Τουρκίας στο παρελθόν της και στην παγκόσμια κρίση. Ερωτηθείς να σχολιάσει τη μετατροπή της Αγ. Σοφίας και της Μονής της Χώρας σε τεμένη, απάντησε: «Υπάρχει σίγουρα μια μερίδα της τουρκικής πολιτικής ελίτ που έχει συμφέρον να υποβαθμίσει το βυζαντινό παρελθόν της Κωνσταντινούπολης. Αυτό συμβαίνει για αρκετό καιρό με τρόπους όχι ανόμοιους από το πώς η Ελλάδα και άλλα έθνη που βρέθηκαν υπό την οθωμανική αυτοκρατορία, προσπαθούν να καλύψουν το οθωμανικό παρελθόν τους». Αν κατάλαβα καλά, ο καθηγητής Άλαν Μικχάϊλ πιστεύει ότι στην Τουρκία μια ομάδα υψηλόβαθμων πολιτικών προσπαθεί από καιρό να υποβαθμίσει το βυζαντινό παρελθόν της Πόλης, με τον ίδιο τρόπο που έκαναν και άλλα κράτη, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, όταν βρέθηκαν υπό οθωμανική κυριαρχία. Όταν απελευθερώθηκαν προσπάθησαν να εξαφανίσουν το οθωμανικό παρελθόν τους.
Η άποψή του μου προξένησε πολλά ερωτηματικά και δεν γνωρίζω γιατί, αλλά όταν το διάβασα συνειρμικά ήλθε στον νου μου ένα κείμενο του 1907 του Μιχαήλ Χρυσοχόου σε τοπική εφημερίδα[2], το οποίο υπέπεσε πρόσφατα στην αντίληψή μου και αφορούσε τη διαδικασία καταστροφής (κατεδάφισης) του σπουδαιότερου και αρχαιότερου τεμένους των Οθωμανών στην πόλη μας από την ίδια τη μουσουλμανική κοινότητα της Λάρισας, με την ανοχή των αρχών και των κατοίκων της. Έχει τίτλο «Ιεροσυλία υπό τα όμματα των αρχών και των Λαρισαίων». Ο συντάκτης αφού αναφέρει πολλά ιστορικά γεγονότα που έχουν σχέση με τη Λάρισα, δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει πώς είναι δυνατόν οι μουσουλμάνοι οι οποίοι ήταν για 458 χρόνια κυρίαρχοι της περιοχής, να καταστρέφουν με τα ίδια τους τα χέρια ιστορικά και ένδοξα μνημεία τους, όπως το τζαμί του Χασάν μπέη. Και επίσης αναρωτιέται πώς είναι δυνατόν οι άρχοντες της Λάρισας, αλλά και οι κάτοικοί της, να βλέπουν με πλήρη αδιαφορία την καταστροφή τόσων μνημείων και να μην αντιλαμβάνονται ότι η ιστορία του ελληνισμού όλα αυτά τα χρόνια είναι αναπόσπαστη με την παρουσία των Τούρκων. Το κείμενο έχει δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Μικρά», είναι γραμμένο στην απλή καθαρεύουσα και κατά την αντιγραφή διατηρήθηκε η σύνταξη και η ορθογραφία όπως δημοσιεύτηκε. Όπου υπάρχουν λέξεις δυσνόητες επεξηγούνται εντός παρενθέσεως.
