Η Ελλάδα, για δεκαετίες, είχε λησμονήσει βασικά τμήματα του γεωπολιτικού περιβάλλοντος που ανήκε. Σταθερά ατενίζαμε προς την Ε.Ε. και τα Βαλκάνια, αφήνοντας εκτός των άμεσων ενδιαφερόντων μας την Ανατολική Μεσόγειο -πλην της Κύπρου- τη Μέση Ανατολή και τη Βόρειο Αφρική. Τα γεγονότα, όμως, που προέκυψαν μετά την “Αραβική Άνοιξη”, οι πολεμικές συρράξεις, τα προσφυγικά κύματα, η ανακάλυψη νέων πλουτοπαραγωγικών πηγών ενέργειας και η νεο-οθωμανική τουρκική υπερεπέκταση -που έχει οδηγήσει και στην αναμονή ενός γενικευμένου πολέμου στο έδαφος της Λιβύης- μας ανάγκασαν να στρέψουμε, θέλοντας και μη, το βλέμμα μας και προς αυτές τις περιοχές. Τώρα καλούμαστε να καλύψουμε τροχάδην το χαμένο έδαφος! Και είναι πράγματι ελπιδοφόρο το γεγονός της διαρκούς και έντονης παρουσίας της ελληνικής διπλωματίας, όπως δείχνουν και τα ταξίδια του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια, σε μια σειρά από χώρες της ευρύτερης νότιας και νοτιοανατολικής γειτονιάς μας.
Αυτή η στροφή, πέρα από τα άμεσα και έμμεσα διπλωματικά οφέλη, μας επιτρέπει, αν δεν μας επιβάλλει, να δούμε και πάλι τις ιστορικές και πολιτιστικές σχέσεις με λαούς και περιοχές που δημιούργησε ο ελληνισμός στο βάθος των αιώνων. Μια συνειδητοποίηση που αυξάνει ταυτόχρονα το μέγεθος των ευθυνών μας για όσα συμβαίνουν σε αυτή την κρίσιμη γεωπολιτική ζώνη, παγκόσμιου ενδιαφέροντος.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της τύχης των Χριστιανών της Μέσης Ανατολής και της ανάγκης η Ελλάδα να διεκδικήσει έναν πιο δραστήριο ρόλο για την προστασία τους. Είναι ένα θέμα που αναδείξαμε κατ’ επανάληψη και μέσω της δράσης της Διακοινοβουλευτικής Συνέλευσης Ορθοδοξίας. Ιδιαίτερα για τη Συρία και το Ιράκ, το πρώτο βήμα που πρέπει να διεκδικήσουμε είναι η δημιουργία ενός περιβάλλοντος ασφάλειας για το σύνολο του πληθυσμού, που προϋποθέτει την εξάλειψη των τρομοκρατικών πυρήνων, την αποχώρηση των παράνομα ευρισκόμενων εντός του συριακού εδάφους ξένων στρατευμάτων, την ελεύθερη έκφραση της βούλησης του συριακού λαού και την ανασυγκρότηση της οικονομίας. Όλα τα παραπάνω, ως απαρέγκλιτα προαπαιτούμενα, θα επιτρέψουν την πραγματοποίηση του επόμενου βήματος που είναι η επιστροφή στα πατρογονικά τους εδάφη των εκατομμυρίων προσφύγων, μεταξύ αυτών και των χριστιανών, που βρίσκονται στις γειτονικές χώρες και την Ευρώπη.
Η καταστροφή που έχει υποστεί ο χριστιανισμός στην ολότητά του -Ορθόδοξοι, Καθολικοί, Μονοφυσίτες και άλλοι- είναι σχεδόν ολοκληρωτική και αγγίζει τα όρια της γενοκτονίας. Η εξάλειψη του χριστιανικού στοιχείου από το ίδιο το λίκνο του απεφεύχθη κυριολεκτικά στο παρά ένα, αλλά ακόμη τίποτε δεν έχει κριθεί. Για παράδειγμα, οι χριστιανοί στις περιοχές που έχει καταλάβει ο τουρκικός στρατός συνεχίζουν να βρίσκονται υπό απειλή εξόντωσης. Σύμφωνα με επισήμανση της Amy Holmes, ερευνήτριας του «Woodrow Wilson Center», που δημοσιεύεται στη «Washington Times» (10.06.20), μετά την επέμβαση της Τουρκίας στη Συρία, η βία αυξήθηκε κατά των θρησκευτικών μειονοτήτων, ενώ εκτοπίστηκαν 137 χριστιανικές οικογένειες. Γενικά, μετά την ένοπλη επίθεση της Τουρκίας στη βόρεια Συρία, περίπου 200.000 άνθρωποι, αρκετοί απ’ αυτούς Χριστιανοί, αναγκάστηκαν να φύγουν από τα σπίτια τους. Δυστυχώς, ο δυτικός κόσμος, όπως και κατά τη γενοκτονία των χριστιανών της Μικράς Ασίας, πριν από 100 χρόνια, δείχνει μια απαράδεκτη αδιαφορία για τη μοίρα των χριστιανών της Μέσης Ανατολής, βάζοντας σε προτεραιότητα οικονομικούς και γεωπολιτικούς μικροϋπολογισμούς.
Γι’ αυτό είναι πολύ ενθαρρυντικό ότι πρόσφατα πραγματοποιούνται κάποιες κινήσεις προς την κατεύθυνση της ειρηνικής ανοικοδόμησης της Συρίας εκ μέρους της Ε.Ε., όπως διαπιστώθηκε και στην τέταρτη (τηλε-)διάσκεψη Βρυξελλών για τη Συρία. Σε αυτήν η θέση της Ελλάδας, σε αντίθεση με το παρελθόν που παίζαμε τον ρόλο του κομπάρσου, θεωρώντας ότι άλλοι θα βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά, ήταν σαφέστατη και ισχυρή. Η χώρα μας έθεσε τόσο την αναγκαιότητα της εξεύρεσης επαρκών πόρων για να ανοικοδομηθεί εκ βάθρων μια τελείως κατεστραμμένη χώρα, όσο και της πλήρους εφαρμογής των Αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Κι αυτό που προβάλλει η Αθήνα είναι το αυτονόητο: να εξευρεθεί πολιτική λύση, χωρίς την ανάμειξη τρίτων κρατών, και να εξασφαλισθεί η ενότητα, η εθνική κυριαρχία και η εδαφική ακεραιότητα της Συρίας. Ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών, μάλιστα, εξέφρασε τη διάθεση της Ελλάδας να συμβάλει καθοριστικά στους παραπάνω στόχους. Και ελπίζω ότι προτεραιότητα στη δική μας συμβολή θα είναι η ουσιαστική ενίσχυση του χριστιανικού στοιχείου της Συρίας, με όσους ακόμη είναι πρόθυμοι να συνδράμουν, κάτι που και οι ίδιοι οι Χριστιανοί κατ’ επανάληψιν έχουν ζητήσει από εμάς. Εν πάση περιπτώσει, είναι φανερό ότι επιτέλους κάτι έχει αρχίσει να αλλάζει στην εξωτερική πολιτική της χώρας, που αποκτά έναν πολυδιάστατο χαρακτήρα και μια νέα δυναμική σε ένα εξαιρετικά σύνθετο, ρευστό και γεμάτο προκλήσεις διεθνές περιβάλλον.* Ο Μάξιμος Χαρακόπουλος είναι επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας στη Διακοινοβουλευτική Συνέλευση Ορθοδοξίας (ΔΣΟ), βουλευτής Λαρίσης της Νέας Δημοκρατίας.