Το τρίτο και φαρμακερό μνημόνιο είναι εδώ «ενωμένο δυνατό». Γιατί, για να προκύψει ενώθηκαν αρκετές εκ των εγχώριων πολιτικών δυνάμεων και συναίνεσαν εν τέλει και οι δανειστές.
Τι ευχόμαστε σε αυτές τις περιπτώσεις; Να είμαστε καλά, να το χαιρόμαστε και... πάντα τέτοια! Γιατί όπως φαίνεται σε αυτή τη χώρα το δύσκολο δεν είναι να μπεις σε ένα μνημόνιο, το δύσκολο είναι να βγεις. Και ενώ όλες οι υπόλοιπες χώρες της νότιας Ευρώπης που βρέθηκαν σε ανάλογη θέση με τη δική μας - αλλά πάντως όπως αποδεικνύεται όχι τόσο τραγική - κατάφεραν πληγωμένες, ταλαιπωρημένες και πιεσμένες να βγουν από τα δικά τους μνημόνια, εμείς «πανηγυρίζουμε» που το Γιούρογκρουπ της περασμένης Παρασκευής, ενέκρινε τελικά το τρίτο και επαχθέστερο όλων, μνημόνιο. Δυστυχώς με την ευθύνη των πολιτικών αυτής της χώρας αλλά και με τη συνευθύνη των πολιτών αυτής της χώρας - αυτό να μην το ξεχνάμε διότι ουδείς είναι πλέον άμοιρος ευθυνών και ουδείς μπορεί να επικαλείται πλέον ως δικαιολογία το «δεν ήξερα, δεν γνώριζα»- φθάσαμε σε αυτό το τραγικό σημείο.
Και έτσι ανοίγεται μπροστά μας ένας καινούργιος "Γολγοθάς" τον οποίο καλούμαστε να ανέβουμε για τρίτη φορά από την αρχή ελπίζοντας ότι μετά τη «Σταύρωση» θα υπάρξει και «Ανάσταση». Αν το καλοσκεφτεί κανείς είναι σαν τα τελευταία έξι χρόνια με το που ανεβαίνουμε την ανηφόρα να κατρακυλάμε πάλι πίσω και να το πιάνουμε από την αρχή.
Και αυτή να είναι μία αέναη διαδικασία.
Οι λέξεις «κλειδιά» σε όλη αυτή την ιστορία, αυτή που ζήσαμε τους τελευταίους έξι μήνες μέχρι το δημοψήφισμα, αυτή που ζούμε μετά το δημοψήφισμα αλλά και αυτή που «γράψαμε» τα τελευταία έξι χρόνια είναι η λέξη «εμπιστοσύνη» και η λέξη «αξιοπιστία». Πολύς λόγος και όχι αδίκως, από τη στιγμή που ένας λαός αισθάνεται καταρρακωμένος, έχει γίνει από τις προηγούμενες εθνικές εκλογές περί «υπερηφάνειας» και «αξιοπρέπειας». Και πάνω σε αυτές τις δυο τελευταίες λέξεις «χτίστηκε» η προεκλογική εκστρατεία του ΣΥΡΙΖΑ που τις έδεσε με την «ελπίδα» και κέρδισε πανηγυρικά τις εκλογές. Ξεχάσαμε όμως ότι η «περηφάνια» και η «αξιοπρέπεια» δεν μπορούν και δεν πρέπει να είναι λέξεις κενές περιεχομένου.
Δεν μπορούν να αποτελούν απλά το «κέλυφος» που θα φιλοξενεί, την αγανάκτηση, την ταπείνωση, τον θυμό ενός ταλαιπωρημένου λαού. Πρέπει να έχουν ουσία, να έχουν αντίκρισμα, να ανταποκρίνονται στην έννοια που η πλούσια ελληνική γλώσσα τους έχει αποδώσει. Και προκειμένου να συμβεί αυτό, άλλες λέξεις όπως η «εμπιστοσύνη» και η «αξιοπιστία» πρέπει να περιλαμβάνονται και να μετουσιώνονται σε πράξεις.
Και η αλήθεια είναι ότι η «εμπιστοσύνη» έχει διαρραγεί και έχει κακοποιηθεί παντελώς και αφού δεν υπάρχει «εμπιστοσύνη» δεν μπορεί να υπάρχει «αξιοπιστία».
Ποια εμπιστοσύνη δεν υπάρχει πια;
Η εμπιστοσύνη ανάμεσα στους πολίτες και τους πολιτικούς.
Ποτέ δεν ήταν το «φόρτε» του ελληνικού πολιτικού συστήματος (και όχι μόνον για να λέμε και την αλήθεια γιατί και οι λοιποί ανά τον κόσμο πολιτικοί δεν είναι «αγγελούδια») αλλά τα τελευταία χρόνια κατέρρευσαν πλέον και αυτά ακόμη τα προσχήματα. Κατέρρευσαν μέσα από τις ίδιες τις κοινωνικοπολιτικές διαδικασίες και τις αλληλεπιδράσεις που είχαν ολέθρια αποτελέσματα για την ελληνική κοινωνία. Μία κοινωνία, που όπως προαναφέραμε, δεν είναι άμοιρη ευθυνών γι αυτό που συνέβη στη χώρα- γιατί από τη «χώρα» ξεκινάμε, αυτή είναι ο κοινός τόπος που μας γέννησε και μας φιλοξενεί όλους και αυτή είναι που πρέπει να επιβιώσει πρώτα από όλα για να υπάρχουμε οι υπόλοιποι.
