Οι νέοι εκείνοι-εκτός από την αλλαγή του καθεστώτος-επεδίωκαν, συν τοις άλλοις, τον απεγκλωβισμό της πολιτικής ζωής τόσο από το προ-χουντικό καθεστώς των παρεμβάσεων του παλατιού όσο και από την εκτεταμένη κομματική φαυλότητα και τους πελατειακούς μηχανισμούς που κρατούσαν δέσμια τη χώρα σε κατάσταση πολιτικής και πολιτισμικής υστέρησης. Επεδίωκαν, δηλαδή, τη χειραφέτησή τους από τους «μαυρογιαλούρους» του παλαιοκομματισμού και την έκφρασή τους μέσα από νέους πολιτικούς σχηματισμούς. Όπερ και εγένετο.
Η ίδρυση της Νέας Δημοκρατίας (Ν.Δ.) από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και του ΠΑΣΟΚ από τον Ανδρέα Παπανδρέου σηματοδότησαν την κατεύθυνση ανανέωσης του πολιτικού προσωπικού και η διακυβέρνησή τους είχε σημαντικά επιτεύγματα (ένταξη στην ΕΟΚ, δημοψήφισμα για τον θεσμό της βασιλείας, κοινωνική απελευθέρωση, ανάπτυξη κοινωνικού κράτους, ένταξη στην ΟΝΕ, είσοδος της Κύπρου στην ΕΕ και στην ευρωζώνη, δημιουργία υποδομών κοκ).
Ωστόσο και στα δύο αυτά προσωποπαγή κόμματα παρεισέφρησαν εκπρόσωποι του «παλαιού» και επιτήδειοι «νέοι» που εκμεταλλεύτηκαν το έλλειμμα διαφάνειας και ουσιαστικού εσωκομματικού απολογισμού και δημιούργησαν ξανά μηχανισμούς προώθησης ημετέρων. Ο εκφυλισμός δε στο να «κληροδοτείται» η ηγεσία των κομμάτων σε γιούς, ανιψιούς και θυγατέρες ευνόησε ακόμη περισσότερο τα παρακμιακά φαινόμενα (διαφθορά, διαπλοκή, οργιώδης «χρηματοδότηση» και δανειοδότησή τους κλπ). Όλα αυτά ήταν που οδήγησαν στη χρεοκοπία και στην πλήρη, σχεδόν, αποδυνάμωση της χώρας φέρνοντάς την σε κατάσταση υποτέλειας, της οποίας το τίμημα ίσως εκκρεμεί ακόμη στην Κύπρο και στο Αιγαίο.
Είναι αναμφισβήτητο πως η εξέγερση του Πολυτεχνείου ανανέωσε την εμπιστοσύνη των Ελλήνων στην πολιτική. Η εμπιστοσύνη, όμως, στην πολιτική, 46 χρόνια μετά, είναι και πάλι ζητούμενο. Διότι μπορεί η χούντα να κατέρρευσε, τελικώς, υπό το βάρος της Κυπριακής τραγωδίας αλλά και η πολιτική μας εκπροσώπηση, ιδιαίτερα κατά την περίοδο των «γόνων», συνδέθηκε με την οικονομική κατάρρευση και την τεράστια αύξηση της ανεργίας των νέων, με όλες τις συνέπειες που κατά καιρούς αναλύσαμε. Διότι, για να συνειδητοποιήσουμε το πραγματικό μέγεθός της, αρκεί να φαντασθούμε ότι επιστρέφουν ξαφνικά στην πατρίδα το μισό εκατομμύριο «εξοστρακισμένων» νέων και ότι εγγράφονται στους καταλόγους της ανεργίας. Τότε θα μπορούσαμε να αντιληφθούμε καλύτερα το πραγματικό μέγεθος της νεοελληνικής τραγωδίας.
