Η ψήφιση των κανονισμών αυτών έγινε μετά από πολλές προσπάθειες και συμβιβασμούς μεταξύ των κρατών γιατί είναι πολλά τα αντικρουόμενα συμφέροντα στον χώρο, και ειδικότερα μεταξύ των χωρών που έχουν δική τους αγροτική παραγωγή και αυτών που δεν έχουν. Είναι γεγονός ότι η αξιοποίηση της αγροτικής παραγωγής περνά μέσα από την μεταποίηση – τυποποίηση και την πιστοποίησή τους.
Στον κανονισμό τονίζεται ιδιαίτερα η σχέση αυτή και συγκεκριμένα στο σημείο 3 της εισηγητικής έκθεσης αναφέρει:
«Τα αλκοολούχα ποτά αντιπροσωπεύουν σημαντική διέξοδο για τον γεωργικό τομέα της Ένωσης και η παραγωγή αλκοολούχων ποτών είναι ισχυρά συνδεδεμένη με τον εν λόγω τομέα. Η εν λόγω σχέση καθορίζει την ποιότητα, την ασφάλεια και τη φήμη των αλκοολούχων ποτών που παράγονται στην Ένωση. Το πλαίσιο των κανονιστικών διατάξεων θα πρέπει επομένως να τονίζει την εν λόγω στενή σχέση με τον τομέα γεωργικών προϊόντων διατροφής».
Για να επιδεχθεί αυτό θα πρέπει να γίνει ταξινόμηση των αλκοολούχων ποτών σε κατηγορίες.
Υπάρχει γενικά ένα θολό τοπίο στον διαχωρισμό των αλκοολούχων ποτών και αυτό δεν συμβαίνει τυχαία.
Τα αλκοολούχα ποτά χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες:
- Η πρώτη (από το 1 έως το 14 του παραρτήματος του καν.)
η πιο καθαρή μορφή των αλκοολούχων ποτών, παράγονται από συγκεκριμένα αγροτικά προϊόντα μετά από ζύμωση και απόσταξη. Αυτά τα ποτά φέρουν μαζί τους χαρακτηριστικά από τα προϊόντα από τα οποία προέρχονται. Είναι η πιο καθαρή μορφή αποσταγμάτων, διότι είναι γνωστό ότι η λέξη «απόσταγμα» πρέπει να ακολουθείται από την ερώτηση: «απόσταγμα τίνος προϊόντος;».
- Η άλλη κατηγορία είναι όλα τα υπόλοιπα αλκοολούχα ποτά τα οποία παράγονται έχοντας ως βάση την αλκοόλη 96% vol, που προέρχεται από διάφορα αγροτικά προϊόντα.
Η διαφορά των δύο κατηγοριών είναι τεράστια, ειδικά για τις χώρες που έχουν δική τους γεωργική παραγωγή και που μέσα από μια τέτοια κατηγοριοποίηση θα μπορούσαν να «κάνουν» δική τους αγροτική πολιτική. (Γεωγραφικές ενδείξεις ονομασία προέλευσης κ.λπ.).
Δυστυχώς αυτό δεν έγινε ούτε στον πρόσφατο κανονισμό 787/19, προφανώς διότι τα συμφέροντα των περισσοτέρων χωρών είναι συνδεδεμένα με την τεράστια και ανώνυμη αγορά της ουδέτερης αλκοόλης.
Πρέπει εδώ να αναφέρουμε ότι ως χώρα μέχρι σήμερα δεν δώσαμε ιδιαίτερη βαρύτητα στην αξιοποίηση της δυνατότητας αυτής και είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι στις σχετικές συζητήσεις και επιτροπές δεν συμμετέχουν στελέχη του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, αλλά του Υπουργείου Οικονομικών (λόγω του ΕΦΚ) παρόλο που τον σχετικό κανονισμό υπογράφει ο υπ. Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.
Η χώρα μας παράγει, λόγω κλίματος και εδάφους, ιδιαίτερα, υπέροχα και μοναδικά αγροτικά προϊόντα (φρούτα κ.λπ.) που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή αυθεντικών αποσταγμάτων (απόσταξη μέχρι 86% vol).
Ένα κραυγαλέο παράδειγμα μη αξιοποίησης των αγροτικών προϊόντων είναι το ούζο. Το ούζο ένα προϊόν αποκλειστικά Ελληνικό αλλά δυστυχώς δεν γίνεται από ελληνικά γεωργικά προϊόντα αλλά από εισαγόμενα διότι σύμφωνα με τον τεχνικό φάκελο (ή των προδιαγραφών σύμφωνα με τον νέο κανονισμό) δεν είναι υποχρεωτική η χρήση Ελληνικού οινοπνεύματος για την παραγωγή του.
Το όνομα λοιπόν ενός ποτού που η λαϊκή παράδοση το δημιούργησε, και το τραγούδησε, χάθηκε από τα χέρια των παραγωγών και πήγε σιγά–σιγά στα ξένα αποστακτήρια και στα ξένα αγροτικά προϊόντα τη στιγμή που η αγροτιά του τόπου μας δεν ξέρει πώς να αξιοποιήσει τον δικό της ιδρώτα που ρίχνει για την αγροτική παραγωγή ιδιαίτερα των σταφυλιών, με αποτέλεσμα να καταλήγει στην αποζημίωση του ΕΛΓΑ ή στην επιδοτούμενη από το ελληνικό δημόσιο απόσταξη κρίσης (διπλή δηλ. ζημιά για το κράτος). Ήδη με την πρόσφατη συζήτηση στην Κομισιόν για την αναγκαιότητα της απόσταξης κρίσης των κρασιών διαφάνηκε μια τάση επαναεθνικοποίησης της ΚΑΠ (Κοινή Αγροτική Πολιτική) στην ΕΕ και η οποία «πετάει» το μπαλάκι στις εθνικές κυβερνήσεις για τον καθορισμό της τιμής απόσταξης του κρασιού. Έτσι ανάλογα με την οικονομική ευρωστία του κάθε κράτους θα καθοριστεί και η τιμή του αποσταζόμενου κρασιού. Αυτό δεν είναι κοινή αγροτική πολιτική.
Είναι αναγκαίο να αλλάξουμε τον τεχνικό φάκελο του ούζου και να επιβάλουμε την υποχρεωτική χρήση Ελληνικού οινοπνεύματος για την παραγωγή του. Έτσι θα επαναλειτουργήσουν και τα σαγματοποιεία που έκλεισαν, θα απορροφούν αγροτικά προϊόντα όπου θα μπορούσε να συμμετέχει και ένα ποσοστό οινικού οινοπνεύματος, πράγμα που θα έκανε τη «διαφορά» και θα πρόσθετε στο κύρος του ούζου, που ως γνωστόν παλαιότερα ήταν σταφυλικό προϊόν.
Από τον Δρα Αστέριο Παπρά
xημικό – οινολόγο, πρ. διευθυντή του Αγροτικού Οινοποιητικού Συνεταιρισμού Τυρνάβου