πανύψηλα από μέσα και κάμερες γύρω-γύρω. Και τι ήταν μέχρι χθες ο κυρ-Σωκράτης; Ένας απλός αγρότης που μοιράστηκε με τα άλλα τέσσερα αδέρφια του τα 150 στρέμματα του κλήρου που τους άφησε ο πατέρας τους. Βέβαια όλοι στο χωριό ήξεραν ότι τα πολλά λεφτά του κυρ-Σωκράτη από αλλού προέρχονταν και δεν ήταν και πολύ καθαρά. Δεν μυρίζουν τα λεφτά, συνήθιζε να λέει, όταν συζητούσαν στο καφενείο για τις κομπίνες των πολιτικών και των επιτηδείων. «Ανοιξε μάτι να φας κομμάτι», έλεγε αυτάρεσκα παίζοντας το μεγάλο κεχριμπαρένιο κομπολόι του, κομπολόι που φαινόταν δυσανάλογα μεγάλο σε σχέση με τα μικρά χέρια του κυρ-Σωκράτη. Κοντός και ξερακιανός ήταν ο κυρ-Σωκράτης, με μάτια σκιστά, ίδια γερακιού, και χάντρες αεικίνητες. Τη γυναίκα του την είχε χάσει πριν από αρκετά χρόνια από την κακιά την αρρώστια και τις τρεις τις κόρες του χρόνια πολλά είχαν να τις δούνε στο χωριό, μόνο η μικρή τον επισκέπτονταν πού και πού με ένα τεράστιο μαύρο τζιπ. Τον κυρ-Σωκράτη τον έπλενε, του μαγείρευε και γενικά τον περιποιούνταν μια χήρα από το διπλανό χωριό, και γι’ αυτό έλεγαν οι κακές οι γλώσσες ότι δεν έρχονταν οι κόρες του να τον δούνε, γιατί δεν ενέκριναν τις σχέσεις που είχαν αναπτυχθεί ανάμεσα στους δύο. Αλλά άλλος ήταν ο λόγος όμως που τα δύο μεγαλύτερα κορίτσια είχαν ρίξει μαύρη πέτρα πίσω τους. Ήταν πριν από πολλά χρόνια που τα κορίτσια γύριζαν αχάραγα από διασκέδαση στην πόλη, είχαν παρκάρει το αυτοκίνητο στο γκαράζ και με τα παπούτσια στο χέρι προσπαθούσαν όσο πιο αθόρυβα γινόταν να μπούνε στο σπίτι. Είχαν ήδη βάλει το κλειδί στην πίσω πόρτα όταν είδαν τον πατέρα τους να βγαίνει από την πάντα κλειδωμένη ημιυπόγεια αποθηκούλα κρατώντας ένα ανθρώπινο κεφάλι. Μετά από ελάχιστα δευτερόλεπτα που κράτησε το σοκ συνειδητοποίησαν ότι ήταν ένα μαρμάρινο κεφάλι αγάλματος ανείπωτης ομορφιάς. Παραμερίζοντας τον πατέρα τους, κατέβηκαν τα λίγα σκαλάκια της αποθήκης και βρέθηκαν ξαφνικά μέσα σε μουσείο! Προθήκες με χρυσά και ασημένια νομίσματα, ειδώλια, βάθρα με κεφάλια αγαλμάτων, αγαλματίδια που ξεπερνούσαν το μισό μέτρο σε ύψος, επιτύμβιες στήλες... Ο πατέρας τους, κρατώντας σαν καρπούζι στο ένα χέρι το αγαλμάτινο κεφάλι, τις απώθησε βίαια και τις έβγαλε από την αποθήκη.