Αυτό που συνέβη στην Ελλάδα και αυτό που εξακολουθεί να συμβαίνει στη βάση του είναι ένα εκτεταμένο κοινωνιολογικό πρόβλημα, με πολιτικές διαστάσεις. Πολιτική και κοινωνία, στα χρόνια της μεταπολίτευσης σφιχταγκαλιάστηκαν σε έναν μοιραίο χορό ηθελημένης ουτοπίας μοιράζοντας άλλοθι σε εαυτούς και αλλήλους. Και στο πέρασμα των χρόνων της μεταπολίτευσης η ελληνική κοινωνία άλλαξε. Άλλαξαν ή απλώς κατακρημνίστηκαν βασικές αξίες και αρχές. Μετατοπίστηκαν ή απλά εξαφανίστηκαν ηθικοί φραγμοί. Ευτελίστηκαν προτεραιότητες και αναδομήθηκαν πάνω σε βάσεις κοινού συμφέροντος και εύκολου κέρδους. Υιοθετήθηκαν με ευκολία επιλογές «λαμογιάς», «απατεωνιάς», ως κυρίαρχα και προφανώς όχι κατακριτέα αλλά αντιθέτως «πριμοδοτούμενα» προτερήματα του σύγχρονου Έλληνα Ο οποίος σύγχρονος Έλληνας με τις «ευλογίες» και την παραίνεση του πολιτικού συστήματος έμαθε να ζει με πολύ περισσότερα από όσα είχε και μπορούσε και να ζητά όλο και περισσότερα αφού είχε απέναντι του τους πρόθυμους να του τα παράσχουν προκειμένου να εξασφαλίσουν την πολιτική τους μακροημέρευση. Αλλάξαμε ταυτότητα. Γίναμε «άλλοι».
Και ξαφνικά έφθασε μία αποφράδα μέρα που η ροζ φούσκα μέσα στην οποία ζούσαμε όλοι μαζί, έσκασε.
Και οι περισσότεροι αποτύχαμε να καταλάβουμε καν το «γιατί» μην έχοντας συναίσθηση της κατάστασης.
Και επειδή βεβαίως είναι τόσο πολύ πιο εύκολο να κατηγορεί κανείς τους άλλους για τα λάθη του, ή τα δεινά του, ξεκίνησε το λεγόμενο «blame game». Δηλαδή το παιχνίδι αλληλοεπίρρηψης ευθυνών από πολιτικούς σε πολιτικούς, από πολίτες σε πολίτες, από κοινωνικές ομάδες σε κοινωνικές ομάδες και βεβαίως... Και βεβαίως όλοι εμείς που εντός χώρας αλληλοκατηγορούσαμε οι μεν τους δε για όσα συνέβησαν όλοι μαζί συμφωνήσαμε ωστόσο ότι κατά βάσιν φταίνε οι «ξένοι» για τα δεινά μας. Οι «ξένοι» στους οποίους εμείς αποταθήκαμε για να μας... σώσουν, όταν βρεθήκαμε-όχι μόνον μία φορά στο χείλος του γκρεμού- αλλά που θέλαμε και θέλουμε να μας σώσουν με τους δικού μας όρους και όχι με τους δικούς τους.
Γιατί η Ελλάδα δεν βγήκε τόσα χρόνια από τα Μνημόνια;
Γιατί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τα πέρναγε μεν δεν τα εφάρμοζε δε. Η γενική αντίληψη ήταν «άντε να περάσουν δυο-τρία χρόνια να πάρουμε τα λεφτά, να τους... δουλέψουμε (τους ξένους) και να γυρίσουμε στις αγαπημένες μας συνήθειες». Άλλη μία παράμετρος εμπιστοσύνης που έχει διαρραγεί ανεπανόρθωτα και τώρα την βρίσκουμε συνέχεια μπροστά μας. Διότι κι αν ακόμη το Γιούρογκρουπ συμφώνησε εν τέλει, η εκταμίευση θα γίνεται εντελώς τμηματικά και αναλόγως της προόδου. Έχουν μάθει πλέον το μάθημα τους και οι «ξένοι». Ξέρουν πού απευθύνονται και μάλιστα οι τελευταίοι έξι μήνες «περήφανων διαπραγματεύσεων» τους έκαναν και αν ακόμη τους είχαν μείνει κάποιες αμφιβολίες να συνειδητοποιήσουν ότι οι Έλληνες δεν είναι αξιόπιστοι.
...Και γιατί η Ελλάδα δεν βγήκε επίσης από τα Μνημόνια;
Γιατί σε αντίθεση με τις άλλες χώρες αντί τα κόμματα να συσπειρωθούν προ του κοινού εθνικού κινδύνου και να παραμερίσουν την πολιτικάντικη λογική τους, έκαναν ότι περνούσε από το χέρι τους για να δυσκολέψουν κι άλλο την κατάσταση. Τώρα τελευταία «ζούμε» την πολιτική συναίνεση και αυτή εκ μεγάλης εθνικής ανάγκης και βέβαια με βραχεία ημερομηνία λήξης.
Κάπως έτσι βρεθήκαμε στο κατώφλι του τρίτου κατά σειρά Μνημονίου που κατά τραγική ειρωνεία είναι και το πρώτο της «πρώτης φοράς αριστερά». Η οποία διερρήγνυε τα ιμάτιά της- και τα ιμάτια των προηγούμενων κυβερνήσεων με ανοιχτό επί των πεζοδρομίων και των πλατειών κλεφτοπόλεμο- ως η κορωνίδα του αντιμνημονιακού αγώνα. «Ποτέ μη λες ποτέ» σε αυτή τη ζωή.
Έχουμε «σωθεί»; Όχι. Μένει να αποδειχθεί στην πράξη.
Έχουμε μάθει από όσα έχουμε πάθει; Όχι. Έχει αποδειχθεί στην πράξη ποικιλοτρόπως.
Μαρίνα Αποστολοπούλου