διαιώνιζαν, αφού ανταποκρίνονταν στα ήθη, έθιμα και τις λειτουργίες της μικρής κοινότητας, στο πλαίσιο της οποίας άνθισε. Η παραδοσιακή ζωή και φυσικά το δημοτικό τραγούδι σήμερα βρίσκεται στην πραγματικότητα μόνο στη μνήμη εκείνων των γερόντων, που είχαν την τύχη στα νιάτα τους να βιώσουν την παραδοσιακή ζωή και τραγούδι. Κι επειδή η μνήμη δεν είναι ισχυρή, γι’ αυτό και ο πληροφοριοδότης «άλλοτε μεν δεν τελειώνει όλον το άσμα ή παραλείπει στίχους αυτού, άλλοτε δε αυτοσχεδιάζων αντικαθιστά λησμονηθείσαν λέξιν ή φράσιν και άλλοτε πάλιν παραπλανώμενος εξ ομοίων εννοιών ή λέξεων συμφύρει στίχους διαφόρων ασμάτων», τονίζει ο πατέρας της σύγχρονης λαογραφίας Ν. Πολίτης (Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού, Εκδ. Γράμματα, σελ. 8).
Κι αν αυτό συνέβαινε την εποχή του Πολίτη, δηλαδή εδώ και πάνω από εκατό χρόνια, όταν λειτουργούσε ακόμα το δημοτικό τραγούδι και μπορούσε να βρει κανείς εύκολα παραδοσιακούς τραγουδιστές, σήμερα, που αυτοί σπανίζουν, το πρόβλημα είναι οξύ. Δεν αναφέρομαι βέβαια στον επαγγελματία τραγουδιστή, που τραγουδάει ορισμένα δημοτικά τραγούδια σε κάποιο πανηγύρι ή γάμο. Ο γνήσιος δημοτικός τραγουδιστής είναι ένα απλό μέλος της κοινότητας που έχει ξεχωρίσει για τις τραγουδιστικές του ικανότητες. Συνήθως παλιά όλα τα μέλη της κοινότητας γνώριζαν τα τραγούδια. Απλά χρειάζονταν κάποιον «εξάρχοντα», για ν’ αρχίσει το τραγούδι. Οι άλλοι θα τον συνόδευαν. Τέτοιοι, λοιπόν, παραδοσιακοί τραγουδιστές σπανίζουν ή τείνουν να εκλείψουν σήμερα. Γι’ αυτό και ο καταγραφέας δημοτικών τραγουδιών θα πρέπει να είναι πολύ προσεχτικός στην προσπάθειά του να επισημάνει έναν γνήσιο φορέα του παραδοσιακού τραγουδιού, για να μαγνητοφωνήσει τα τραγούδια, που αυτός θυμάται, γιατί διαφορετικά υπάρχει κίνδυνος οι αλλοιώσεις, που επισήμανε ο Ν. Πολίτης, να είναι πολλαπλάσιες.
Ιδιαίτερα θα πρέπει να επισημανθεί η αλλοίωση δημοτικών τραγουδιών, που γίνεται από κάποιους πανελλήνια γνωστούς λαϊκούς συνήθως τραγουδιστές/τριες, όπως π.χ. η Χ. Αλεξίου, ο Μ. Μητσιάς κ.ά., οι οποίοι τραγουδούν περιστασιακά κάποιο δημοφιλές ακόμη δημοτικό τραγούδι, που όμως για κάποιον λόγο το τροποποιούν. Όντας λοιπόν καταξιωμένοι στη συνείδηση των ακροατών, καθιερώνουν το τραγούδι με την αλλοιωμένη μορφή που το τραγούδησαν, καθώς μάλιστα αυτό κυκλοφορεί και σε cd. Τα ακόλουθα δύο παραδείγματα επιβεβαιώνουν, νομίζω, την παραπάνω άποψή μου:
1.Βγήκα ψηλά στον Όλυμπο
Βγήκα ψηλά στον Όλυμπο κι αγνάντεψα τριγύρω.
Τριγύρω, γύρω θάλασσα κι από στεριά ‘ρβανίτες.
Κι από μεριά κλεφτόπουλα με τα σπαθιά στα χέρια.
(Μπασλής Γιάννης (2018). Δημοτικά τραγούδια Κρανιάς Ολύμπου. Εκδ. Έναστρον, σ. 90).
Πανομοιότυπη με την παραλλαγή της Κρανιάς είναι κι αυτή που δημοσιεύτηκε στο βιβλίο του A. Passow (1860). Τραγούδια Ρωμαίικα, σ. 105. Τα τελευταία χρόνια στα διάφορα πανηγύρια και στις φεστιβαλικές εκδηλώσεις στη Θεσσαλία και Μακεδονία οι οργανοπαίχτες ξεκινούν την εκδήλωση με αυτό το καθιστικό τραγούδι. Στόχος τους είναι να βάλουν τους πανηγυριώτες στο κλίμα του πανηγυριού. Όμως όλοι οι τραγουδιστές έχουν αντικαταστήσει το β’ ημιστίχιο του 2ου στίχου «κι από στεριά/μεριά Αρβανίτες» με τη φράση «στη μέση πεδιάδα». Έτσι ο β’ στίχος γίνεται:
Τριγύρω, γύρω θάλασσα, στη μέση πεδιάδα.
