Πολλές φορές μάλιστα γίνεται αυτοσκοπός και για την απόκτησή του οι άνθρωποι γίνονται άπληστοι και αδίσταχτοι. Αρκετοί μετατρέπονται σε Harpagon (Φιλάργυρος, Μολιέρος). Γίνονται, δηλαδή, παθολογικά φιλοχρήματοι, στυγνοί εκμεταλλευτές και σκληροί εξουσιαστές. Μία πιο σύγχρονη εκδοχή αυτής της αλλοτρίωσης περιγράφεται στους στίχους ενός τραγουδιού των Pink Floyd (Money) με μουσική υπόκρουση τον ήχο νομισμάτων που πέφτουν σε κάποιο τραπέζι.
Στον «Τελευταίο σταθμό» ο Γ. Σεφέρης συνδέει το χρήμα με την (τότε) εγχώρια πολιτική εξουσία: «...και τέλος ήρθε η στιγμή της πληρωμής κι ακούγονται νομίσματα πάνω στο τραπέζι σε τούτο το τυρρηνικό χωριό...». Ο ποιητής, με ξεκάθαρο υπαινιγμό, μας μιλάει για το «δούναι και λαβείν» των ανθρώπων της εξουσίας που επιστρέφουν μόνο για να πάρουν, πουλώντας μας πατριωτικά “φύκια για μεταξωτές κορδέλες”. Η ποιητική δημιουργία του Σεφέρη ανήκει, ως γνωστόν, σε εκείνες με διαχρονική ισχύ.
Στην Πόλη, κατά τον Αριστοτέλη, ο υπέρμετρος πλούτος υπονομεύει την πολιτική σταθερότητα και το ίδιο το Πολίτευμα. Γι’ αυτό κανένα άτομο και καμιά κοινωνική τάξη δεν επιτρέπεται να αποκτά υπερβολικά μεγάλο πλούτο και-κατά συνέπεια-μεγάλη πολιτική δύναμη, διότι τότε οδηγούμαστε σε «παρέκβαση» (εκφυλισμό ή στρέβλωση του Πολιτεύματος). Η ισορροπία-κατά τον Σταγειρίτη φιλόσοφο-διασφαλίζεται από την ύπαρξη μιας εκτεταμένης και εύρωστης μεσαίας τάξης με σταθερούς όρους αναδιανομής του πλούτου («τεχναστέον ουν όπως αν ευπορία γένοιτο χρόνιος»). Προφανώς, στον σημερινό κόσμο, με την τεράστια συσσώρευση πλούτου σε λίγους, δεν μπορεί να υφίσταται η έννοια της Αριστοτελικής Πολιτείας (σ.σ. σημερινή Δημοκρατία), όσο κι αν πολλοί έχουμε αυταπάτες περί τούτου.
Στους κρίσιμους και-ως εκ τούτου-ενδιαφέροντες καιρούς που ζούμε έχουμε πολλά να μάθουμε και, προσεχώς, θα δούμε ακόμα περισσότερα. Ήδη η διεθνής οικονομική κρίση (2008) δοκίμασε τις αντοχές θεσμών αλλά και προσώπων και έφερε στο προσκήνιο, σε αρκετές χώρες, ηγέτες με ελάχιστη προσήλωση στους δημοκρατικούς θεσμούς και με ροπή στον αυταρχισμό. Η δε πρόσφατη-και ακόμη παρούσα- υγειονομική κρίση επέτεινε και επιτείνει τα φαινόμενα και αποκαλύπτει τις δυνατότητες, αλλά και τις αδυναμίες μας. Παραδόξως, τόσο η οικονομική όσο και η τρέχουσα υγειονομική κρίση αύξησαν τον πλούτο των λίγων και ισχυρών και διηύρυναν τις ανισότητες όπερ σημαίνει περαιτέρω εξασθένιση της Δημοκρατίας.
Π.χ. στην περίοδο του Covid19, στις ΗΠΑ, οι δισεκατομμυριούχοι αύξησαν τα κέρδη τους κατά μισό τρις δολάρια περίπου, ενώ την ίδια περίοδο, οι αιτήσεις για επίδομα ανεργίας ξεπέρασαν τα 40 εκατομμύρια.