Όμως, στις μέρες μας, το έλλειμμα εμπιστοσύνης στην πολιτική και στην εκπροσώπησή της μεγεθύνεται όχι μόνο στην πατρίδα μας αλλά και παγκοσμίως. Οι λόγοι γι’ αυτή την αρνητική εξέλιξη είναι ποικίλοι και συνδέονται με την πλήρη επικράτηση του neo-καπιταλιστικού προτύπου. Διότι η ανεξέλεγκτη δύναμη των επονομαζόμενων «αγορών»-η οποία ενισχύεται περαιτέρω από τον έλεγχο εκ μέρους τους της νέας τεχνολογικής επανάστασης-απαιτεί και επιβάλλει την υποταγή της πολιτικής στα κελεύσματά τους. Οτιδήποτε δεν ευνοεί τη «λογική» τους θεωρούν ότι πρέπει να ισοπεδωθεί. Αυτό το φανερώνει η ενίσχυση των δυνάμεων του αυταρχισμού στη Νότια Αμερική καθώς και η άρνηση της κλιματικής αλλαγής από «ηγέτες» συνδεδεμένους με ισχυρά συμφέροντα (Τραμπ, Μπολσονάρου).
Το διαμορφούμενο, λοιπόν, νέο και κυρίαρχο παγκόσμιο πολιτικό δίπολο δεν θα είναι πλέον Δεξιά και Αριστερά (ή Προοδευτικοί και Συντηρητικοί), αλλά θα είναι από τη μια μεριά ο αυταρχικός νέο-φιλελευθερισμός (Τραμπ, Πούτιν, Ερντογάν, Μπολσονάρου κλπ) και από την άλλη θα βρίσκεται το σύνολο των δημοκρατικών πολιτικών δυνάμεων. Γι’ αυτό, οι νέοι, που πολλές φορές τους αδικούμε με τις κρίσεις μας, οσμίζονται τα επερχόμενα αδιέξοδα που δημιουργούνται από την κλιματική επιδείνωση, από τη βίαιη «εισβολή» νέων τεχνολογιών στην παραγωγική διαδικασία και από τις διευρυνόμενες ανισότητες και αρχίζουν να οργανώνονται και να αντιδρούν.
Το είδαμε αυτό να συμβαίνει παλαιότερα στο Παρίσι με την εξέγερση των νεαρών αφρικανών εμιγκρέδων, το είδαμε ξανά στο Παρίσι με τα κίτρινα γιλέκα, το παρατηρούμε τώρα στις κινητοποιήσεις της Γκρέτα Τούνμπεργκ. Αισιοδοξούμε ότι θα το δούμε σύντομα να εκφράζεται, με πιο συγκροτημένο τρόπο, ως απαίτηση για επανακαθορισμό των προτεραιοτήτων της ανθρωπότητας σε έναν πλανήτη που θα είναι βιώσιμος. Όπου οι έννοιες ανισότητα, εκμετάλλευση, πείνα, προσφυγιά, έλλειψη εκπαίδευσης, έλλειψη περίθαλψης και έλλειψη ελευθερίας θα απουσιάζουν από το καθημερινό λεξιλόγιο των απλών ανθρώπων.
Ένα τέτοιο παγκόσμιο νεολαιίστικο κίνημα θα μπορούσε να φυτέψει και πάλι «τυφλές ελπίδες στα μυαλά των ανθρώπων (Αισχύλος, Προμηθέας δεσμώτης)» όπως συνέβη τότε στην Αθήνα, στο Πολυτεχνείο. Η επιτυχία αυτού του κινήματος θα μπορούσε να σημάνει το τέλος της απληστίας των ισχυρών και την αρχή για τη δημιουργία ενός πιο δίκαιου κόσμου όπου «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν ή θήλυ (Προς Γαλάτες Επιστολή Αποστόλου Παύλου)». Σε έναν κόσμο όπου τα τεχνολογικά επιτεύγματα θα είναι σε όφελος όλων των ανθρώπων κι όπου «οι αρχιμάστορες δεν θα χρειάζονται παραγιούς ούτε τα αφεντικά δούλους (Αριστοτέλης Πολιτικά, 1253β35)».
Έναν κόσμο όπως περίπου τον οραματίστηκαν και οι φοιτητές του Πολυτεχνείου «που τους έλεγαν αλήτες».
Από τον Δημήτρη Νούλα, χημικό