Μόνο που εκείνος δε συνωστιζόταν, δε σκουντουφλούσε, δε βιαζόταν.
Περίμενε στη σειρά του υπομονετικά, καρτερικά, ήσυχα πάντα στην ουρά και τελευταίος.
Δεν κοίταζε το ρολόι του, δεν ανυπομονούσε, γιατί δεν περνάει η ώρα, δεν βιαζόταν να φθάσει στον ... τέρμα. Ήξερε καλά, πως από εκεί δεν υπάρχει γυρισμός. Είναι μονόδρομος δυστυχώς.
Ο Χάρης είχε ένα δικό του τρόπο να σκέφτεται και να ενεργεί.
Δεν τον πείραζε αν είχε κλείσει ο φούρνος και δεν είχε προλάβει να πάρει ψωμί, θα άνοιγε ξανά την άλλη μέρα. Ούτε είχε τα ψώνια γραμμένα στο χαρτί κάθε Σάββατο μην τύχει και ξεχάσει τίποτα.
Κι αν ένα ωραίο τραγούδι ανέβαινε στα χείλη του καθώς περπατούσε στον δρόμο, δεν προσπαθούσε να το πνίξει ξεροβήχοντας.
Άλλωστε είχε δηλώσει τρελός. Έτσι και βάλεις αυτή την ταμπέλα δεν σ’ ενοχλεί κανένας. Ούτε κανένας νοιάζεται για σένα, σε προσπερνάει και φεύγει. Δεν ελέγχει κανένας τη συμπεριφορά σου. Όταν περνούν από δίπλα σου τη... ζυγαριά τη βάζουν στην τσέπη.
Και εσύ συνεχίζεις τον δρόμο σου, τραγουδώντας, σφυρίζοντας ή και χορεύοντας ίσως. Υπάρχει η ταμπέλα.
Έτσι, λοιπόν, ο Χάρης χαιρόταν τη ζωή κι άφηνε τους άλλους να τρέχουν και να μη φθάνουν.
Να ξεκινούν τα χαράματα για τη δουλειά τους, να μετρούν, να λογαριάζουν - και πάλι να μη βγαίνουν - κλεισμένοι μέσα στα γραφεία τους, στα μαγαζιά τους, να κουβαλάνε κάθε μέρα εκείνες τις ασήκωτες τσάντες, ιδρωμένοι και μπαϊλντισμένοι. Εκείνος έκανε μακρινούς περιπάτους ως την άκρη της πόλης στο μικρό δασάκι και συνομιλούσε με τα πουλιά.
Κατά τον Χάρη, «ζωή» δεν ήταν να πετάγεσαι χαράματα απ’ το κρεβάτι να φοράς όπως-όπως το παντελόνι σου και να βγαίνεις στον δρόμο τρεχάτος. Ούτε να γυρνάς το μεσημέρι ψόφιος και να μην μπορείς να χαρείς τα χίλια καλά που έχει το τραπέζι σου.
«Ζωή» ήταν εκείνη εκεί στην άκρη στο ποτάμι, να νιώθει το αεράκι ανάμεσα στα μαλλιά του, ν’ ακούει το κρώξιμο των βατράχων, το ψιθύρισμα των δέντρων.
Αν δεν τσιμπούσαν τα ψάρια δεν τον πείραζε, μάλλον το χαιρόταν. Το έβλεπε και λίγο σκληρό να προσπαθεί το ψάρι να ξεφύγει απ’ το αγκίστρι κι εκείνος να επιμένει να το ρίξει στο τηγάνι.
Είχε κι ένα μικρό μαγαζάκι ψιλικών στη γειτονιά του.
Όταν το μεσημέρι άνοιγε το συρτάρι και το ... κέρδος έφθανε για ένα αφράτο άσπρο ψωμί και λίγα φρούτα, ήταν ευχαριστημένος. Απορούσε τι τα έκαναν οι γείτονες όλα εκείνα που κουβαλούσαν.
Όμως ο Χάρης είχε και μια γυναίκα, για καλή ή για κακή του τύχη. Κι εκείνη δεν του έμοιαζε καθόλου.
«Ο κόσμος γύρω μας τρέχει κι εμείς κοιμόμαστε όρθιοι» του έλεγε συχνά. «Ξύπνα άντρα μου, κοίταξε να βρεις και καμιά άλλη δουλειά, ξέρεις γράμματα, θα καθίσω εγώ στο μαγαζί, δε βλέπεις που δεν μπορούμε ν’ αλλάξουμε παντελόνι;»
Ο Χάρης την άκουγε προσεχτικά μα δεν μπορούσε να καταλάβει... γιατί ν’ αλλάξουν παντελόνι, αφού αυτό δεν είχε... κοπεί. Ήταν ωραία παιδιά και οι δύο. Ψηλοί, λεπτοί. Θα μου πείτε πώς να παχύνουν;
Συνήθως παχαίνουν αυτοί που τρώνε πολύ, μα αυτοί δεν έτρωγαν ούτε λίγο! Έτρωγαν κάπου - κάπου, περιστασιακά. Ή αν έπιανε ο Χάρης κανένα ψάρι.