Πριν προχωρήσουμε, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι ο Μιχαήλ Χρυσοχόος (1834-1921), το όνομα τού οποίου δόθηκε σε μια κεντρική οδό της πόλης μας στη συνοικία του Αγ. Κωνσταντίνου, υπήρξε μία έντονη προσωπικότητα της Ηπείρου με ποικίλα ενδιαφέροντα σε πολλούς τομείς και επαναστατική δράση, η οποία άπτεται και της τοπικής μας ιστορίας. Γεννήθηκε στη Ζίτσα της Ηπείρου και έγινε περισσότερο γνωστός από τη χαρτογράφηση γεωγραφικών περιοχών. Περιηγήθηκε βήμα-βήμα στη Θεσσαλία, Ήπειρο και Μακεδονία και εκπόνησε, αν και ερασιτέχνης στον τομέα αυτόν, πολλούς τοπογραφικούς χάρτες των περιοχών που επισκεπτόταν, με ακρίβεια που ξεπερνούσε τους αντίστοιχους που σχεδίαζαν οι χαρτογραφικές υπηρεσίες του Στρατού. Πολλοί από τους χάρτες του έχουν διασωθεί μέχρι σήμερα και αποτελούν αληθινά έργα τέχνης, για τα χρώματά τους, την ακρίβεια των στοιχείων τους και την ιστορική σημασία τους. Είναι γνωστό ότι πάνω στους χάρτες της Θεσσαλίας που φιλοτέχνησε ο Μιχαήλ Χρυσοχόος χαράχτηκαν οι γραμμές των νέων συνόρων μετά τη συνθήκη του Βερολίνου του 1878, με την οποία παραχωρείτο η Θεσσαλία (πλην της επαρχίας Ελασσόνος) και μέρος της Ηπείρου στο Ελληνικό κράτος[3].
Το κείμενό του υπό μορφήν επιστολής προς τον Θρασύβουλο Μακρή, διευθυντή και εκδότη της εφημερίδας «Μικρά» έχει ως εξής:
«Η εορτή των Θεοφανείων και η κατάδυσις του Σταυρού από της γεφύρας εν τω Πηνειώ, είναι πανήγυρις μοναδική και εκ των σπανίων των εν Ελλάδι τελουμένων. Την περιγραφήν αυτών πολλοί κατά καιρούς περιέγραψαν, ήτις και επί Τουρκοκρατίας ωσαύτως μεγαλοπρεπώς ετελείτο και αι αρχαί Στρατιωτικαί κα Πολιτικαί και μουσικαί ελάμβανον μέρος, και η μεγαλοπρέπεια κάτι το επιβάλλον είχε.
Και τότε μεν επί της γεφύρας ιστάμενός τις και προς την πόλιν βλέπων, είχε δεξιά μεν επί λόφου τεχνητού το του κατακτητού Τέμενος, μεγαλοπρεπώς υψούμενον επί της δεξιάς όχθης του ποταμού, κτίριον Βυζαντινού ρυθμού[4] εκ των αρίστων, με νεωτέραν προστοάν ανατολικού ρυθμού, επί μονολίθων στηλών στηριζομένην. Ο μιναρές του, πάντων των εν Λαρίσση υψηλότερος και ευπρεπέστερος, ήτον εν συνόλω το καλλίτερον και μεγαλοπρεπέστερον κόσμημα της Λαρίσσης, παρά την αρχαιοτάτην[5] γέφυραν του Πηνειού κείμενον. Αριστερά δε και επί της δυτικής άκρας της τεχνητής επίσης Ακροπόλεως, τον ναόν του Αγ. Αχιλλείου ευπρεπή μεν αλλά ταπεινόν, επί του οποίου εσχάτως είχε δοθεί η άδεια να έχη μικράν καμπάναν[6].
Πέρισυ [1906] την αυτήν εποχήν και ημέραν είχον παρατηρήσει μίαν αντίθεσιν αριστερά της γεφύρας. Ο ταπεινός ναός του Αγ. Αχιλλείου υπερήφανος υψούτο, νεόδμητος ήδη, με τα Βυζαντινής φιλοκαλίας προπύλαιά του και το κωδωνοστάσιον[7], δεξιά δε το μουσουλμανικόν τέμενος κατερειπωμένων και εγκαταλελειμμένον. Η αντίθεσις αύτη οδυνηράν μοι επροξένησεν αίσθησιν και εις πολλούς έκαμα παρατηρήσεις πικράς, εξ ών άλλοι μεν απέδιδον την αναλγησίαν ταύτην εις την Βακουφικήν Επιτροπήν, την από συμπολίτας μουσουλμάνους αποτελουμένην και άλλοι εις την Δημαρχίαν, ήτις έπρεπε να λάβη πρόνοιαν, ουχί μόνον δια το ιστορικώτατον αυτό τέμενος υφ’ όλας τας επόψεις, ως θέλομεν ιδεί, αλλά και δια τα άλλα τεμένη, ένθα και από του ύψους των μιναρέδων λατρεύεται είς Θεός, αλλά και ως της πόλεως αυτής κοσμήματα απαράμιλλα.
