ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ το Μόναχο. Εκεί όπου γράφτηκαν τα περισσότερα τραγούδια - ύμνοι στην προσφυγιά. Εκεί όπου οι γερμανικές φάμπρικες «έφαγαν» κόσμο και κοσμάκη. Όχι μόνο εκεί αλλά και αλλού, εκεί όπου «αξιοποιήθηκαν» τα πτυχία χιλιάδων νέων Ελλήνων επιστημόνων. Εκεί όπου «ξεπλύθηκε» η γνώση. Όπου χαραμίστηκε η μόρφωση μέσα στη «λάντζα» των εστιατορίων και στα χυτήρια και τα μηχανουργεία των εργοστασίων...
ΤΩΡΑ θα μου πεις, αυτά γίνονταν τα χρόνια τα παλιά. Στα χρόνια της φτώχειας μετά την Κατοχή και τον Εμφύλιο. Σιγά... Σήμερα, εν έτει 2020, μόνο το ταξίδι της μετανάστευσης άλλαξε. Τότε με τρένα, τώρα με αεροπλάνα. Τότε με ένα δισάκι στον ώμο και κανένα πεσκέσι της μάνας, για τον ξάδελφο που σε περίμενε εκεί, τώρα με λίγα ευρώπουλα, πολλά βάσανα στο μυαλό που έφεραν η φτώχεια και τα χρέη και το πολύ-πολύ ένα κινητό για επικοινωνία! Έφυγε λοιπόν και ο Μάκης. Προχθές μάθαμε και ο αδελφός ενός άλλου φίλου. Στη γειτονιά τρεις «την κοπάνησαν» αυτόν τον μήνα. Για καλύτερη τύχη. Για μια συμφέρουσα, πιο αποδοτική δουλειά. Διότι εδώ, δεν υπάρχει τίποτα μεγαλύτερο από την εκμετάλλευση. Κοπιαστικές δουλειές των 400 ευρώ, εχθρικές σχέσεις με σκληρούς εργοδότες, απροστάτευτους εργαζόμενους και κυβερνήσεις να σε ταράζουν στη φοροληστεία και να σου παίρνουν ξεδιάντροπα από την τσέπη τα μισά...
ΔΕΚΑ χρόνια και κάτι πέρασαν από την αρχή της κρίσης, από την ημέρα της ολοκληρωτικής υποδούλωσης της χώρας. Ποιος θα το πίστευε ότι θα διαρκέσει τόσο πολύ η ανέχεια. Το συζητάμε στο καφενείο, ψάχνοντας να βρούμε την τύχη που είχαν όσοι έφυγαν μετανάστες στην ξενιτιά. Όσους γνωρίζουμε τέλος πάντων. Οι περισσότεροι, σερβιτόροι, πορτιέρηδες, παρκαδόροι και οικοδόμοι. Οι επιστήμονες, το πολύ-πολύ τίποτα καλά μεροκάματα σε επιχειρήσεις, οι πιο τυχεροί μέχρι και διευθυντικά στελέχη μια και δεν τους κόβει και πολύ τους Γερμανούς. Σημασία έχει ότι μεγάλο μέρος της νέας γενιάς των Ελλήνων. μετανάστευσε. Και οι περισσότεροι δεν ξαναγυρνούν! Και το χειρότερο, ότι αυτές οι ροές δεν σταματούν, παρά τις φανφάρες των πολιτικών ότι βγήκαμε από την κρίση...
Ο ΦΙΛΟΣ μας ο Μάκης, μια βδομάδα τώρα δεν μας έστειλε μαντάτα από το Μόναχο. Ποιος ξέρει, ίσως ψάχνει ακόμη για δουλειά. Μπορεί να βρήκε καλύτερες συνθήκες εργασίας, να ιδρώνει για το ψωμί, αλλά να μην αισθάνεται την εκμετάλλευση που ένιωθε στη χώρα του. Οι νυχτερινές βάρδιες εκεί στα ξένα, σίγουρα θα του αποδίδουν κέρδος. Στην πατρίδα του, τα «γερμανικά νούμερα» που χτυπούσε του άφηναν εκτός από μισθό φτώχειας και συχνά πυκνά κρυολογήματα...
ΗΤΑΝ να μην φύγει κι αυτός πικραμένος, απογοητευμένος από μια χώρα που δεν του έδωσε ευκαιρίες. Το μόνο που τον τραβάει πίσω η μάνα του. Η μνήμη της. Μια χάρη ζήτησε μόνο: «Αν μπορείς, όταν σε φέρνει ο δρόμος από τα μνήματα, άναψε πού και πού και το καντηλάκι της μάνας μου...».
Από τον Χρήστο Τσαντήλα