Εν τω μεταξύ, προσφάτως, ήρθε στη δημοσιότητα η αποκαλυπτική έκθεση της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογίας και Δασμών της Κομισιόν που μας ενημερώνει ότι ποσό περίπου 1,5 τρις ευρώ, Ευρωπαίων επιχειρηματιών, «φυλάσσεται» σε οφσόρ εταιρείες. Από αυτά τα περισσότερα «εξήγαγαν» οι Γερμανοί, ενώ οι Έλληνες επιχειρηματίες βρίσκονται στην 5η θέση. Υπολογίζοντάς τα, όμως, με τη μέθοδο Τσιόδρα (π.χ. 17 θάνατοι / 1 εκατ. κατοίκους) τότε οι «δικοί» μας γίνονται πρωταθλητές Ευρώπης στην «εξαγωγή» συναλλάγματος. Η κοινή λογική οδηγεί στο συμπέρασμα ότι μπορεί κατά τον Αριστοτέλη οι οικονομικές ανισότητες, σε περιόδους κανονικότητας, να βλάπτουν τη Δημοκρατία, η εξαγωγή, όμως, και η τοποθέτηση κεφαλαίων σε εξωχώριους φορολογικούς προορισμούς, σε κρίσιμες-όπως τώρα- περιόδους, αποδυναμώνουν την πατρίδα και την εθνική της άμυνα.
Ως εκ τούτων, η θωράκιση της Δημοκρατίας απαιτεί διαρκή προσπάθεια από ηγεσίες και πολίτες, ιδιαίτερα σε χώρες, όπως η δική μας, όπου δεν υφίσταται πραγματική-κατά Μοντεσκιέ- διάκριση εξουσιών και όπου οι θεσμοί δεν λειτουργούν πάντοτε με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο. Μπορεί η λειτουργία των Ανεξάρτητων Αρχών να εγγυάται, ως έναν βαθμό, την καλή εφαρμογή των νόμων, αλλά ακόμα και εξαιρετικοί νόμοι, όπως ο 2190/94 (νόμος Πεπονή) ή ο 3861/2010 (Διαύγεια ή νόμος Ραγκούση) βρίσκονται τρόποι ώστε να παρακάμπτονται προκειμένου να εξυπηρετούνται πελατειακά δίκτυα. Έτσι, όμως, η χώρα χρεοκοπεί ξανά και ξανά, σε κάθε επίπεδο, κι όχι μόνο οικονομικά.
Η Δημοκρατία, όμως, πληγώνεται και από την προσπάθεια, εκ μέρους των κυβερνώντων, χειραγώγησης της λεγόμενης τέταρτης εξουσίας, δηλαδή του μιντιακού συστήματος μιας χώρας. Όταν, για παράδειγμα, προσφέρονται-άνευ τιμήματος και με ασαφή κριτήρια-τηλεοπτικές άδειες σε μεγάλους εκδότες και σε μεγαλοεπιχειρηματίες αυτό αποτελεί έμμεση χειραγώγηση και συναλλαγή με οικονομικό υπόβαθρο. Παρομοίως, όταν, ποικίλα ΜΜΕ, χρηματοδοτούνται, αδιαφανώς, με αφορμή την καμπάνια για την πανδημία, συνιστά κι αυτό προσπάθεια χειραγώγησης. Επιπλέον, αποτελεί αλαζονική και βαθιά αντιδημοκρατική στάση το να αρνείται, ο αρμόδιος υπουργός, να απαντήσει στο αίτημα της αντιπολίτευσης για τα ποσά που διατέθηκαν σε κάθε Μέσο χωριστά.
Δεν πρέπει, όμως, να λησμονούν οι εκάστοτε κυβερνώντες (και οι σημερινοί) ότι στις σύγχρονες δυτικές δημοκρατίες, με τους ανοιχτούς πολιτικούς θεσμούς, επιτρέπεται ή μάλλον επιβάλλεται τα Μέσα Ενημέρωσης να είναι ουσιαστικά ελεύθερα κι όχι «υποχρεωμένα», λόγω διευκολύνσεων ή παροχών (με «ξένα κόλυβα») , σε κάποιους πολιτικούς ή κόμματα. Διότι η ύπαρξη ελεύθερων Μέσων Ενημέρωσης (και ο έλεγχος από αυτά της εξουσίας) επιδρά ευεργετικά και ευνοεί το βάθεμα της Δημοκρατίας. Το αντίθετο, μπορεί να κάνει κάποιους πολύ πλουσιότερους, αλλά αποσαθρώνει τη Δημοκρατία.
Ο σημαντικότερος, όμως, κίνδυνος από τέτοιου είδους επιπόλαιες, αλαζονικές και αντιδημοκρατικές συμπεριφορές των αρχόντων είναι το να υπονομευθεί βαθμιαία η εθνική λαϊκή ενότητα σε ώρες που κυριολεκτικώς βρίσκεται ο “Hannibal ante portas”.
Σε μια τέτοια, απευκταία, ασφαλώς, περίπτωση, η όποια επιζήμια εξέλιξη στα εθνικά μας θέματα, καθιστά, μάλλον, αδιάφορη την ενδεχόμενη κατάρρευση των «αρχόντων». Όσο κι αν το τελευταίο εκλαμβάνεται-φυσιολογικά-ως πολύ πρώιμο.
Από τον Δημήτρη Νούλα,
χημικό