Όμως η λέξη «πεδιάδα» δεν χρησιμοποιείται στα δημοτικά τραγούδια. Είναι εντελώς άγνωστη στους γνήσιους δημοτικούς τραγουδιστές, οι οποίοι αντί για τη λέξη ‘πεδιάδα’ χρησιμοποιούν τη λέξη «κάμπος». Η λέξη πεδιάδα αναστήθηκε από τα αρχαία ελληνικά και μπήκε στο νεοελληνικό λεξιλόγιο από τους «λόγιους». Η επέμβαση αυτή και αντικατάσταση με μια λόγια λέξη αποτελεί παραχάραξη του τραγουδιού και δείχνει άγνοια από τη μια της ουσίας του τραγουδιού κι από την άλλη της πραγματικής γλώσσας των δημοτικών τραγουδιών. Το τραγούδι αναφέρεται σε μια σύγκρουση ανάμεσα σε κλέφτες κι Αρβανίτες. Και οι συγκρούσεις αυτές γίνονταν στα βουνά κι όχι σε «πεδιάδα». Με τη χρήση της λέξης «πεδιάδα» το τραγούδι ξεφεύγει από το πνεύμα των κλέφτικων τραγουδιών. Επίσης το νόημά του είναι ακατανόητο. Μια πεδιάδα, που έχει «τριγύρω, γύρω θάλασσα» είναι νησί. Τι δουλειά έχουν Αρβανίτες και κλεφτόπουλα σε μια πεδιάδα τριγυρισμένη από θάλασσα;
2. Άνοιξαν τα δέντρα ούλα.
Παρόμοια παρέμβαση και αλλοίωση στίχου έχουμε και στο ακόλουθο τραγούδι.
Άνοιξαν τα δέντρα ούλα κι οι αμυγδαλιές.
-Ανίτσα μ’, αγάπη μου, σ’αγαπώ-
Άνοιξα κι ιγώ ι μπαχτσές μου, μον’ παράμορφα.
-Αννίτσα μ, αγάπη μου, σ’αγαπώ.
Μπήκα, για να σεργιανήσω και να κοιμηθώ.
-Αννίτσα μ, αγάπη μου, σ’ αγαπώ. κλπ.
Το τραγούδι αυτό τραγουδιούνταν προπολεμικά στα χωριά του Ολύμπου και των Πιερίων το Πάσχα από γυναίκες, για να συνοδέψει έναν ιδιόρρυθμο γυναικείο χορό. Μεταπολεμικά, όμως, έγινε δημοφιλές πρώτα στη Βόρεια κι ύστερα σ’ όλη την Ελλάδα, ίσως επειδή το τραγούδησαν και το κυκλοφόρησαν σε cd τραγουδιστές όπως ο Μ. Μητσιάς κ.ά. Μόνο που οι τραγουδιστές αυτοί για κάποιον ανεξήγητο λόγο αντικατέστησαν το όνομα Αννίτσα της επωδού με την αφηρημένη λέξη «αλήθεια ειν’». Έτσι, ο στίχος πήρε τη μορφή «αλήθεια ειν’, αγάπη μου, σ’ αγαπώ».
Αλλά, όπως και στην περίπτωση της λέξης «πεδιάδα» του προηγούμενου τραγουδιού, η αφηρημένη λέξη «αλήθεια» δεν χρησιμοποιείται στα δημοτικά τραγούδια. Σε ανάλογα τραγούδια ο δημοτικός συνθέτης χρησιμοποιεί ένα συγκεκριμένο όνομα, π.χ. Μαλάμω, Μαρίτσα κ.λπ. κι όχι μια λέξη με αφηρημένο νόημα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση στα χωριά του Ολύμπου χρησιμοποιούνταν το όνομα «Αννίτσα». Κι έτσι ο δημιουργός εξέφραζε τον έρωτά του προς την Αννίτσα του κι όχι γενικά και αόριστα προς κάποια «αγάπη».
Οι επεμβάσεις αυτού του είδους γίνονται σήμερα συνήθως από τους επαγγελματίες λαϊκούς τραγουδιστές, οι οποίοι όμως, επειδή δεν βίωσαν την παραδοσιακή ζωή, αγνοούν τόσο την ουσία όσο και τη γλώσσα του δημοτικού τραγουδιού. Γι’ αυτό και οι γλωσσικές τους παρεμβάσεις είναι αποτυχημένες.
Νομίζω πως είναι καιρός να σταματήσει αυτή η επιπόλαιη αντιμετώπιση των δημοτικών τραγουδιών, που οδηγεί στη δημιουργία νόθων παραλλαγών δημοτικών τραγουδιών.