ζωή. Να τον κερδίσω πάλι με στιγμές γεμάτες ποιότητα, να τον αγαπήσω, για ν’ αγαπηθώ ξανά… Ξύπνησα απότομα από ένα γκλιγκλίνισμα μεταλλικό κι ένα σύρσιμο. Ο σύντροφός μου ήταν ανεβασμένος στη σκάλα κι έφτιαχνε τον πολυέλαιο του σαλονιού που μόλις είχαμε αγοράσει. -Μου δίνεις λίγο το κατσαβίδι; Μη φεύγεις, μείνε από κάτω να τον κρατάς, ώσπου να τον στερεώσω… Όταν ο πολυέλαιος μπήκε στη θέση του, έψησα καφέ κι έβαλα μουσική. Η μυρωδιά του και η μελωδία της Εmma Shapplin πλημμύρισαν το δωμάτιο. Ήπιε βιαστικά τον καφέ μαζί μου κι αποσύρθηκε. Η χαλαρωτική μου έκσταση ωστόσο κράτησε για λίγο. Μικρές που είναι οι ευχάριστες στιγμές! Η σκάλα θορυβούσε μετακομίζοντας στον διάδρομο. -Φέρε μου λίγο το μέτρο και κράτα μου και το σφυρί… Λέω να βάλω στον τοίχο εκείνες τις βυζαντινές εικόνες που έχουμε στο πατάρι φυλαγμένες. Μπροστά στην ιερή επιταγή υπάκουσα πιστά. Άλλωστε τέτοιες μέρες η Θεία Πρόνοια δονούσε πάντα την ευαισθησία της ψυχής. Δεν είχαμε προλάβει να τις αναρτήσουμε κι ένας θυμωμένος βρυχηθμός βγήκε από την κρεβατοκάμαρα. Θεέ μου, την είχαμε ξεχάσει: -Είναι κανείς σ’ αυτό το σπίτι να μου δώσει κάτι για πρωινό; Η φωνή της πεθεράς μου, που την είχαμε απομονωμένη σε καραντίνα, μας επανέφερε τον ζόφο των ημερών. Ντύθηκα «φάντασμα» ρίχνοντας ένα άσπρο σεντόνι πάνω μου, έβαλα μάσκα και γάντια και της άνοιξα την πόρτα χαμογελώντας: -Καλημέρα στο ‘κοριτσάκι’ μου… Είσαι καλύτερα σήμερα; Της είπα για να την ενθαρρύνω. -Θα τον νικήσω, μου απάντησε, ας με περνάτε για ξοφλημένη… Και καταβρόχθισε λαίμαργα το πρωινό της. Μόλις τελείωσα τις υποχρεώσεις μου αποσύρθηκα στη βιβλιοθήκη μου κατεβάζοντας ρολά. Μόνη, εγώ κι ο εαυτός μου. Άνοιξα κουβέντα διαδικτυακά με μια ομάδα συναδέλφων, όπως είχαμε συμφωνήσει να κάνουμε καθημερινά για να μη χαθούμε. Ιλαρή ατμόσφαιρα για εκτόνωση και διακωμώδηση της κατάστασης: -Είναι ο ιός που χτυπάει περισσότερο τους άντρες, επισήμανε σοβαρά η φίλη μου η Όλγα. Ίσως γιατί είναι πιο κοινωνικοί… -Ναι, είναι αυτός που παίρνει περισσότερους άντρες στατιστικά, συμφώνησε η συνάδελφος η Πόπη. -Διευκρίνισέ το, γιατί έτσι όπως τα λες μοιάζει να είναι ιός με διαφορετικά γούστα, μπήκε στη μέση ο χιουμορίστας της παρέας. Κι εκεί που παλεύαμε να ανιχνεύσουμε την ιδιαιτερότητα του ιού, μπήκε μέσα ο εισβολέας μου κατακόκκινος κι έκοψε τη συζήτηση. -Ράψε μου λίγο το κουμπί… Μου έσκασε το πουκάμισο στην κοιλιά και πετάχτηκε. -Το στόμα σου να ράψεις, τον αποπήρα. Έχω σοβαρή σύσκεψη με συναδέλφους