Η πρώτη φορά που της μίλησε ήταν το 1943 στο κρεματόριο του Άουσβιτς. Εκείνος, ο Ντέιβιντ Βίσνια ήταν 17 ετών και η Έλεν-Ζίππι Σπίτζερ, 25.
Αρχικά ζούσαν και δούλευαν και οι δύο κάτω από άθλιες και απάνθρωπες συνθήκες στο Άουσβιτς, με φύλακες και σκυλιά τριγύρω τους και με κακομεταχείριση τρομερή. Έφτασαν πολύ κοντά στον θάνατο, αφού προσβάλλονταν από όλες τις επιδημίες, υπήρξαν όμως προνομιούχοι, καθώς τα ταλέντα τους και η τύχη τους τούς βοήθησαν και κατέλαβαν κάποιες «αξιοπρεπείς» θέσεις. Η Έλεν ήταν γραφίστρια, ζωγράφιζε, κρατούσε κατάλογο των γυναικών κρατουμένων στο Άουσβιτς και είχε αναλάβει μέχρι και την οργάνωση των εγγράφων των Ναζί. Ο Ντέιβιντ ήταν ταλαντούχος τραγουδιστής και ανέλαβε να διασκεδάζει τους Ναζί. Οι δουλειές τους τούς επέτρεπαν να κυκλοφορούν σχετικά ελεύθερα στο στρατόπεδο. Ενίοτε έβγαιναν και εκτός.
Τον Ντέιβιντ είδε για πρώτη φορά η Έλεν σε ένα κτίριο των «SS» που ονομαζόταν «Σάουνα», όπου τον τοποθέτησαν σαν τραγουδιστή. Με την πρώτη ματιά τον ξεχώρισε. «Με διάλεξε», θυμάται ο Ντέιβιντ. Αφού ξεπέρασαν τον αρχικό φόβο μήπως τους συλλάβουν, κατάφερναν να δίνουν ραντεβού σε ένα σημείο, ανάμεσα σε δύο κρεματόρια, κυριολεκτικά κάτω από τη μύτη των Ναζί. Ο έρωτας έδινε φτερά στον Ντέιβιντ. Σκαρφάλωνε σε μία αυτοσχέδια σκάλα, φτιαγμένη από ρούχα φυλακισμένων, ενώ η Ζίπι φρόντιζε, ανάμεσα σε εκατοντάδες στοίβες από ρούχα, να υπάρχει ένας χώρος αρκετός, για να χωράει τους δυο τους και «λάδωνε» συγκρατούμενους με ένα πιάτο φαγητό για να κρατάν «τσίλιες» για μισή ώρα. Σε ένα από τα ραντεβού τους η Έλεν, η οποία επίσης αγαπούσε τη μουσική, του έμαθε να τραγουδά ένα ουγγαρέζικο τραγούδι.
Στις συναντήσεις τους παραμόνευε ο θάνατος. Μπροστά τους, όμως, ήταν η ζωή. Κι αυτοί δύο νέοι άνθρωποι, μέσα στη φρίκη των εκτελέσεων, των θαλάμων αερίων και της λιμοκτονίας, έκαναν όνειρα για ένα κοινό μέλλον, μια ζωή μακριά από όλα αυτά. Η σχέση τους κράτησε αρκετούς μήνες, μέχρι που ένα απόγευμα του 1944 συνειδητοποίησαν πως ζούσαν το τελευταίο τους ραντεβού. Τότε έδωσαν μια υπόσχεση να συναντηθούν ξανά στο εβραϊκό κοινοτικό κέντρο της Βαρσοβίας.
Είχαν ήδη αρχίσει να κυκλοφορούν φήμες ότι ο Κόκκινος Στρατός πλησίαζε και τότε η διοίκηση του Άουσβιτς άρχισε να μεταφέρει κρατουμένους σε άλλα στρατόπεδα, ή να τους στέλνει σε πορείες θανάτου. Ο Ντέιβιντ έφυγε πριν από την Έλεν και κατάφερε να γλιτώσει από μια πορεία θανάτου χτυπώντας μ’ ένα φτυάρι έναν αξιωματικό των «SS». Κρύφτηκε σ’ έναν αχυρώνα μέχρι που τον εντόπισαν Αμερικανοί στρατιώτες. Του έδωσαν όπλο και στολή και τον πήραν μαζί τους ως μεταφραστή. «Από εκείνη τη στιγμή έγινα 110% Αμερικανός» είπε αφηγούμενος τη δραματική ιστορία της απόδρασής του. Η Ευρώπη, γι' αυτόν, ανήκε πια στο παρελθόν.
