Μέσα μου νιώθω κάτι να με σφίγγει.
Περπατώντας στους δρόμους της σκέφτομαι τον σκοπό που μ' έχει φέρει εδώ, και αισθάνομαι τον πόνο τους να μ' αγγίζει, γίνεται και δικός μου.
Κοιτάζω γύρω μου και αναρωτιέμαι πώς μπορούν να ζουν άνθρωποι μέσα σε αυτά τα χαμηλά πλήθινα σπίτια με τα μικρά παράθυρα, τη ριχτή κουρελού στη θέση της πόρτας και το λιγοστό φως του ήλιου, αφήνει τη σκοτεινιά, τη μούχλα, την υγρασία, να κατοικούν μόνιμα. Προδίδουν, μαρτυρούν την εξαθλίωση που υπάρχει εδώ και τα νερά από τις μπουγάδες των γυναικών, να γεμίζουν τις γούρνες των άφτιαχτων χωμάτινων δρόμων.
Ύστερα τα παιδιά της ξεχασμένης αυτής γειτονιάς, να παίζουν τσαλαβουτώντας τα γυμνά πόδια τους στα λασπόνερα.
Αποζητούν λίγη δροσιά από την ανυπόφορη ζέστη του λίβα του καλοκαιριού να 'ρχεται από τον κάμπο λάβρος, πύρινος, καυτής ηδονής ανάσα, ριγούν τα ιδρωμένα κορμιά όπως φυσά και αφήνει τη λάβα του επάνω τους αφόρητα ανελέητα και τους καίει, νιώθουν την αναπνοή τους να κόβεται. Ο λίβας και η σκόνη που σηκώνει στο πέρασμά του τους πνίγει. Τον χειμώνα, αλλοίμονο, όλα δυσκολεύουν περισσότερο, το ταξίδι της ζωής αυτών των βασανισμένων, τυραννισμένων ανθρώπων της φτωχολογιάς. Οι αναστεναγμοί πληθαίνουν, η παγωνιά τους τυλίγει κι οι ψυχές τους αναζητούν απεγνωσμένα λίγη ζεστασιά.
Οι μπόρες και οι καταιγίδες τούς χτυπούν αλύπητα. Η κάθε μέρα τους είναι μια συνεχής πάλη για την επιβίωση. Ένας ατέλειωτος αγώνας σκληρής δουλειάς, του μεροκάματου, να μπορέσουν να βγουν σώοι κολυμπώντας σε απάνεμο λιμάνι από τα πελώρια κύματα της άπονης ζωής τους να απειλούν να τους τραβήξουν στον βυθό τους για πάντα. Όχι δεν φοβίζει τίποτα με συντροφιά τη δύναμη που αντλούν από τη φτώχεια τους, θα συνεχίσουν την πάλη τους για τη ζωή, που δεν τους χαρίζεται, δεv είναι για αυτούς στρωμένη με ροδοπέταλα αλλά πάνω σε σορούς κόπων και ιδρώτα.
Όμως πόσο γλυκό, ευλογημένο τώρα το ψωμί της τίμιας δούλεψης. Κι όταν καθίσουν στο λιτό τραπέζι, καλό κρασί κεχριμπάρι θα πιούν στις κούπες, όλοι μαζί ξεχνώντας για λίγο τα βάσανά τους.
Ναι, στη ματιά τους θα δεις τη λάμψη της ικανοποίησης, της χαράς, της ευτυχίας, που φέρει η νίκη μαζί της τρόπαια, κατακτώντας περήφανα το κάστρο της ζωής μ' ένα χαμόγελο και ένα τραγούδι.
Μα γιατί, τι τχους λείπει; Στα όνειρά τους μπορούν να τα ‘χουν όλα. Μια καρδιά ορθάνοιχτη να δώσει, να πάρει αγάπη, το βλέμμα καθαρό γεμάτο ειλικρίνεια άδολο. Η λεβεντιά, το ήθος, αξία σταθερή στη ζωή τους.
Έχουν τα στιβαρά τους μπράτσα, σιδερένια χέρια έτοιμα να στύψουν την πέτρα.
Τι να ζηλέψουν άραγε από τον κούφιο κόσμο, του πλούτου, της υποκρισίας, του εύκολου κέρδους. Όταν βαδίζουν σε καθαρά μονοπάτια τη νύχτα, τα όνειρά τους είναι φωτεινά γεμάτα αστέρια, τους ταξιδεύουν σε μέρη αλλιώτικα μακρινά.
Κι όπως αφήνω τη φαντασία μου να με οδηγεί, επιστρέφω και πάλι στη "συνοικία το όνειρο" να δω γέρους πια αυτούς τους απόμαχους της βιοπάλης, στο κυνήγι μιας ολόκληρης ζωής, κουρασμένοι με δόξα και τιμή να καταθέτουν τα όπλα τους, γλυκά προδομένοι, θα κλείσουν τα μάτια θα γείρουν στο χώμα ν’ ανοίξει να τους δεχτεί στεφανωμένους. Τους αξίζει.
Κωνσταντίνα Κότση
μέλος της Ενωσης Ελλήνων Λογοτεχνών