Πώς νομίζετε ότι σπουδάσατε, πώς νομίζετε ότι κάνατε τα μεταπτυχιακά σας και ζούσατε σαν πριγκίπισσες χωρίς να σας λείψει τίποτα; Με τα 20 στρέμματα βαμβάκι ή με τα χωράφια τα ξερικά από την προίκα της μάνας σας; Γι’ αυτό πριν πείτε οτιδήποτε να ξέρετε ότι δύο δρόμοι υπάρχουν ή το αποδέχεστε και συνεχίζετε να ζείτε με όλες τις ανέσεις ή με ξεγράφετε από πατέρα και μαζί ξεγράφετε όλη την περιουσία που θα σας άφηνα, τις είπε και τράβηξε προς το αυτοκίνητο για να βάλει το κεφάλι σε μια ειδική υποδοχή στο πορτ-μπαγκάζ του αυτοκινήτου του.
Όταν επέστρεψε δεν τις βρήκε, μόνο τη μικρή, την Αφροδιτούλα του, βρήκε να κοιμάται ακόμη, ξένοιαστη, χωρίς το βάρος της αλήθειας του.
***
Κι ο ίδιος ο κυρ-Σωκράτης όταν έπινε κανένα ποτηράκι παραπάνω έλεγε για το άγαλμα που είχε βρει σε ένα πρόσχωμα στο ποτάμι. Αυτό είχε ερωτευτεί και αυτό ήταν η αφορμή για να ψάχνει για αρχαία. Ήταν πριν από τριάντα με τριάντα πέντε χρόνια, όταν ένα άνυδρο καλοκαίρι το νερό στο ποτάμι είχε κατέβει τόσο που αναγκάστηκε να προσθέσει άλλη μία σωλήνα στη μηχανή που αντλούσε νερό για να το στείλει στο χωράφι. Σκαρφαλώνοντας, το πόδι του είχε συναντήσει μια ασυνήθιστη πέτρα. Μόνο που δεν ήταν πέτρα, ήταν ο αγκώνας ενός αγάλματος. Γρήγορα-γρήγορα το ξαναέκρυψε, έριξε και μερικά καλάμια από πάνω και με την καρδιά να σφυροκοπά περίμενε μέχρι το βράδυ εκεί, όταν δε τον ρωτούσαν οι άλλοι αγρότες τι κάνει τόσες ώρες εκεί και γιατί δεν φεύγει να πάει στο σπιτάκι του αυτός προσπαθώντας να καταπνίξει την ταραχή του φώναζε «Θα πάρει αέρα το ποτήρι και θα μου κάψει την κεντρόφιγκα». Το βράδυ, με συντροφιά τον Αυγερινό, το είχε ξεθάψει ολόκληρο και είχε αντικρίσει το πιο όμορφο θέαμα που θα έβλεπε ποτέ: Μια δίμετρη καλλονή, με ένα φτερωτό παιδάκι στα πόδια της, αλλά πολύ βαριά για να την κουβαλήσει. Με τη βοήθεια του τρακτέρ την ανέβασε, σπάζοντας και αρκετά κομμάτια της, την τύλιξε με πανιά και κουβέρτες και την κουβάλησε μέχρι το σπίτι. Μέρες έκανε για να κοιμηθεί, κάθε τόσο πήγαινε στον αχυρώνα όπου την είχε αφήσει, την ξετύλιγε και την κοιτούσε. Ρωτώντας, και με φόβο θεού γιατί αισθανόταν ότι έκανε μεγάλο κακό, εντόπισε κάποιους που μπορούσαν να τον βοηθήσουν να «ξεφορτωθεί» το άγαλμα, πριν το μάθει η αστυνομία και τον πάνε μέσα, όπως του είχαν πει. Για ένα κομμάτι ψωμί την είχε δώσει την Αφροδίτη, έλεγε, κλείνοντας την κουβέντα.
***
Στο χωριό, αλλά και τη γύρω περιοχή, οργίαζαν οι ιστορίες για τον πλούσιο αρχαίο οικισμό που βρίσκονταν εκεί που τώρα βρίσκεται το χωριό, αλλά και οι φήμες για τάφους πνιγμένους στον χρυσό και αρχαία σπαρμένα στα χωράφια. Μέχρι και η αρχαιολογική υπηρεσία είχε σκάψει στην περιοχή, είχε εντοπίσει κάτι ευρήματα, αλλά λόγω έλλειψης πόρων μόνο το ξεσκισμένο καραβόπανο που χρησιμοποιούνταν για ηλιοπροστασία και οι τομές στο έδαφος μαρτυρούσαν ότι κάποτε είχε περάσει από ’κει η σκαπάνη του αρχαιολόγου.
