μόρφωμα ανεξάρτητου κράτους. Εν πρώτοις θέλω να τονίσω ότι η εμφάνιση αυτής της ελληνικής οντότητας χρειάστηκε να περιμένει περίπου χίλια εννιακόσια έτη, και αυτό ακριβώς αποτελεί πρωτόγνωρο γεγονός που ανάλογό του δεν συναντάται άλλοτε στην παγκόσμια ιστορία. Έχω τη γνώμη ότι ακριβώς η τεράστια δυσκολία αυτού του εγχειρήματος ήταν η αιτία να επιλεγεί η αρχή και όχι το τέλος του ως Εθνική Επέτειος.
Η τελευταία ελληνική υπόσταση κράτους, η Αχαϊκή πολιτεία, κατελύθη το 146 π.Χ. από τον Ρωμαίο στρατηγό Μόμιο στη μάχη της Κορίνθου. Να σημειωθεί ότι μετά την κατεδάφιση των Θηβών που ακολούθησε την ήττα τους από τους Μακεδόνες, ο προεδρεύων άρχοντας της πόλης της Κορίνθου προσφώνησε, εκών – άκων, τον νικητή Αλέξανδρο ως εξής: «Βασιλεύ Αλέξανδρε εμείς οι Έλληνες σε καλωσορίζουμε ως αρχηγό του κοινού μας». Αντιλαμβανόμενος αυτός τη διαχωριστική δολιότητά του, απάντησε μεγαλόκαρδα: «αγαθέ και ημείς Έλληνες εσμέν». Αυτή δε, ήταν μόλις η δεύτερη φορά που τονίστηκε ρητά η εθνικότητα των ανθρώπων της ελληνικής χερσονήσου μετά τον προτρεπτικό παιάνα της ναυμαχίας της Σαλαμίνας και το «ίτε παίδες Ελλήνων».
Το τονίζω αυτό διότι η ιστορία, δηλαδή η μαρτυρία ενός λαού, διδάσκεται με αναλυτικό τρόπο πριν πάρει τον δρόμο της επαγωγής ως ορθολογικό συμπέρασμα πλέον.
Η Ρωμαϊκή Κατοχή της χώρας μας συνεχίστηκε επί μακρόν παρά τον διαχωρισμό της αυτοκρατορίας, ως επαρχία του ανατολικού τμήματος. Βεβαίως πολιτιστικά και φιλοσοφικά ο πληθυσμός της επικράτειας της ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας είχε εμποτισθεί σε καθοριστικό βαθμό από την ελληνική γλώσσα και σκέψη, βοηθούντων των πολλών ελληνικών αποικιών και εντέλει ελλήνιζε το σύνολο σχεδόν της επικράτειας, όπως ακριβώς και στους ελληνιστικούς χρόνους των επιγόνων του Μακεδόνα στρατηλάτη. Ουδέποτε όμως υπήρξε εθνική συνείδηση ελληνική, πόσο μάλλον στο πλαίσιο μιας αυτοκρατορίας. Αρκεί γι’ αυτό να θυμηθούμε τις επιδρομές των βαρβάρων και τη δήλωση του Ελλαδικού χώρου ύστερα από πρόσκληση του Μέγα Θεοδοσίου προκειμένου να συνετισθούν οι εν πολλοίς αρνητές των δογμάτων του χριστιανισμού. Πάντως οι τρεις ιεράρχες, Βασίλειος, Ιωάννης Χρυσόστομος, Γρηγόριος, ένιωσαν την ανάγκη να εμβαθύνουν στον νεοπλατωνισμό, προκειμένου να κοινωνήσουν στο πλήθος τις δογματικές «στέρεες» αλήθειες τους. Με αντικειμενική ματιά θα διαπιστώσουμε ότι η καρδιά της χιλιόχρονης αυτοκρατορίας χτυπούσε κυρίως στη Μικρά Ασία μέχρι τις παρυφές της για οικονομικούς και γεωγραφικούς λόγους. Μοναδική δυναστεία ελληνική το γένος, υπήρξε μόνον η έσχατη, αυτή των Παλαιολόγων. Και πάλι πληττόμενος, πριν χάσει τη ζωή του κατά την Άλωση, αναφώνησε «ουκ εστί τις χριστιανός όχι την κεφαλήν μου κτείναι;»
Τίθεται λοιπόν το ερώτημα. Γιατί κατά τον 19ο αιώνα το ελληνικό έθνος ονόμασε την ανατολική αυτοκρατορία ως Βυζαντινή; Η προΰπαρξη της μεγαρικής αποικίας του Βυζαντίου σαν αιτία είναι αφελές ως επιχείρημα. Αισθάνθηκε την ανάγκη να καλύψει το τεράστιο κενό συνέχειας του ελληνισμού ως έθνος, ονομάζοντας εαυτόν ως μοναδικό τέκνο της βυζαντινής πλέον αποκαλούμενης αυτοκρατορίας. Η ανεξαρτησία της χώρας μας, αποτέλεσμα ανείπωτων θυσιών, όφειλε την επιτυχία της εν πολλοίς και εντέλει, στη συναισθηματική, υλική υποστήριξη και στη συστράτευση των λαών και κυβερνήσεων της Ευρώπης, η οποία μέσω της αναγέννησης και του Διαφωτισμού, ονόμασε και δικαίως μάλιστα τον τόπο που γέννησε τον αρχαιοελληνικό κλασικό πολιτισμό μητέρα του πολιτιστική.
