Ο πατέρας μου, λοιπόν, εκτός απ’ τις άλλες μικροκαλλιέργειες είχε και ένα μικρό παραδοσιακό αμπέλι έκτασης ενός, περίπου, στρέμματος σε μια περιοχή του χωριού μου, που ονομάζεται «Καψάλα», όνομα και πράγμα. Και αυτό, γιατί, ειδικά την περίοδο του καλοκαιριού εξαφανιζόταν κάθε ίχνος υγρασίας και ξηραίνονταν τα πάντα. Παρ’όλα αυτά το αμπέλι αυτό και σε περιόδους ανομβρίας, καίτοι ήταν απότιστο, όχι μόνο δεν ξηραινόταν, αλλά τροφοδοτούσε την οικογένειά μας με νόστιμα επιτραπέζια σταφύλια, αλλά και με μούστο, ο οποίος, κατόπιν, μετατρεπόταν είτε σε κρασί, είτε σε τσίπουρο για σπιτική χρήση.
Ιδού, πώς επιτυγχάνονταν αυτό. Στην αρχή του χειμώνα και όταν το επέτρεπε ο καιρός, ο πατέρας μου, σε πρώτη φάση, με το σκαπτικό εργαλείο, που λέγεται μπαλτάς, ξελάκωνε όλα τα κλήματα (έσκαβε λάκκο) γύρω απ’ τη ρίζα τους και σε βάθος μισού μέτρου, περίπου, ίσως και περισσότερο, προκειμένου αυτή να οξυγονώνεται. Παράλληλα, με ψαλίδι καθάριζε την κεντρική ρίζα απ’ τα παράρριζα και την απογύμνωνε, πλήρως, από κάθε τι ανεπιθύμητο, που για να τραφεί, χρειάζεται νερό και υγρασία. Στόχος του, απ’ ό, τι μου έλεγε, ήταν να βοηθά τις κεντρικές ρίζες των κλημάτων να εισχωρούν όσο πιο βαθιά γινόταν, προκειμένου να εξασφαλίζουν την απαιτούμενη υγρασία από περιοχές, που δεν επηρεάζονται, ιδιαίτερα, απ’ την ξηρασία, μια που, επιφανειακά, ισχύει το αντίθετο. Για οικονομία νερού, άλλωστε, τις απάλλασσε από παράρριζα και άλλα ζιζάνια.
Σε δεύτερη φάση και αφού άφηνε ανοιχτούς τους λάκκους για ένα μεγάλο διάστημα, προκειμένου οι μύκητές τους να εξοντωθούν απ’ το κρύο του χειμώνα, τους ξαναέκλεινε προσθέτοντας σ’ αυτούς και λίγη ζωική κοπριά, για ευνόητους λόγους. Παράλληλα, προϊόντος του χρόνου, καθάριζε γύρω απ’ τα φυτά, ό, τι χορτάρι φύτρωνε, και με σκαπτικό εργαλείο φρεσκάριζε επιφανειακά το χώμα, για να αναπνέει και να μη χάνεται υγρασία. Έτσι τα φυτά δε ζορίζονταν, ιδιαίτερα, και απέδιδαν καρπούς, ακόμη και σε περιόδους μεγάλης ξηρασίας.
Τι σχέση έχουν, όμως, όλα αυτά με το θέμα του σημερινού μου δημοσιεύματος, θα που πείτε. Έχει και παραέχει, αρκεί να συσχετίσει κανείς το άνυδρο της Καψάλας με την απουσία χριστιανικού τρόπου ζωής πολλών χριστιανών, τον κορμό και τη ρίζα του κλήματος μ’ αυτόν και μ’ αυτή της πίστης μας, τα, δε, παράρριζα, τα ζιζάνια και τα χόρτα με τους ποικίλους πειρασμούς, τις μικρότητες και τις κακίες, τουτέστιν τις αμαρτίες μας, που κατακλύζουν τη ζωή μας. Επειδή δε η πίστη πολλών από εμάς τους χριστιανούς είναι επιφανειακή και ρηχή, είναι φυσικό να επηρεάζεται αρνητικά η ρίζα της απ’ όλα αυτά και με την πάροδο του χρόνου να αμβλύνεται, σιγά σιγά, και να υιοθετούμε συμπεριφορές, που δε συνάδουν με τα χριστιανικά πρότυπα.
Ως εκ τούτου, για να μη στεγνώνει παντελώς η πίστη μας, αλλά, απεναντίας, να βαθαίνει και να ενισχύεται, περισσότερο, καλό είναι να αντιγράφουμε την πρακτική του παραδοσιακού γεωργού, αλλά με τα εργαλεία, που συνιστά το Ευαγγέλιο και η Εκκλησία μας. Αυτά είναι, κυρίως, η εξομολόγηση, με την οποία ανοίγουμε λάκκους μέσα μας και ξεριζώνουμε κάθε παράρριζο, κάθε παράσιτο και κάθε ενοχλητικό ζιζάνιο, τουτέστιν κάθε αμαρτία, που εμποδίζει και αποπροσανατολίζει το βάθεμα και τη σταθερότητα της πίστης μας. Είναι, ακόμα, η νηστεία, που οδηγεί στην εγκράτεια από βλαπτικές συμπεριφορές, ο τακτικός εκκλησιασμός και το κήρυγμα, που υγραίνουν, λιπαίνουν και αναζωογονούν την πίστη μας και κυρίως, η θεία κοινωνία, που μας καθιστά γνήσια και υγιή κλήματα του αμπελώνα του Χριστού.
Αν, πραγματικά, μας ενδιαφέρει, λοιπόν, το να είμαστε σταθεροί και ακλόνητοι στην πίστη μας, το να μην επηρεαζόμαστε και να μην παρασυρόμαστε, εύκολα, απ’ τις σειρήνες του καταναλωτισμού, της αθεΐας και των αλλοθρήσκων, και το να γινόμαστε καλύτεροι άνθρωποι παράγοντας άφθονους και γλυκείς καρπούς, το παράδειγμα της «Καψάλας» προσφέρεται για εκμετάλλευση. Από μας εξαρτάται και ας δράξουμε την ευκαιρία.
Από τον Κώστα Γιαννούλα