Το σίγουρο είναι πάντως ότι αυτή η γιγάντια σκουληκότρυπα θα δώσει τη θέση της σ’ έναν φωτεινό κύκλο που στο τέλος εσύ κι όλοι οι επιβάτες το τρένου, με το οποίο συνταξιδεύετε, θα χωθείτε με συναίσθημα λύτρωσης και αποχαυνωτικής ευτυχίας μέσα του. Θα κολυμπήσετε αντάμα στη θάλασσα του φωτός. Δεν θα είσαι όμως πια ο ίδιος, δεν θα είμαστε πια οι ίδιοι.
Τότε θα ξέρεις ότι όντως η ντουλάπα έχει σκελετό. Ότι ο δράκος του παραμυθιού είναι υπαρκτός, τρομερός και ολοζώντανος! Ότι όντως η Κοκκινοσκουφίτσα είναι ο λύκος ντυμένος. Τότε θα είσαι υποψιασμένος, αλλά θα είναι πια άκυρο γιατί η υποψία έχει νόημα μόνο στην αρχή της υπόθεσης. Όταν θα έχει ήδη διαπραχθεί το έγκλημα κι ο δολοφόνος θα βρίσκεται δίπλα τι νόημα έχει η υποψία; Τον λύκο θα τον έχουμε δει, δεν έχει νόημα να αναζητούμε τα χνάρια του. Θα είναι αργά.
Τότε δεν θα είμαστε οι ίδιοι. Θα έχουμε κάτασπρα από το πλύσιμο χέρια και φοβισμένα μάτια. Μάτια που ενώ τόσο καιρό κοιτούσαν κατάχαντρα, δεν φλέρταραν αλλά ζύγιζαν την απειλή. Για λίγο θα κουβαλάμε τις κομμένες αλυσίδες μας στα μπράτσα χωρίς λόγο, θα αλλάζουμε ακόμα πεζοδρόμια ακούγοντας την ηχώ του φόβου, θα κρατάμε αποστάσεις από τα πόμολα και τις χειρολαβές, αδίκως πια.
Τότε θα κυκλοφορήσουμε γυμνοί στον ήλιο. Ατελείς στο σώμα μας, πιο ολοκληρωμένοι όμως στο μυαλό μας. Θα γνωρίζουμε ότι τα παραπέτα του έθνους-κράτους μας δεν μπορούν πια να μας κρύψουν από τις παγκόσμιες απειλές. Ότι ο μακρινός ξάδερφός μας δεν είναι κάποιος στην άλλη πόλη, αλλά ένας πολίτης της Ουχάν, αφού και μ’ αυτόν ακόμα συγγενεύουμε. Εκείνος κάποια στιγμή φταρνίστηκε, εμείς αρρωστήσαμε. Η γη είναι το μικρό μας σπίτι κι αυτός κοιμάται στο διπλανό κρεβάτι!
Στην έξοδό μας απ’ τη σκουληκότρυπα θα αναμετρηθούμε, όπως ο Μωυσής στην κάθοδό του από το όρος Σινά, με τα είδωλα και τους λατρευτές των. Θα καλέσουμε σε απολογία όσους ιεράρχες προσκάλεσαν με δηλώσεις τους σε θρησκευτικές συναθροίσεις (λειτουργίες, μνημόσυνα), άλλοτε με μισόλογα, άλλοτε ανερυθρίαστα τα γαντζωμένα από την πίστη γεροντάκια (ομάδα υψηλού κινδύνου) αυξάνοντας έτσι τις πιθανότητες η πίστη τους όχι να τους σώσει αλλά να τους σκοτώσει. Θα ξανακάνουμε την αφαίρεση σε φίλους, «φίλους» και γνωστούς, ξανά μετά το 2015 όταν αποβάλαμε μια και καλή από τη ζωή μας όσους μιλούσαν για «βόθρους», «σκατόψυχους» κι όσους μας διάταζαν «να ψοφήσουμε». Αυτή τη φορά ο αφαιρέτης θα είναι οι κάθε μορφής ελαφρόμυαλοι, συνωμοσιολόγοι και ψεκασμένοι, όλοι όσοι αδυνατώντας να προσεγγίσουν τον κόσμο με ορθολογικά κριτήρια (πράγμα όντως δύσκολο) καταφεύγουν στην ευκολία του παραμυθιού, το οποίο ως καθαρό ψέμα έχει περισσότερο ενδιαφέρον. Ταΐζει το ένστικτο κι όχι τη σκέψη. Μπορεί το υπόλοιπο, όλοι εμείς οι άλλοι να μην έχουμε λύσεις με γοητεία και απόλυτη αποτελεσματικότητα, αλλά θα περηφανευόμαστε ότι σταματήσαμε να πιστεύουμε σε καλικατζάρους, ξωτικά και νεράιδες στην τρυφερή ηλικία των 8 ετών. Σήμερα ομνύουμε στην επιστήμη, στον ορθό λόγο, στον πλήρη συλλογισμό.
Όταν θα μπορούμε να κοιτάμε στον ουρανό, έξω από το τούνελ, για να προσανατολιστούμε θα πάμε δυτικά, προς Φαρκαδόνα, και στο ποδοσφαιρικό γήπεδο ενός χωριού, όπου καθήμενοι στο παγκάκι θα ντυθούμε τα ρούχα της ηλικιωμένης γυναίκας που επιστρέφοντας από την Αθήνα βρήκε απάγκιο στο ίδιο μέρος. Εκεί κατέληξε μόνη κι έρημη, αφού κανείς συγγενείς δεν τη δέχτηκε. Θα ντυθούμε τα ρούχα της, αλλά μάταια, ποτέ δεν θα μπορέσουμε να μπούμε στη θέση της.
Θα κλείσουμε τέλος τ’ αυτιά μας στις πετριές που έρχονται από Ισπανία μεριά. Από κει που νεαροί, κι όχι μόνο, πετροβολούσαν τα πούλμαν με ηλικιωμένους που έρχονταν στο χωριό τους από οίκο ευγηρίας. Τόσες μέρες θα έχουν περάσει κι ο ήχος θα επιμένει.
Μέχρι τότε θα ζούμε με τον ιό. Τον αόρατο εχθρό, που ενέσκηψε ξαφνικά ενώ το τραπέζι ήταν στρωμένο. Το φαγητό στα πιάτα άχνιζε, το κρασί είχε μπει στα ποτήρια, απέμεινε μόνο το γέλιο και το τσούγκρισμα. Μας βρήκε απροετοίμαστους χαμένους στη βολή μας. Μας βρήκε να βιντεοσκοπούμε σαν θέαμα το απεχθές από μακριά, από απόσταση νομίζοντας ασφαλείας. Μέχρι να καταλάβουμε ότι έρχεται καταπάνω μας και ν’ αφήσουμε κινητά και ποτήρια είχε ήδη μπει στα πνευμόνια μας. Τώρα πια δυσκολευόμαστε να αναπνεύσουμε, δυσκολευόμαστε να συνειδητοποιήσουμε.
Εννιά χιλιάδες περίπου γιατροί, νοσηλευτές και άλλο ιατρικό προσωπικό δήλωσαν εθελοντές. Θα κλείσω μ’ αυτό.
Από τον Δημήτρη Παπαχατζόπουλο