Επέπρωτο όμως να ίδω εφέτος το ιερόν αυτό τέμενος βανδαλικώς ανασκαφόμενον και οι κάτοικοι της πόλεως ταύτης με αναλγησίαν ακατανόητον, δύναταί τις να είπη, βλέπουσιν απαθέστατα την καταστροφήν τελουμένην, προεξάρχοντος του Δημάρχου και των άλλων Αρχών.
Τι δε να είπωμεν δια την Βακουφικήν Επιτροπήν, ήτις αντί να περιφράξη το ιερόν αυτό τέμενος και το περιποιηθή ως έδει [όπως έπρεπε], το ενοικίαζεν ως αχούρι χάριν μηδαμινού κέρδους; Τι δε δια την Νομαρχίαν, ήτις έδωκε την άδειαν να πωληθή το υλικόν αυτού εν δημοπρασία αντί ευτελούς ποσού εκ κερδοσκόπων; Τι δε δια τον λαόν της Λαρίσσης, όστις απαθέστατα βλέπει την καταστροφήν; Και τι επί τέλους δια τόσους επιστήμονας εντοπίους και ξένους και προ πάντων δια τους δημοσιογράφους, οίτινες ηδύναντο να προλάβωσι την καταστροφήν κτιρίου υπέρ τρισχιλίων ετών, ένθα εναλλάξ ελατρεύθη η θεά της χώρας Δήμητρα, ο Χριστός και ο Μωάμεθ; Τι ηνάγκασε την Βακουφικήν Επιτροπήν να εξαφανίση, εν σπουδή μάλιστα, περιφανές μνημείον της δόξης των;
(Συνεχίζεται)
[1]. εφ. «Η Καθημερινή», Αθήνα, φύλλο της 20ης Σεπτεμβρίου 2020, ένθετο «Τέχνες και γράμματα», σελ. 1.
[2]. εφ. «Μικρά», Εν Λαρίσση τη 14 και 17 Ιανουαρίου 1907, αρ. φύλλου 268 και 289 (σε δύο συνέχειες).
[3]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Μιχαήλ Χρυσοχόος, εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 11ης Νοεμβρίου 2015 και του ιδίου: Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα-Β’, (2018), σελ. 199-202.
[4]. Κατατάσσει το τζαμί του Χασάν μπέη στα κτίρια βυζαντινού ρυθμού προφανώς από την παρουσία του τρούλου. Για το τζαμί του Χασάν μπέη βλέπε λεπτομέρειες: Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Το τζαμί του Χασάν μπέη, εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 13ης Αυγούστου 2014 και του ιδίου: Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα-Α’, (2016), σελ. 147-150.
[5]. Την περίοδο εκείνη (1907) επικρατούσε η αντίληψη ότι η λίθινη γέφυρα του Πηνειού ήταν έργο της βυζαντινής περιόδου. Σήμερα πιστεύεται ότι η γέφυρα όπως τη γνωρίσαμε μέχρι την καταστροφή της το 1941, ήταν έργο της τουρκοκρατίας, κατά την περίοδο του Χασάν μπέη, το τζαμί του οποίου βρισκόταν στη δεξιά όχθη του ποταμού και μας απασχολεί στο σημερινό μας σημείωμα.
[6]. Η περιγραφή που κάνει ο Χρυσοχόος αφορά την παλιά εκκλησία του Αγ. Αχιλλίου, τη λεγόμενη βασιλική του Καλλιάρχη, όπως ήταν κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας. Η άδεια κωδωνοκρουσίας στο ναό του Αγ. Αχιλλίου είχε δοθεί επί τουρκοκρατίας κατά το 1859, κατόπιν ενεργειών του Έλληνα προξένου στη Λάρισα Αν. Δόσκου. Βλέπε: Παλιούγκας Θεόδωρος. Η Λάρισα κατά την Τουρκοκρατία (1423-1881), τόμ Α’ (1996) σελ. 227.
[7]. Ο νέος καθεδρικός ναός του Αγ. Αχιλλίου το 1906 δεν είχε ολοκληρωθεί. Εγκαινιάστηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 1907 από τον μητροπολίτη Λαρίσης Αμβρόσιο Κασσάρα.