Αν κρίνω, μάλιστα, από προσωπικές εμπειρίες, μπορώ να πω ότι η ντοπιολαλιά ήταν, μέχρι πρότινος, σε θέση να σημαδεύει την ατομική μας πορεία προς το μέλλον και να καθορίζει τη συμπεριφορά των άλλων απέναντί μας.
Δεν ξεχνιούνται εύκολα, άλλωστε, όσα είχαμε υποστεί εξ αιτίας της, όσοι καταγόμασταν από χωριά της Θεσσαλίας και την κουβαλούσαμε αναγκαστικά και χωρίς να το θέλουμε, είτε ως μαθητές στις αίθουσες και στις αυλές των σχολείων της πόλης μας, είτε ως φοιτητές σ’ άλλες πόλεις και, προπάντων, ως στρατιώτες, γιατί είχαμε βαριά προφορά και τη συνήθεια να τρώμε πολλά απ’ τα φωνήεντα των λέξεων, που χρησιμοποιούσαμε και, γι’ αυτό, ξεχωρίζαμε.
Ήταν, μάλιστα, τέτοια η πίεση και τόσο δύσκολη η θέση στην οποία βρισκόμασταν, ώστε αναγκαζόμασταν, για να μη μας υποτιμούν και να μη μας συμπεριφέρονται σαν βλαχαδερά και χωριάτες, είτε να προσέχουμε πώς μιλάμε, είτε να μιλάμε λίγο ως καθόλου, μια που, διαφορετικά, γελούσαν μαζί μας και δεν μας έπαιρναν στα σοβαρά, όσοι μιλούσαν την καθομιλουμένη.
Αυτή η συμπεριφορά είχε σαν αποτέλεσμα να γίνονται εσωστρεφείς, να δημιουργούνται απωθημένα και να επηρεάζεται ο ψυχισμός πολλών απ’ αυτούς, που κουβαλούσαμε αυτό το "κουσούρι", όταν ανοίγαμε τα φτερά μας, προκειμένου να κατακτήσουμε το μέλλον μας στα αστικά κέντρα και μακριά απ’ τους δικούς μας και τα χωριά μας.
Σ’ ό, τι με αφορά, τα έφερε, έτσι, η ζωή, ώστε κατάφερα να σπουδάσω και να γίνω φιλόλογος και, επί τριάντα δύο συναπτά έτη, να διδάσκω ως καθηγητής σε σχολεία της Μέσης Εκπαίδευσης του Νομού και της Λάρισας. Τολμώ, ωστόσο, να πω ότι τα πρώτα χρόνια της καθηγητικής μου καριέρας δεν τα χάρηκα, όσο θα ήθελα, εξ αιτίας της ντοπιολαλιάς, που με ακολουθούσε και, αυθόρμητα, μου έβγαινε μέσα στις αίθουσες διδασκαλίας, με αποτέλεσμα να προκαλώ το γέλιο των μαθητών μου. Αναγκαζόμουνα, γι’ αυτό, να περιορίζω το λεξιλόγιό μου και το γλωσσικό μου ιδίωμα, αλλά και να είμαι έξω απ’ τα νερά μου μειώνοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, την απόδοσή μου και τη δυνατότητα επικοινωνίας με τους μαθητές μου.
Με την πάροδο του χρόνου, όμως, συνειδητοποίησα, ότι αυτό, που θεωρούσα κουσούρι, μου ήταν δώρο Θεού. Και αυτό, γιατί οι μαθητές μου, αν εξαιρέσουμε τις αρχικές αντιδράσεις και μέχρι να με γνωρίζουν καλύτερα, με προτιμούσαν αυθόρμητο και επηρεασμένο απ’ την ντοπιολαλιά, γιατί βοηθούσε να γίνεται πιο ενδιαφέρουσα και πιο παραστατική η διδασκαλία μου. Άλλωστε, το θεσσαλικό αυτό ιδίωμα και το λεξιλόγιό του με βοηθούσε ν’ αποδίδω με μεγαλύτερη ακρίβεια έννοιες ξεχασμένες. Γι’ αυτό και αποφάσισα να λυθώ απ’ τα δεσμά του καθωσπρεπισμού και ν’ αφήσω τον εαυτό μου να εκφρασθεί ελεύθερα, μεν, αλλά και χωρίς υπερβολές.
Και όχι μόνο αυτό• κάποιες φορές, για να μυήσω τους μαθητές μου στα μυστικά της ντοπιολαλιάς και να την απομυθοποιήσω, προκειμένου να εξοικειωθούν μαζί της, έβρισκα χρόνο και με ερέθισμα κάποια χωριάτικη έκφραση, όπως "τς έντσαν τς άλλς;", δηλ. "τους έντυσαν τους άλλους;", ή "πράζ, αν τράου;", δηλ. "πειράζει, αν τηράω;", αποκάλυπτα τον μηχανισμό της και έδειχναν να το απολαμβάνουν ερμηνεύοντας τα μυστικά της. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, απολάμβανα και εγώ μαζί τους τη διδασκαλία χωρίς απωθημένα.
Σήμερα, οι ντοπιολαλιές, όπως προείπα, τείνουν προς συρρίκνωση και εξαφάνιση. Ωστόσο, αφού αποτελούν ένα κομμάτι της παράδοσής μας, συνέβαλαν στην εξέλιξη της Νεοελληνικής μας γλώσσας και διασώζουν δείγματα της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, καλό θα ήταν κάτι να κάνει η επίσημη Πολιτεία σε συνεργασία με τους γλωσσολόγους και άλλους ειδικούς, προκειμένου και να μην τις ξεχάσουμε και να είμαστε σε θέση να τις καταλαβαίνουμε. Κάτι τέτοιο αποτελεί χρέος απέναντι στην παράδοσή μας, στην εξέλιξη της γλώσσας μας και του πολιτισμού μας, γενικότερα.
Ιδού, λοιπόν, πεδίον δόξης λαμπρό.
Από τον Κώστα Γιαννούλα