για την επιδημιολογική προτίμηση του ιού στις κοινωνικές ομάδες. Κατέβασε το κεφάλι κι εξαφανίστηκε. Εγώ φουρκισμένη σταμάτησα τη συζήτηση και μπήκα στην κουζίνα. Σε λίγο το σπίτι μύριζε… μπαρούτι. Μπριάμ, μπακαλιάρο σκορδαλιά και σκορδόψωμα για ενίσχυση του ανοσοποιητικού. Φάγαμε σιωπηλά. Ύστερα βυθίστηκα στην αγκαλιά του καναπέ, ενώ η Serenade του Schubert ταξίδευε μελωδικά τον ύπνο μου πάνω από θάλασσες, δάση και βουνά χωρίς πιστοποιητικά εξόδου, χωρίς φόβο, ελεύθερα. Ξύπνησα από τα τελευταία νέα που άκουγε η γιαγιά στις ειδήσεις. Τόσοι φορείς, τόσοι διασωληνωμένοι, τόσοι νεκροί. Κι ύστερα άκουσα τη φωνή της επαναστατική, να τραγουδάει με νόημα: «Βρε ντιρλαντά, ντιρλανταντά, λα λα ντιρλάνταντα/ βρε ντιρλαντά και τέζα όλοι, λα, λα…/ και πώς θα πάρουμε την Πόλη, λα, λα, ντιρλανταντά…». «Γλυκιά μου γιαγιούλα, άραγε τι να σκέφτεσαι τόσες μέρες απομονωμένη;». Την άφησα στο τραγούδι της και πήγα στο σαλόνι. Τον βρήκα να λαγοκοιμάται. -Έλα, του είπα, σε μια προσπάθεια ανάνηψης της σχέσης. Έχει τη «Μεγάλη χίμαιρα» του Καραγάτση σε παράσταση, διαδικτυακά. -Θα τηλεφωνήσω κι έρχομαι, μου απάντησε συναινετικά. Παρακολούθησα μόνη ως αργά την παράσταση, ενώ τον άκουγα να μιλά με τις ώρες. Ώσπου έχασα την αίσθηση του χρόνου. Κι εκεί που απολάμβανα τη γλύκα των βραδινών μου ψευδαισθήσεων ένιωσα ένα αμυδρό φως να διαπερνά το δωμάτιο και μια πόρτα να ανοιγοκλείνει με βαθύ ήχο. Μήπως βρισκόμουν διασωληνωμένη σε θάλαμο αρνητικής πίεσης και δεν το πήρα χαμπάρι; Τσιμπήθηκα να ξυπνήσω από τη νάρκη. Νυχοπατώντας ακολούθησα το φως. Τον βρήκα στην κουζίνα να λεηλατεί μεσάνυχτα το ψυγείο. Σκορδόψωμα, μαρμελάδες, χαλβάς, κρασί, όλα είχαν γίνει στο στομάχι ένα. Στο τέλος μάσησε και μισό ματσάκι μαϊντανό, για ξεκάρφωμα της «ευωδίας» που θα ακολουθούσε. Κι αφού τελείωσε την επιδρομή, γύρισε καλός ξεδιαλεγμένος στο σαλόνι και μου είπε γλυκά: -Ωραία μέρα η σημερινή και πολύ δημιουργική. Είχαμε τόσο καιρό να μείνουμε μόνοι! Του γύρισα την πλάτη απογοητευμένη. Είχαμε παρανοήσει κάθε μέρα μένοντας μόνοι, συμπτωματικοί φορείς ασυνεννοησίας μέσα στο ίδιο μας το σπίτι. Από έναν παρανοϊό που είχε κατορθώσει να ξεμπροστιάσει τη σχέση, να τη δοκιμάσει, να τη στείλει στη ΜΕΘ. Πέρασα έξω από το δωμάτιο της γιαγιάς να τη ρωτήσω μήπως χρειάζεται κάτι. Την άκουσα με τρεμάμενη φωνή να διαβάζει Ελύτη: «Όλα χάνονται/ Του καθενός έρχεται η ώρα/ Όλα μένουν/ Εγώ φεύγω/ Εσείς να δούμε τώρα…».
Από τη Ζωή Καλαφάτη, εκπαιδευτικό-συγγραφέα