Η ζωτική ανάγκη στερέωσης και επέκτασης της Ελλάδας χαρακτηριστικό κάθε νεοπαγούς οντότητας, που ονομάστηκε Μεγάλη Ιδέα, συνεπικουρούμενη από τη γεωγραφική της θέση ως σύνορο των δύο πολυπληθών μονοθεϊστικών θρησκειών, δημιούργησε τους μύθους του μαρμαρωμένου βασιλιά, την κόκκινη μηλιά και το «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θα ’ναι». Όμως το συναίσθημα ενεργεί ως συνεχής ταλάντωση, πηγαίνει από το ζενίθ στο ναδίρ και οψέποτε αυτό συμβαίνει τα αποτελέσματά του είναι καταστροφικά. Όταν δε ηγούνται των κρατών μασκαρεμένοι τύραννοι, όπως ο γείτονάς μας Ερντογάν, τότε γίνεται επίκληση των μεγαλείων του έθνους προκειμένου να κρύψουν στη θολούρα των λαών τους όλες τις τυχοδιωκτικές τους βλέψεις, τα άνομα συμφέροντά τους.
Σαν λαός θεωρώ ότι εν πολλοίς κλείσαμε τον δρόμον των ψευδεπίγραφων ονειρώξεων και της Μεγάλης Ιδέας. Με την ένταξη στην Ε.Ε. άπας ο Ελληνισμός, Ελλαδίτες και Κύπριοι, διαχέονται αντιληπτικά στη γηραιά μας ήπειρο γιατί εμείς ανήκουμε νομοτελειακά σ’ αυτήν κι αυτή εν τίνι τρόπο είναι δικό μας τέκνο, ουσία και όχι μόνον ονομαστικά σύμφωνα με τον μύθο. Είναι δε η Ευρώπη ο ακρογωνιαίος λίθος του δυτικού λεγόμενου κόσμου και ο ανομολόγητος πόθος του υπολοίπου για τις ανθρώπινες αξίες της. Αυτές που περιέχουν τον ορθολογισμό και περιορίζουν τις ανεξέλεγκτες διαστάσεις του θυμικού σε μια μάλιστα πορεία αναπόδραστης παγκοσμιοποίησης.
Ωστόσο η Ευρώπη μας σε έναν ολοένα σκληρότερο κόσμο, που βρίσκεται σε στάδιο ανασύνθεσης και διάλυσης συστηματικής των διαφόρων πλαισίων εξουσίας, οφείλει να αφήσει πίσω της την εποχή της αμηχανίας, αν όχι αφέλειας και να διαμορφώσει το δικό της πεπρωμένο. Η εποχή μας είναι σε μια φθίνουσα κατάσταση ισορροπίας, η οποία είναι γεμάτη εντροπία, (εν δυνάμει εκδήλωση μεγάλης ενέργειας), από βουλιμικές επιδιώξεις κυριαρχίας, εσχάτως μάλιστα συμβαίνει στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η συνέργεια όλων των μελών της Ε.Ε., νυν και μελλόντων, θα ανασχέσει τις ορέξεις εθνικιστών τυράννων στον περίγυρό της, σε μια πορεία υλοποίησης του οράματός των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης, στην οποία σε μεγάλο βαθμό μοιραζόμαστε ήδη κοινές κοινωνικές και πολιτιστικές αξίες, μακριά από αφιονισμένους εθνικιστικούς μύθους και πλάνους συναισθηματισμούς.
Από τον Παύλο Γιατσιάκη