Ειδικότερα στην εν λόγω μελέτη εξετάζεται το περιεχόμενο της οθωμανικής απογραφής του 1454/55 (δηλ. πριν από 565 χρόνια) σε έντεκα χωριά (οικισμούς) του Νομού Τρικάλων που βρίσκονται στα ανατολικά Χάσια. Πρόκειται για τα τότε χωριά: Αχελινάδα, Γερακάρι, Κονισκός, Λιόπρασο, Λογγάς, Σμόλια (σημ. Αγρελιά), Συκιά Ντάμπου (σημ. Συκιά), Τσιούκα Αρβανιτών (σημ. Γήλοφος Γρεβενών), Τσιούκα Βλάχων (σήμερα δεν υπάρχει) και Φλαμπουρέσι.
Από την μελέτη αυτή διαπιστώνεται το ενδιαφέρον των Οθωμανών κατακτητών να καταγράψουν αφ’ ενός μεν τον παραγωγικό πληθυσμό των εν λόγω οικισμών, αφ’ ετέρου δε και τα παραγόμενα σ’ αυτούς προϊόντα με το ποσό των αναλογούντων φόρων. Το ίδιο βεβαίως έκαναν για όλες τις κατακτημένες από αυτούς περιοχές.
Μέσα από αυτές τις αναλυτικές καταγραφές πληροφορούμαστε: τον αριθμό και τα ονόματα των Ελλήνων κατοίκων των εν λόγω έντεκα οικισμών (οι δύο είναι δίδυμοι: Λογγάς 1 και 2, Τσιούκα Αρβανιτών και Τσιούκα Βλάχων), τα εκτρεφόμενα ζώα, ήτοι πρόβατα, χοίροι, αλλά και μελίσσια, καθώς και τα παραγόμενα τότε σ’ αυτούς γεωργικά προϊόντα, ήτοι σιτάρι, κριθάρι, κάνναβη και λινάρι.
Υπήρχε ακόμα και ένας ειδικός «φόρος εγκληματιών και γάμων», ο οποίος επιβάλλεται με ενιαία φορολογία. Επίσης υπήρχε και η σπέντζα, η οποία ήταν χρηματικός φόρος που εισέπρατταν οι σπαχήδες από τους εγκατεστημένους στα φέουδά τους Χριστιανούς χωρικούς και ο οποίος ήταν ανάλογος με την έκταση και την ποιότητα του καλλιεργούμενου εδάφους, αλλά και την οικογενειακή κατάσταση του φορολογουμένου.
Ως προς τον πληθυσμό των αναφερομένων οικισμών, όπως αυτός συνάγεται από τον αριθμό των φορολογουμένων στον καθένα από αυτούς, διαπιστώνουμε ότι, σε σύγκριση με τον σημερινό, αλλά και από το 1881 και εξής, έχουν σημειωθεί σημαντικές αυξομειώσεις. Το 1454/55 πρώτη ήταν η Τσιούκα Αρβανιτών (Γήλοφος) με 62 οικογένειες, με δεύτερο τον Κονισκό με 60 οικογένειες, τρίτη την Τσιούκα Βλάχων (χειμαδιό μάλλον Σαμαριναίων Βλάχων) με 53 οικογένειες, και τέταρτο το Φλαμπουρέσι με 48 οικογένειες, ενώ στην ακμή τους (απογραφή 1961) η Σμόλια (Αγρελιά) ήταν πρώτη με διαφορά (1.280 κάτ.), το Μαυρέλι ήταν δεύτερο (1.055 κάτ.) και τρίτη η Νέα Τσιούκα (Φωτεινό) με 935 κατοίκους. Στην τελευταία απογραφή (2011) όλοι οι οικισμοί παρουσιάζουν σημαντική μείωση, σχεδόν ερήμωση, ενώ η Συκιά είναι ακατοίκητη (απογραφές 2001 και 2011). Η Παλιά Τσιούκα (Γήλοφος) το 1961 είχε μόλις 192 κατοίκους.
Σημειωτέον ότι από τη μελέτη του Θ. Νημά εξηγείται και η προέλευση του ονόματος του χωριού Γερακάρι. Σ’ αυτό ζούσαν ειδικοί εκπαιδευτές γερακιών που προορίζονταν για τα κυνήγια του σουλτάνου.
Τα δημοσιευόμενα εδώ, μεταφρασμένα από ειδικό οθωμανολόγο για πρώτη φορά στα ελληνικά, ονόματα των κατοίκων, τα εκτρεφόμενα ζώα και τα παραγόμενα προϊόντα στα έντεκα αυτά χωριά μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο ειδικών μελετών από διάφορους επιστήμονες (στατιστικολόγους, γλωσσολόγους, γεωπόνους κ.ά.). Σημειωτέον ότι κάποια από τα τότε επίθετα των κατοίκων συναντώνται και σήμερα.
Σημειωτέον ότι και μια ανάλογη μελέτη του Θ. Νημά για άλλους έντεκα οικισμούς που βρίσκονται στα ριζά των Χασίων Σταγοί/Καλαμπάκα, Κάστρο/Καστράκι, Κουβέλτσι/Θεόπετρα, Κόπραινα/Αύρα, Σπαθάδες, Βιρεντζί/Άγιος Νικόλαος, Μπούρσιανη/Νέα Ζωή, Παλιά Μπούρσιανη, Σκλάτινα/Ρίζωμα. Βάνια/Πλάτανος και (Κούρσεβο/Ελληνόκαστρο) δημοσιεύεται στο επιστημονικό περιοδικό Θεσσαλικά Μελετήματα, τ. 8 (2018), σελ. 77-114.
Οι εν λόγω τόμοι διατίθενται από τα βιβλιοπωλεία και τον Φ.Ι.ΛΟ.Σ. και οι Χασιώτες, περισσότερο από τους άλλους, αξίζει να τους προμηθευτούν και να τους μελετήσουν.
Από τον Θ. Νημά