Κάτι άλλο που δεν καταλάβαινε ο Χάρης ήταν, γιατί η Μαριτάνα δεν ήταν ευτυχισμένη.
«Γιατί αστέρι μου» της έλεγε συχνά. «Γιατί δεν είσαι ευχαριστημένη, γιατί υποφέρεις; Θα έρθουν και καλύτερες μέρες, πίστεψέ με και τότε θα τρώμε... κάθε μέρα και θα σου αγοράσω και φουστάνι απ’ τη βιτρίνα, με κόκκινες χάντρες και πούλιες και άλλα στολίδια, όσα τραβάει η ψυχή σου...
Η Μαριτάνα όμως κατευθείαν απόγονος του... μυρμηγκιού ήταν άλλο. Ήθελε να εξασφαλίσει και το «αύριο».
Αν έμενε κοντά του ήταν γιατί τον αγαπούσε πολύ. Πολλές φορές αποφάσισε να γυρίσει στους γονείς της, μα την ίδια στιγμή το μετάνιωνε.
Δεν είχε άλλα παράπονα, ο Χάρης ήταν χρυσό παιδί, όμως με καλοσύνη και αγάπη μόνο, δε στεριώνει ένα σπιτικό και μάλιστα σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς.
Εκείνη την ημέρα ο Χάρης έκλεισε νωρίτερα το μαγαζί και τράβηξε ίσια για το σπίτι. Δεν θα έκανε τη συνηθισμένη βόλτα στο ποτάμι. Είχε αγοράσει μάλιστα εκτός από ψωμί και κρέας και γλυκά κι ένα δώρο για την αγαπημένη του. Ένα βελουδένιο κόκκινο φιογκάκι τυλιγμένο σ’ ένα πολύχρωμο χαρτί.
Εκείνη η μέρα δεν ήταν σαν τις άλλες, είχαν την επέτειο των γάμων τους. Είχε ένα μικρό κομπόδεμα και το φύλαγε ακριβώς για κείνη την ημέρα.
Στον δρόμο τραγουδούσε και σφύριζε ένα χαρούμενο σκοπό και προσπαθούσε να φανταστεί τη Μαριτάνα, μέσα στην κουζίνα να μαγειρεύει και να ετοιμάζει το... πλούσιο τραπέζι.
Μάλιστα είχε σκοπό να πεταχτεί κι ως τους γονείς της να τους προσκαλέσει να γιορτάσουν μαζί. - Οι δικοί του είχαν πεθάνει από χρόνια. - Να χαρούν κι εκείνοι λιγάκι, να δούνε την κόρη τους νοικοκυρά, κι ευτυχισμένη, και τον γαμπρό τους... κουβαλητή και λογικό. Σχεδίαζε κιόλας να τους αναγγείλει και τα ευχάριστα.
Είχε αποφασίσει να εργαστεί σ’ ένα βιβλιοπωλείο. Αγαπούσε πολύ το διάβασμα και ήξερε όλους τους συγγραφείς απ’ έξω, Έλληνες και ξένους.
Το είχε σκεφτεί πολύ πριν απαντήσει στην πρόταση που του έκανε κάποιος γνωστός του βιβλιοπώλης, γνωρίζοντας αυτές του τις ικανότητες.
Τελικά το αποφάσισε. Εκείνη την ημέρα θα έκανε δώρο στην αγαπημένη του την ελευθερία του και την ξεγνοιασιά του.
Πλησιάζοντας, όμως, στο σπίτι όλο και λιγόστευε η διάθεσή του. Πρόσεξε πως η σόμπα δεν κάπνιζε και τα πατζούρια ήταν κλειστά. Χτύπησε δειλά το κουδούνι γιατί πάλι είχε ξεχάσει τα κλειδιά του.
Περίμενε λίγο, αλλά δεν ακούστηκε ο παραμικρός θόρυβος από μέσα. Ξαναχτύπησε και πάλι περίμενε. Δοκίμασε ν’ ανοίξει και άνοιξε, δεν ήταν κλειδωμένα. Προχώρησε σιγά - σιγά, σα να φοβόταν ν’ αντικρίσει την... αλήθεια.
Το χαμόγελο πάγωσε στα χείλη του, η καρδιά του δέθηκε σφιχτός κόμπος.
Η απουσία της ήταν διάχυτη, μέσα σ’ εκείνο το παλιό και άχαρο σπίτι. Στο τραπέζι της κουζίνας υπήρχε ένα σημείωμα.
«Χάρη σ’ αγαπώ, πολλαπλασίασέ το με το άπειρο, το σύμπαν, την αιωνιότητα, μα... δε φθάνει μόνο αυτό...».
Από την Καλλίτσα Γκουράβα - Δικτά,
λογοτέχνη