γίνεται πραγματικότητα. Ήταν, όμως, τυχεροί, πράγματι ή, μήπως, άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο, άτυχοι; Κατά την άποψή μου, ισχύει το δεύτερο και αυτό θα επιχειρήσω να τεκμηριώσω.
Απ’ αυτούς, ο μεν Παπανδρέου είδε το κόμμα του από αυτόνομη δύναμη να συρρικνώνεται, με την πάροδο του χρόνου, και τα ποσοστά του να περιορίζονται, τελικά, απ’ το 43% στο 58%. Κάτι ανάλογο συνέβη και με τη Ν.Δ. του Σαμαρά, η οποία δεν έπαθε, βέβαια, την ίδια πανωλεθρία, αλλά έπαυσε, μέχρι πρότινος, να συγκινεί πολλούς απ’ τους ψηφοφόρους της, μια που, και επί δικών του ημερών, γνώρισε το κόμμα του και ποσοστό της τάξης του 18,85%. O πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, τέλος, όσο το έπαιζε αντιμνημονιακός και κατέβαζε κόσμο στις πλατείες υποσχόμενος στους πάντες τα πάντα, έβλεπε τα ποσοστά του κόμματός του να αυξάνονται. Αφότου, όμως, κατέληξε στο μνημονιακό στρατόπεδο, απομυθοποιήθηκε και κατέληξε εδώ, που κατέληξε. Επομένως, δεν μπορεί κανένας τους να είναι περήφανος για την πορεία του κόμματός του επί των ημερών του.
Πέραν τούτου, και οι τρεις τους, αν εξαιρέσουμε τον Παπανδρέου, που στο ξεκίνημά του κυβέρνησε αυτοδύναμα, χρειάσθηκαν τη βοήθεια κάποιων, είτε για να εξαντλήσουν την τετραετία, είτε, για να σχηματίσουν κυβέρνηση, αλλά συνεργασίας. Ο μεν πρώτος χρειάσθηκε τον κ. Λουκά Παπαδήμο και άλλους, ο δεύτερος το ΠΑΣΟΚ του κ. Βενιζέλου και, για ένα διάστημα, τη Δημοκρατική Αριστερά του κ. Κουβέλη, και ο τρίτος τους ΑΝΕΛ του κ. Πάνου Καμμένου. Το κακό στις περιπτώσεις, κυρίως, Σαμαρά και Τσίπρα ήταν ότι υπήρξαν όμηροι των κομμάτων, με τα οποία συνεργάστηκαν, και, γι’ αυτό, λειτουργούσαν με βαρίδια, οπότε δεν μπορούσαν να ξεδιπλώσουν το πρόγραμμά τους, όπως το είχαν υποσχεθεί, προεκλογικά, στον ελληνικό λαό. Έτσι, φθάρθηκαν και οι ίδιοι και τα κόμματά τους, χωρίς ιδιαίτερο αποτέλεσμα.
Το χειρότερο όλων, όμως, ήταν, ότι, θέλοντας και μη, λειτουργούσαν ως μαριονέτες της τρόικας και των δανειστών, αφού, από ένα σημείο και μετά, τελούσαν και οι τρεις τους υπό την κηδεμονία και εποπτεία τους, με αποτέλεσμα αυτοί, μεν, να κυβερνούν, αλλά άλλοι να έχουν τη χάρη και να κάνουν ουσιαστικό κουμάντο στη χώρα. Είμαι, μάλιστα, βέβαιος, ότι, κάτω από άλλες συνθήκες, δεν θα έπρατταν πολλά απ’ αυτά, που έκαναν. Αυτό δε σημαίνει, βέβαια, ότι κάτι τέτοιο θα ήταν, σίγουρα, για το καλό μας, ούτε ότι πρέπει να αντιμετωπισθούν ως ανεύθυνοι άρχοντες και να απαλλαγούν των ευθυνών τους, μια που μπήκαν στο χορό υποψιασμένοι και έχοντας πλήρη επίγνωση της κατάστασης.
Δεν πρέπει, άλλωστε, να ξεχνάμε ότι το πρόβλημα, που μας οδήγησε σ’ αυτή τη μνημονιακή περιπέτεια, είχε να κάνει με τα χρόνια προβλήματα της χώρας, αλλά και με την κακιά συνήθεια των αρχόντων μας, οι οποίοι, για να γίνονται αρεστοί στον λαό, συνηθίζουν να υπόσχονται στους πάντες τα πάντα, και, με την ανευθυνότητά τους, να τινάζουν την μπάνκα στον αέρα, όταν κυβερνούν χωρίς εποπτεία, προκειμένου να εξαγοράζουν ψήφους και να εξασφαλίζουν την επανεκλογή τους.
Βλέποντας, μάλιστα, πώς λειτουργεί, σήμερα, ο ΣΥΡΙΖΑ, ειδικά, απ’ τα έδρανα της αντιπολίτευσης, αναλογίζομαι, πολλές φορές, τι θα κατάφερνε από μόνος του, αν δεν είχε εταίρο, αν δεν υπήρχε η εποπτεία της τρόικας και αν δεν μπαίναμε σε πρόγραμμα λιτότητας, μια που και ο λαός είναι μαθημένος, παρά τα προβλήματα, να ζητά, συνεχώς, κι ας μην είναι σε θέση το κράτος να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του.
Ωστόσο, αν θελήσει κανείς να δει κατάματα την πραγματικότητα και να την εξετάσει αντικειμενικά και σε βάθος, θα διαπιστώσει, ότι και οι τρεις τους, με τεράστιο, μάλιστα, τίμημα, λειτούργησαν ως Ιφιγένειες, στην προσπάθειά τους να γλιτώσουν τη χώρα απ’ τα χειρότερα και να συνεχισθεί η ευρωπαϊκή της πορεία, που, για να την αποκτήσουμε, δεν ήταν, δα, και εύκολο πράγμα. Αυτό, όμως, ούτε μπορεί να τους εξιλεώσει, ούτε, πολύ περισσότερο, να θεωρηθούν τυχεροί, που έγιναν Πρωθυπουργοί.
Επομένως, μάλλον άτυχοι, παρά τυχεροί υπήρξαν και οι τρεις τους ως μνημονιακοί Πρωθυπουργοί της χώρας.