χριστιανικών αληθειών. Με τους προφορικούς και γραπτούς τους λόγους, οι «ακραιφνέστατοι» αυτοί «θεολόγοι» κήρυξαν την αλήθεια του Ευαγγελίου και με τη «χριστομίμητη» ζωή τους άνοιξαν δρόμους για τους πιστούς κληρικούς και λαϊκούς όλων των εποχών. Αρίστευσαν σε όλους τους τομείς της εκκλησιαστικής και κοινωνικής ζωής. Διαμόρφωσαν τη λατρευτική και μοναστική ζωή της Εκκλησίας και πρωτοστάτησαν στην άσκηση της αγάπης και της οργανωμένης φιλανθρωπίας. Εκτός απ’ όλα αυτά, όμως, πρωταρχικό μέλημά τους είχαν οι θεοφώτιστοι εκείνοι ιεράρχες να διατηρηθεί ανόθευτη και ακέραια η διδασκαλία της Εκκλησίας. Είχαν παρουσιαστεί και συντάραζαν την Εκκλησία οι αιρέσεις, τα έργα του Σατανά, προκαλώντας φθορά στους πιστούς. Γι’ αυτό και με ιερό ενθουσιασμό στράφηκαν κατά των αιρέσεων, οι οποίες διαστρέβλωναν την ορθή Πίστη. Μολονότι είχαν ευρύτητα αντιλήψεως, ωστόσο δεν δέχονταν κανέναν συμβιβασμό με τους αιρετικούς. Όταν η Πίστη στον Θεό είναι «το κινδυνευόμενον», είπε ο Μέγας Βασίλειος στον απεσταλμένο του αιρετικού αυτοκράτορα Ουάλεντα, δεν υπολογίζουμε τίποτα, δεν υποχωρούμε και δεν συμβιβαζόμαστε με τίποτα. Χρέος μας ιερό, έλεγε ο ιερός Χρυσόστομος, είναι «καθαρώς έπεσθαι τοις του Χριστού δόγμασι» (ΕΠΕ 20,234). Καθήκον μας δηλαδή είναι να πορευόμαστε καθαρά σύμφωνα με τις διδασκαλίες του Χριστού. Τα λόγια του Χριστού δεν είναι ανθρώπινα λόγια και συνεπώς δεν έχουμε κανένα δικαίωμα να τα τροποποιούμε. Και εφόσον ο λόγος του Θεού δεν επιτρέπει φιλικές σχέσεις με τους αιρετικούς και τονίζει, τον αιρετικό «μη λαμβάνετε εις οικίαν, και χαίρειν αυτώ μη λέγετε» (Β’Ιω. 10) και να αφήνουμε τους αμετανόητους αιρετικούς «μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν» (Τίτ. Γ’10) να συνεχίζουν τη λανθασμένη πορεία τους, οι Αγιοι Τρεις Ιεράρχες ήταν ασυμβίβαστοι με τους αιρετικούς. Τους «ανιάτως έχοντας» αιρετικούς, όσους δηλαδή έμεναν πεισματικά αθεράπευτοι με την ασθένεια της αιρέσεως, έλεγε ο Αγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, να τους «αποστρεφώμεθα, μη της νόσου μεταλάβωμεν πριν μεταδούναι της ημών υγιείας». Για να μη μας μεταδώσουν την ασθένειά τους, πριν τους μεταδώσουμε εμείς την υγεία μας (ΕΠΕ 1, 268). Γι’ αυτό όταν έγινε Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως και είδε ότι όλοι οι Ναοί βρίσκονταν στην κατοχή των αιρετικών, δεν τους πλησίασε για να πετύχει κάποιον συμβιβασμό και να πάρει κάποιο Ναό. Αντίθετα υπογράμμισε λέγοντας: «έχουσιν αυτοί τους οίκους ημείς τον Ένοικον», αυτοί έχουν τα κτίρια, εμείς έχουμε μαζί μας τον Χριστό και άρχισε τον αγώνα του από ένα σπίτι, που το μετέτρεψε σε Ορθόδοξο Ναό. Οι κυριευμένοι από τις κακοδοξίες της