Ήταν θετή κόρη μιας ευκατάστατης οικογένειας σε μια πόλη της Θεσσαλίας.
Αυτό το κορίτσι είχε την τραγική ειρωνεία της τύχης να χάσει και τους δύο γονείς του, στον εμφύλιο σπαραγμό, όταν ήταν μόλις δύο χρονών.
Μεγάλωσε μέσα στην οικογένεια του παππού του, σ’ ένα χωριό του Κισσάβου. Ο παππούς ήταν ένας σοφός άντρας, πρόεδρος του χωριού επί πολλά χρόνια.
Είχε μεγάλη οικογένεια, εφτά παιδιά, συμπεριλαμβανομένου κι αυτού που έχασε και σεβαστή περιουσία.
Παραγιοί και τσομπαναραίοι μπαινόβγαιναν στο σπίτι για να προμηθευτούν τρόφιμα και η γιαγιά με κάποιες γυναίκες που τη βοηθούσαν, δεν προλάβαινε να ζυμώνει και να πήζει τυριά.
Ο σοφός μπαρμπα-Νικολάκης -έτσι τον αποκαλούσαν στο χωριό- όταν τελείωνε τα καθήκοντά του στην κοινότητα, συγκέντρωνε στο σπίτι του τα απογεύματα συνήθως, τους δασκάλους και τους προικισμένους με γνώσεις συγχωριανούς του και συζητούσαν διάφορα.
Η μικρή Μυρτώ… τρύπωνε μέσα σ’ εκείνο το δωμάτιο και παρακολουθούσε τη συζήτηση, της άρεσε να τους ακούει.
Ο παππούς της της είχε μάθει να διαβάζει απ’ την ηλικία των έξι χρονών.
Σ’ αυτή την ηλικία λοιπόν η Μυρτώ, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, διάβαζε κανονικά και μάλιστα Βίκτωρα Ουγκώ, Τολστόι, Ντοστογιέφσκι, Κρόνιν και άλλους.
Τα βιβλία αυτά τα έβρισκε σε μια ξυλόκασα του παππού της που βρισκόταν στο δωμάτιο των… συσκέψεων. Ό,τι δεν καταλάβαινε, εκεί ήταν ο μπαρμπα-Νικολάκης να της τα εξηγήσει.
Το μικρό κοριτσάκι αγαπούσε πολύ τον παππού του και την οικογένειά του. Ξεχώριζε όμως μια θεία που τη φρόντιζε πολύ. Την Άννα. Μετά από λίγα χρόνια η θεία της παντρεύτηκε μ’ έναν άντρα στην πόλη, υπάλληλο μιας μεγάλης εταιρείας.
Η Μυρτώ στενοχωρήθηκε πολύ, αλλά με τον καιρό συμβιβάστηκε με την καινούρια κατάσταση. Πέρασαν δύο-τρία χρόνια και το ζευγάρι δεν απέκτησε παιδί, υπήρχε πρόβλημα.
Τότε αποφάσισαν και οι δύο να υιοθετήσουν τη Μυρτώ. Έτσι και έγινε. Άλλωστε η Άννα αγαπούσε τόσο αυτό το παιδί, που το ένιωθε δικό της.
Οι θετοί γονείς της, τής πρόσφεραν αφοσίωση, αγάπη, λατρεία, θα έλεγε κανείς και όλα τους τα υπάρχοντα αργότερα. Η Μυρτώ ένιωσε μια ευτυχία, μια σιγουριά μετά την υιοθεσία. Ζούσαν καλά, αλλά όπως πάντα στη ζωή, στη… γωνία καιροφυλακτούσε μια αναποδιά. Συνήθως τα καλά και τα κακά συμβαδίζουν.