Ο Σωκράτης με ατέλειωτο περπάτημα και ψάξιμο απέδειξε ότι μόνο φήμες δεν ήταν οι ιστορίες που περνούσαν από γενιά σε γενιά. Έψαχνε κι έβρισκε, έψαχνε κι έβρισκε... Μάνα καρπερή που δεν σταματούσε να δίνει τα αρχαία της τέκνα η γη, κι ο Σωκράτης εξοπλιζόταν με τα καλύτερα τεχνολογικά μέσα και δικτυωνόταν με τις καλύτερες αγορές. Τους Γερμανούς προτιμούσε γιατί ούτε αυτοί ήθελαν μεσάζοντες, ούτε και του έκαναν ποτέ παζάρια. Ένα ζητούσε, ένα του έδιναν, έκαναν τη δοσοληψία και δεν τον ενοχλούσαν μέχρι να τους καλέσει αυτός από ένα τηλέφωνο που του είχαν δώσει, γερμανικά πράγματα.
Ατρόμητος ήταν ο Σωκράτης που πάντα δούλευε μόνος κι ούτε τα τεχνάσματα και οι παγίδες των αρχαίων αρχιτεκτόνων, ούτε ο κίνδυνος του θανάτου ή της τιμωρίας στέκονταν ικανά ν’ ανακόψουν τις προσπάθειές του. Η δράση του εξαπλώθηκε σ’ όλη την Ελλάδα, τρύπωνε κι έσκαβε εκεί που άλλοι δεν θα έβαζαν ούτε γάτα να περάσει... Αλλά αυτά ανήκαν στο παρελθόν, είχε χρόνια να σκάψει ή να μπει σε τάφο. Μόνο που τον τελευταίο καιρό τον έκαιγε σαν κάρβουνο κατάστηθα μια πληροφορία από μια πηγή του. Ότι όχι πολύ μακριά από το χωριό, σε εγκοπή ενός κάθετου βράχου, ήταν, λέει, ένα αρχαίο ιερό προς τιμήν της Αφροδίτης. Χρήματα πολλά είχε, γιατί να θέλει να ριψοκινδυνεύσει... Γιατί όμως το σκεφτόταν τόσο έντονα τότε; Γιατί κατά βάθος μέσα του, ήξερε ότι θα πήγαινε να τη συναντήσει. Κι ένα βράδυ, που η σελήνη είχε κρυφτεί στα σύννεφα που θα έφερναν βροχή, άνοιξε την αποθηκούλα του, πήρε τον εξοπλισμό του, τον φόρτωσε στο τζιπ και ξεκίνησε. Δεν είχε περάσει ούτε ένα δίωρο όταν εντόπισε το μέρος που του είχαν πει. Μια τρύπα σε έναν κάθετο βράχο που ούτε την έπιανε το μάτι σου. Κατέβηκε τον βράχο και μπήκε στη μικρή τρύπα. Αρχικά αναρωτήθηκε πώς κατάφεραν και έβαλαν τόσα πολλά και τόσα υπέροχα πράγματα εκεί μέσα, μέχρι που το μάτι του έπεσε σ’ αυτή και έπαψε να σκέφτεται. Στεκόταν σε ένα βάθρο, με τα χέρια εκτεταμένα σαν να τον περίμεναν ανά τους αιώνες. Ανέβηκε στο βάθρο και την αγκάλιασε, όταν ξαφνικά μέσα σε δευτερόλεπτα βρέθηκε καταπλακωμένος από την Αφροδίτη. Το βάρος πάνω του τεράστιο, κι ένιωθε την ανάσα του όλο και να λιγοστεύει. Άστραψε φως κι γνώρισε ο Σωκράτης τον εαυτό του. Δεν τον ένοιαζε να τη σπρώξει και να αναπνεύσει, του αρκούσε που ήταν αγκαλιά της.
Θανάσης Αραμπατζής tharampa@gmail.com