο καθιερωμένος για την έναρξη του δικαστικού έτους αγιασμός στο Δικαστικό Μέγαρο.
Ως εκ τούτου, δεν υπήρξαν φέτος οι -εξ αφορμής (και) των δύο αυτών σημαντικών ημερών- δημόσιες τοποθετήσεις των εκπροσώπων του νομικού κόσμου, είτε για τα διαχρονικά σχεδόν προβλήματα αναφορικά με την απονομή δικαιοσύνης και των υπηρετούντων αυτήν, όπως αυτά καταγράφονται κατά την έναρξη εκάστου δικαστικού έτους, είτε για τις γενικότερες ή ειδικότερες προσεγγίσεις τους για την έννοια και τη σημασία της δικαιοσύνης.
Ελλείψει λοιπόν αυτών, ας μου επιτραπεί μία δική μου, συντομότατη εκ των πραγμάτων τοποθέτηση, αναφορικά με επιμέρους πτυχές των ζητημάτων αυτών.
Είθισται κάθε σχετική αναφορά στα προβλήματα του κλάδου, να ξεκινά ή να εμπεριέχει τη στερεότυπη πια έκφραση-διαπίστωση: «βραδύτητα απονομής δικαιοσύνης»... Και εκεί ακριβώς αρχίζει ένας ατέρμονος διάλογος για το ποιος ή τι εν τέλει ευθύνεται... Οι δικαστές, οι δικηγόροι, οι δικαστικοί υπάλληλοι, ή μήπως οι δικονομίες, οι οποίες τροποποιούνται συχνά πυκνά τα τελευταία χρόνια, κατά κανόνα με αμφίβολης αποτελεσματικότητας εσπευσμένα νομοθετήματα, που υποτίθεται ότι φιλοδοξούν να επισπεύσουν τις διαδικασίες, αλλά που εν τέλει τις περιπλέκουν πολλές φορές έτι περαιτέρω;
Ετσι όμως, με τις υπεραπλουστευτικές προσεγγίσεις αυτού του είδους, η κάθε κυβέρνηση αυτομάτως καταφέρνει να ενεργοποιήσει τους βολικούς μάλλον γι’ αυτήν κοινωνικούς αυτοματισμούς και να απεκδυθεί της όποιας ολιγωρίας ή ανικανότητάς της να δώσει λύσεις, αφετέρου δε, να μεταθέσει τις τυχόν ευθύνες της σε κάποια προηγούμενη κυβέρνηση που νομοθέτησε ένα ενδεχομένως ανεπαρκές ή αναποτελεσματικό νομοθέτημα.
Ας μην κρυβόμαστε ... Πρώτα και πάνω από όλα, είναι προφανές ότι ο μείζων λόγος της βραδύτητας απονομής δικαιοσύνης, είναι η διαχρονική υποστελέχωση των δικαστικών υπηρεσιών, σε συνδυασμό με την έλλειψη τεχνικών υποδομών και τη δυσχέρεια ένταξης της σύγχρονης τεχνολογίας στη δικαστηριακή πρακτική. Δεν είναι απολύτως δηλωτική, σίγουρα όμως είναι ενδεικτική του αναχρονισμού που εντοπίζεται στις επιμέρους παραμέτρους της διαδικασίας απονομής της δικαιοσύνης, η άθλια εικόνα που παρουσιάζουν πολλοί χώροι (και) του Δικαστικού Μεγάρου Λάρισας. Και φυσικά δεν αναφέρομαι στην πολυσυζητημένη ενεργειακή αναβάθμιση του κτιρίου, αλλά σε πολύ πιο απλά πράγματα, με ενδεικτικό παράδειγμα αυτών, την εικόνα εγκατάλειψης που παρουσιάζουν πολλά ακροατήρια και άλλοι χώροι του Μεγάρου ή τη συσκότιση ακόμα και χώρων μαζικής προσέλευσης δικηγόρων και κοινού, όπου για να δει κανείς τον αριθμό