Η Έλεν ήταν από τις τελευταίες που εγκατέλειψαν το Άουσβιτς. Γλίτωσε και αυτή ως εκ θαύματος από μια πορεία θανάτου και κατάφερε να φθάσει μέχρι το στρατόπεδο Φέλνταφινγκ. Από κει επέστρεψε στην πατρίδα της την Μπρατισλάβα Σλοβακίας και για πολλά χρόνια βοηθούσε Εβραίους πρόσφυγες να μετακινούνται από την Ευρώπη στην Παλαιστίνη.
Έχοντας χάσει ο ένας τα ίχνη του άλλου, προχώρησαν στη ζωή τους. Ο Ντέιβιντ, που είχε χάσει όλους τους συγγενείς πρώτου βαθμού στα στρατόπεδα, μετανάστευσε στην Αμερική και εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη, όπου δημιούργησε την οικογένειά του.
Η Έλεν και ο άντρας της Έρβιν Τιχάουερ, αφιέρωσαν τις ζωές τους σε ανθρωπιστικούς σκοπούς ταξιδεύοντας σε υποανάπτυκτες χώρες. Κατέληξαν κι αυτοί στις ΗΠΑ και εγκαταστάθηκαν μόνιμα στη Νέα Υόρκη. Κάποια στιγμή ο Ντέιβιντ, που είχε στο μεταξύ μετακομίσει στην Πενσυλβάνια με την οικογένειά του, έμαθε από έναν κοινό γνωστό ότι η Ζίπι ζούσε και βρισκόταν στη Νέα Υόρκη. Προσπάθησε να κανονίσει μια συνάντηση για να ξαναβρεθούν, αλλά εκείνη δεν πήγε.
Αποφάσισε να δώσει μία δεύτερη ευκαιρία το 2016. Ήθελε να την ξαναδεί, να την κοιτάξει κατάματα και να τη ρωτήσει κάτι που σκεφτόταν τόσα χρόνια.
Πήρε μαζί του δύο εγγόνια του και πήγε στο σπίτι της Έλεν στη Νέα Υόρκη. Εκείνη ήταν κατάκοιτη στο κρεβάτι, βαριά άρρωστη, ήταν σχεδόν τυφλή και άκουγε ελάχιστα. Στην αρχή δεν τον αναγνώρισε. Ο Ντέιβιντ πλησίασε πιο κοντά. «Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. Ήταν, σαν να ξαναγύρισε πίσω στη ζωή. Μείναμε όλοι άφωνοι» λέει ο εγγονός του Ντέιβιντ, Άβι. Άρχισαν να μιλούν χωρίς σταματημό. «Με ρώτησε μπροστά στα εγγόνια μου: “Είπες στη γυναίκα σου τι κάναμε;” «Της τα έχω πει όλα, Ζίπι!», θυμάται ο Ντέιβιντ. Η συνάντησή τους κράτησε δύο ώρες. Εκείνος της μιλούσε για τη ζωή του, τα παιδιά του και για τη θητεία του στον αμερικανικό στρατό και εκείνη για το ανθρωπιστικό της έργο και για τον άντρα της. Παιδιά δεν είχαν. Στο τέλος, ο Ντέιβιντ βρήκε το θάρρος να της κάνει την ερώτηση που τον έτρωγε τόσα χρόνια: Αν εκείνη είχε παίξει κάποιον ρόλο στη διάσωσή του στο Άουσβιτς.
Σήκωσε το χέρι της και έδειξε τον αριθμό πέντε με τα δάκτυλά της. «Σε έσωσα πέντε φορές» ήταν η απάντησή της. Είχε όμως και κάτι άλλο να του εκμυστηρευτεί: «Σε περίμενα», του είπε. Η Ζίππι, πιστή στην υπόσχεση που είχαν δώσει, είχε πάει στη Βαρσοβία. Εκείνος όχι. Ψιθυριστά του είπε πως τον αγαπούσε. «Κι εγώ», της απάντησε.
Αυτό ήταν και το τελευταίο τους ραντεβού. Πριν φύγει, του ζήτησε να της τραγουδήσει. Της πήρε το χέρι και της τραγούδησε το ουγγαρέζικο τραγούδι, που του είχε μάθει στο Άουσβιτς.
Στα 93 του σήμερα ο Ντέιβιντ ζει στην Πενσυλβάνια, με ζωντανή την ανάμνηση της αγαπημένης του και παραμένει ένας παθιασμένος τραγουδιστής. Μία φορά τον μήνα δίνει ομιλίες για το Ολοκαύτωμα, κυρίως σε φοιτητές, ενώ έχει προσκληθεί και θα πάει με την οικογένειά του στο Άουσβιτς, να τραγουδήσει για την 75η επέτειο της απελευθέρωσης αυτού του στρατοπέδου. Η Έλεν έσβησε πέρυσι σε ηλικία 100 ετών.
Επιμέλεια: Ρίτα Μωυσή
Πηγή:Νew York Times