Τον θετό της πατέρα τον απέλυσαν απ’ την εταιρεία για λόγους άγνωστους στον ίδιο. Τότε η Μυρτώ αναγκάστηκε να διακόψει το σχολείο και να εργαστεί. Υπήρχε βέβαια περιουσία, αλλά δεν υπήρχε ρευστό. Στενοχωρήθηκε πολύ, γιατί αγαπούσε τα γράμματα, μάλιστα είχε αρχίσει να γράφει άρθρα και διηγήματα στις τοπικές εφημερίδες, που της τα έπαιρναν ευχαρίστως, διέκριναν ίσως ένα ταλέντο. Συμβιβάστηκε με το θέλημα του Θεού. Αλλά ο Θεός όταν τον πιστεύουμε, είναι πάντα κοντά μας. Εκεί γύρω στα είκοσι γνώρισε έναν μόνιμο ανθυπολοχαγό και σε ένα χρόνο παντρεύτηκαν. Ανοιχτό μυαλό εκείνος και με ευρεία μόρφωση την παρότρυνε να συνεχίσει το σχολείο, γιατί «ποτέ δεν είναι αργά» όπως έλεγε.
Μετά από λίγο καιρό ήρθε μία μετάθεση για τη Μακεδονία. Και τα χρόνια περνούσαν, η μία μετάθεση διαδεχόταν την άλλη και η Μυρτώ ακολουθώντας τις συμβουλές του άντρα της, ολοκλήρωσε την εγκύκλιο μόρφωσή της, σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας.
Στο μεταξύ είχαν έρθει στον κόσμο και δύο παιδιά. Μεγάλος αγώνας, αλλά εποικοδομητικός.
Οι γονείς της δυσανασχετούσαν που έλειπαν τόσα χρόνια από κοντά τους, είχαν μεγαλώσει αρκετά και τους είχαν ανάγκη. Ήταν και οι… καλοθελητές που ενίσχυαν αυτή τους τη δυσανασχέτηση.
«Τάχα υιοθέτησες παιδί Άννα, πού είναι; Αντί να είναι κοντά σας και να σας φροντίζει, γυρνάει από πόλη σε πόλη σε όλη την Ελλάδα». Αυτά και άλλα άκουγαν οι ηλικιωμένοι γονείς και στενοχωρούνταν περισσότερο.
Κάποια στιγμή η Μυρτώ και ο Κωνσταντίνος -αυτό ήταν το όνομα του άντρα της- ήρθαν στον τόπο τους.
Τα παιδιά είχαν μεγαλώσει, το ένα στο Γυμνάσιο και το άλλο στο Λύκειο.
Πέρασαν όμορφα καμιά δεκαριά χρόνια με τους παππούδες τώρα, αλλά μετά άρχισαν τα προβλήματα. Ο παππούς είχε σοβαρό πρόβλημα με την καρδιά του και η γιαγιά πολλά και διάφορα.
Ο παππούς έφυγε γρήγορα απ’ τη ζωή και η Άννα, η γιαγιά, μετά από λίγο καιρό έπαθε κατάθλιψη και έπεσε στο κρεβάτι.
Οι… φίλες και οι γνωστές μπαινόβγαιναν στο σπίτι, φαντάζομαι όχι τόσο για να μάθουν για την υγεία της, όσο για να… βεβαιωθούν αν η ψυχοκόρη την πρόσεχε, γιατί αυτές την… αγαπούσαν περισσότερο… Η περιέργεια σε όλο της το… μεγαλείο, όπως είναι και ο τίτλος αυτού του διηγήματος.
Μια ηλικιωμένη τώρα γυναίκα, η Μυρτώ, με κάποια προβλήματα υγείας, αλλά πολύ δραστήρια, αναπολεί τα περασμένα, τα σχόλια που γίνονταν εκείνη την εποχή εις βάρος της, αλλά δεν κρατάει κακία μέσα της για κανέναν.
Όλους τους έχει συγχωρήσει.
Η εκκλησία, η ωραία της οικογένεια, ένα μολύβι και ένα χαρτί τα μόνα ενδιαφέροντά της.
Από την Καλλίτσα Γκουράβα – Δικτά, λογοτέχνη, συγγραφέα