Ο όρος αυτός δεν περιλαμβάνει μόνο την άσκηση σωματικής βίας, αλλά μια σειρά από διαφορετικής ποινικής βαρύτητας εγκληματικές συμπεριφορές, όπως τη λεκτική, τη σωματική, την ψυχολογική, τη σεξουαλική βία, τη μορφή βίας διά της παραμελήσεως, την έλλειψη φροντίδας, τη στέρηση ιατρικής περίθαλψης και τον οικονομικό εκβιασμό. Επίσης, οποιαδήποτε πράξη περιλαμβάνει περιορισμό, λεκτική προσβολή, εκφοβισμό ή οποιαδήποτε άλλη συμπεριφορά που μειώνει την αίσθηση του εαυτού, της αξιοπρέπειας, της αυτοαξίας και έχει ως στόχο να ελέγξει και να καθυποτάξει το θύμα συγκαταλέγεται στην παραπάνω μορφή βίας.
Όταν οι ανωτέρω περιπτώσεις κακοποίησης τελούνται μεταξύ ατόμων που συνδέονται με οικογενειακούς δεσμούς ή βρίσκονται εντός έγγαμης ή συντροφικής σχέσης διαλαμβάνουν τον χαρακτήρα της ενδοοικογενειακής βίας.
Μία από τις σοβαρότερες μορφές της συναντάται στα τραύματα ψυχής που προκαλούνται από δυνατές φωνές, βρισιές, προσβολές, συκοφαντικές δηλώσεις και απομόνωση, συμπεριφορές που ικανοποιούν την ανάγκη του δράστη για άσκηση αφενός εξουσίας στο θύμα του αφετέρου πλήρους ελέγχου και κυριαρχίας στο οικογενειακό περιβάλλον.
Ωστόσο, το ενυπάρχον πλέγμα συγγενικών σχέσεων στα περιστατικά αυτά, ο φόβος του στιγματισμού και της ενδεχόμενης διαπόμπευσης
-ιδιαίτερα σε μικρές κοινωνίες-, η χαμηλή αυτοπεποίθηση του θύματος, η αίσθησή του ότι είναι αβοήθητο, όπως και η πεποίθησή του ότι είναι άξιο της μοίρας του, αποτελούν ανασταλτικούς παράγοντες στο να καταγγέλλονται στις αρχές και τους αρμόδιους φορείς τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας από τους παθόντες. Επίσης, αντίστοιχα περιστατικά βίας αποφεύγουν να καταγγέλλουν και όσοι τρίτοι έχουν λάβει γνώση αυτών.
Έτσι οι βίαιες αυτές συμπεριφορές καλύπτονται και αποσιωπούνται με αποτέλεσμα μεταξύ της καταγεγραμμένης και της πραγματικής εγκληματικότητας να παρεμβάλλεται η αφανής εγκληματικότητα.
Για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας θεσπίστηκε ο νόμος 3500/2006 (ΦΕΚ 232/Α΄/24-10-2006), ο οποίος ορίζει την ενδοοικογενειακή βία ως τέλεση αξιόποινης πράξης σε βάρος μέλους της οικογένειας, σύμφωνα με τα άρθρα 6,7,8 και 9 του παρόντος και τα άρθρα 299 και 311 του Ποινικού Κώδικα. Στόχος του δεν είναι να επιδιώξει απλά να δημιουργήσει ένα προστατευτικό πλέγμα απέναντι στις γυναίκες, στις οποίες το φαινόμενο αυτό εκδηλώνεται συχνότερα, αλλά να προστατεύσει πέραν αυτών έναν ευρύτερο κύκλο προσώπων, όπως παιδιά, ηλικιωμένους, ανήμπορους, χωρίς να παρεμβαίνει στην ιδιωτική ζωή των μελών της οικογένειας. Προϋποθέτει δε, ένα καινοτόμο μέτρο, αυτό της ποινικής διαμεσολάβησης, που στοχεύει κυρίως στην αποφυγή του στιγματισμού από τη δικαστική διένεξη.
Δεδομένου ότι πλέον υπάρχει ένα ικανό νομικό πλαίσιο για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας και έχουν συγκροτηθεί φορείς για την παροχή άμεσης νομικής και οικονομικής βοήθειας στα θύματα, απαιτείται οποιαδήποτε μορφή κακοποίησης να καταγγέλλεται από το θύμα ή από οποιονδήποτε τρίτο λαμβάνει γνώση του περιστατικού. Όσο τα στόματα παραμένουν κλειστά, η βία θα διαιωνίζεται και θα αποτελεί κοινωνική παθογένεια.
Η κοινωνία οφείλει να είναι αρωγός των θυμάτων κι όχι απλός παρατηρητής. Στόχος όλων μας πρέπει να είναι όχι μόνο η καταστολή της ήδη εκδηλωθείσας έκρηξης βίας, αλλά και η πρόληψή της στα όψιμα στάδια έκφρασής της. Μονάχα έτσι μπορούμε να ελπίζουμε πως το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας θα περιοριστεί αισθητά και δραστικά.
Από τη Γεωργία Αλεξανδρή-Μπασδέκη, δικηγόρο Παρ’ Εφέταις, διαπιστευμένη διαμεσολαβήτρια Υ.Δ.Δ.Α.Δ.