αιρέσεως μένουν αμετακίνητοι στις απόψεις τους. Ο Μέγας Βασίλειος έλεγε χαρακτηριστικά, όπως δεν μεταβάλλονται «τα ποικίλματα», τα διάφορα χρώματα, στο δέρμα της λεοπάρδαλης, έτσι και αυτός που ανατράφηκε «εν διαστρόφοις δόγμασι», μέσα σε διεστραμμένες κακοδιδασκαλίες, δεν μπορεί να «αποτρίψη», να ξεπλύνει «το κακόν της αιρέσεως» (ΕΠΕ 2,132). Γι’ αυτό και δεν ήθελε καμία σχέση με τους αιρετικούς και απαγόρευε στους πιστούς να σχετίζονται μαζί τους πέφτοντας θύματα της δόλιας συμπεριφοράς τους (PG 31,760). Οι αιρετικοί, σημείωνε και ο ιερός Χρυσόστομος, είναι «χαλεπώτεροι», χειρότεροι, από τα δηλητήρια. Γιατί τα δηλητήρια βλάπτουν μόνο το σώμα, ενώ οι αιρέσεις «τη σωτηρία της ψυχής λυμαίνονται», βλάπτουν τη σωτηρία της ψυχής. Γι’ αυτόν τον λόγο πρέπει να αποφεύγουμε τις συναναστροφές μαζί τους (ΕΠΕ 30,340). Οι αιρετικοί, συμπλήρωνε, «υποκρίνονται πάντα, ίνα απατήσωσι». Είναι «εργάται δόλιοι» (ΕΠΕ 19,614). Χρειάζεται μεγάλη προσοχή και προφύλαξη απ’ αυτούς. Με αυτήν την ασυμβίβαστη και ανυποχώρητη στάση προς τους αιρετικούς, την οποία μερικοί μοντέρνοι θεολόγοι και όχι μόνο θεωρούν ότι είναι φανατισμός, κράτησαν και μας παρέδωσαν ανόθευτη την Πίστη! Το άγιο παράδειγμά τους τροφοδότησε μέσα στους αιώνες όλους τους αγίους και υπερασπιστές της Ορθοδοξίας μας. Τροφοδότησε τον Αγιο Θεόδωρο Στουδίτη, τον Μέγα Φώτιο, τον Αγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, τον Αγιο Μάρκο τον Ευγενικό, τον Αγιο Κοσμά τον Αιτωλό, τον Αγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, τον Αγιο Νεκτάριο, οι οποίοι, όπως και εκείνοι ήταν ασυμβίβαστοι προς τους αιρετικούς, είτε αυτοί ήταν Αρειανοί, είτε Μονοφυσίτες, είτε Παπικοί, είτε Προτεστάντες. Υποδειγματική είναι η απάντηση του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού στον αυτοκράτορα Ιωάννη Παλαιολόγο, όταν εκείνος τον πίεσε να δεχθεί την Ένωση των Εκκλησιών στη σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας το 1438-1439, διότι αυτός ήταν το κύριο εμπόδιο για την άνευ όρων ψευδοένωση. Ο Αγιος Μάρκος είπε τότε τον παροιμιώδη λόγο: «ου ποιήσω τούτο ποτέ, καν ει τι και γένηται (ό,τι και να γίνει)… τας των Δυτικών διδασκάλων φωνάς ούτε αναγνωρίζω ούτε παραδέχομαι, τεκμαιρόμενος ότι διεφθαρμέναι εισίν. Ου συγχωρεί (δεν επιτρέπεται) συγκατάβασις εις τα της Ορθοδόξου πίστεως». Ας ζητούμε, λοιπόν, τις πρεσβείες των Αγίων Τριών Ιεραρχών και όλων των αγίων συνεχιστών τους, ώστε με τη βοήθεια του Αγίου Τριαδικού Θεού να μιμούμαστε όλοι μας το θεοφιλές και σθεναρό παράδειγμά τους, ώστε να κρατήσουμε ό,τι μας παρέδωσαν και έχουμε, δηλαδή την αγία Ορθοδοξία μας.
Από τη Χρυσούλα Χρ. Μότσιου-Τσανά, Δρ Θεολογίας Α.Π.Θ.