πινακίου της υπόθεσης που τον ενδιαφέρει, ανάβει τον αναπτήρα του ή το κινητό του τηλέφωνο... Και για να μην παρερμηνευτώ, μακριά από μένα κάθε ελιτίστικη προσέγγιση. Είναι όμως προφανές ότι, πέραν της προφανέστατης πρακτικής διάστασης του ζητήματος, τίθεται (έστω και δευτερευόντως) και ένα ζήτημα σημειολογικού χαρακτήρα. Ένα δικαστικό μέγαρο μιας ευρωπαϊκής μεγαλούπολης, δεν μπορεί να λειτουργεί με όρους τριτοκοσμικούς. Διότι απλούστατα, πέραν όλων των άλλων αυτονοήτων για όσους εργάζονται με οποιαδήποτε ιδιότητα σε αυτό, ένα δικαστικό μέγαρο πρέπει να εκπέμπει τα σωστά μηνύματα σε όσους εισέρχονται σε αυτό, είτε ως εργαζόμενοι, είτε ως διάδικοι, είτε ως θύματα/παθόντες, είτε ως θύτες/κατηγορούμενοι, είτε ως μάρτυρες, είτε ως πολίτες που απλά αναζητούν ή αιτούνται ένα έγγραφο. Ο πολιτισμός λοιπόν που (πρέπει να) αποπνέει, είτε μας αρέσει είτε όχι, έχει σαφέστατη σημειολογία, η οποία κατά τη γνώμη μου γίνεται ολοένα και πιο σημαντική για πολλούς και διάφορους λόγους...
Είναι αντιληπτό ότι τα προβλήματα και οι δυσλειτουργίες δεν εξαντλούνται στα ανωτέρω, αλλά είναι φύσει αδύνατον να γίνει εκτενέστερη παράθεση και ανάλυσή τους στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου.
Ειρήσθω εν παρόδω, η τρέχουσα χρονική συγκυρία που επιβάλλει τη λήψη και την τήρηση εφαρμογής προληπτικών μέτρων κατά της πανδημίας, αναδεικνύει περισσότερο από ποτέ άλλοτε, το χρόνιο ζήτημα της ανέλεγκτης και μαζικότατης προσέλευσης ατόμων κατά ομάδες σε εσωτερικούς και άρα μη επαρκώς αεριζόμενους χώρους του Μεγάρου, κάτι που δυστυχώς συνεχίζει να συμβαίνει με αμείωτους ρυθμούς....
Τέλος, όσον αφορά την επί της ουσίας ποιότητα απονομής δικαιοσύνης στη χώρα μας και προς αποφυγή κατάχρησης της φιλοξενίας που τυγχάνει το παρόν άρθρο, θα περιοριστώ να αναπαράγω τα στοιχεία της κατωτέρω έρευνας, ως κατ’ αρχήν ενθαρρυντικά και αισιόδοξα:
Οι Έλληνες θεωρούν την ελληνική δικαιοσύνη ανεξάρτητη σε μεγαλύτερο βαθμό συγκριτικά με τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο, όπως δείχνει έρευνα του Ευρωβαρόμετρου του περασμένου έτους. Στο ερώτημα «πώς θα βαθμολογούσατε το σύστημα απονομής δικαιοσύνης στη χώρα σας με βάση την ανεξαρτησία δικαστηρίων και δικαστών», οι Έλληνες πολίτες απαντούν σε ποσοστό 57% θετικά, με τον μέσο όρο στην ΕΕ να βρίσκεται στο 56%, και 34% αρνητικά , με τον μέσο όρο στην ΕΕ να βρίσκεται στο 33%.
Με εκτίμηση
ΤΡΥΦΩΝ ΧΡ. ΤΣΑΤΣΑΡΟΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
Από τον Τρύφωνα Χρ. Τσάτσαρο, δικηγόρο Παρ’ Αρείω Πάγω, πρώην Α’ αντιπροέδρου του ΔΣΛ