Εν τούτοις, στις ημέρες μας, ποικιλώνυμοι ηγέτες επιδεικνύουν με αλαζονεία τους πυραύλους που πωλούν ή αγοράζουν και ξεχνούν ότι η ζωή είναι ανεπανάληπτο αγαθό και είναι άδικο να τη σπαταλούμε ή να την αφανίζουμε. Ένας απ’ αυτούς τους ηγέτες είναι κι ο «κουμπάρος» μας μεν αλλά δύσκολος γείτονας, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Ο πολιτικά «εφτάψυχος» και -παρά τα θρυλούμενα- ευφυής Τούρκος Πρόεδρος (είναι άλλο πράγμα η σοφία), στη διάρκεια της μακράς παραμονής του στην εξουσία, σταδιακά αλλά μεθοδικά, «με φωτιά και με τσεκούρι», περιόρισε τα δίκτυα δυτικής επιρροής στην Τουρκία και έγειρε αποφασιστικά τη ζυγαριά προς το Ισλάμ, το οποίο χρησιμοποιεί ως εργαλείο πάσης χρήσεως. Στην εξωτερική του δε πολιτική, υιοθέτησε τις θέσεις του Νέο-οθωμανισμού (δόγμα Νταβούτογλου) περί «αναβίωσης» της επιρροής της Τουρκίας στα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Σύμφωνα, λοιπόν, με το δόγμα αυτό η σημερινή Τουρκία «δικαιούται» να επεμβαίνει σε υποθέσεις πρώην κτήσεών της με μουσουλμανικούς πληθυσμούς και δεν πρέπει να είναι εξαρτώμενη αποκλειστικά από έναν και μόνο ισχυρό διεθνή παράγοντα όπως είναι π.χ. οι ΗΠΑ. Θεωρεί (ο Νταβούτογλου) λάθος της τουρκικής διπλωματίας το ότι αυτή συμφώνησε παλαιότερα για το ισχύον καθεστώς στο Αιγαίο και την παραχώρηση των νησιών (κυρίως τα Δωδεκάνησα) στην Ελλάδα. Στην Κύπρο -εξαιτίας της στρατηγικής της θέσης- πιστεύει ότι πρέπει να έχει η Τουρκία πάντοτε στρατιωτική παρουσία. Ανάλογες απόψεις έχει για τα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή.
Μελετώντας προσεκτικά τις παραπάνω θέσεις διαπιστώνουμε ότι ο Ρ. Τ. Ερντογάν, που έλκει την πολιτική του καταγωγή από το εθνικιστικό κόμμα του Ερμπακάν, ακολουθεί κατά γράμμα τις «οδηγίες» Νταβούτογλου αλλά χωρίς αυτόν. Ενισχύει διαρκώς το οπλοστάσιό του και κάνει κινήσεις αποσκίρτησης από τις ΗΠΑ. Διεισδύει με πολλούς τρόπους στα Βαλκάνια και στη Μέση Ανατολή, κλείνει εμπορικές συμφωνίες με ισχυρές χώρες ώστε να τις «ουδετεροποιεί» σε κρίσιμα ζητήματα, στα οποία εμπλέκεται η Τουρκία με τρίτους. Κλείνει μέτωπα και δημιουργεί ζώνες «ειρήνης» στην περιοχή των Κούρδων χωρίς, όμως, να συγκρούεται -ελέω Ρωσίας- με τη Συρία. Τέλος, αμφισβητεί εμπράκτως το status στην Ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο.
Συνεπώς δεν είναι κάποιες εικασίες αλλά τα γεγονότα που αποκαλύπτουν ότι οι διεκδικήσεις και οι επιθετικές κινήσεις του στην Κύπρο και στο Αιγαίο δεν αποτελούν απλώς πράξεις εντυπωσιασμού αλλά, τουναντίον, συνιστούν μακροχρόνιο σχεδιασμό και προετοιμασία πολέμου εναντίον μας με σαφή πρόθεση αναθεώρησης των ισχυουσών συνθηκών και κυρίως εκείνης της Λωζάνης (1923). Όλα δε αυτά εντάθηκαν από τότε που άρχισαν οι έρευνες για αξιοποίηση των ενεργειακών αποθεμάτων στη λεκάνη της Μεσογείου.
Ήδη η Κύπρος και το Ισραήλ κατήγγειλαν στον ΟΗΕ τις επεκτατικές διαθέσεις της Τουρκίας οι οποίες, όπως είναι φυσικό, δημιούργησαν και δημιουργούν αντι-συσπειρώσεις κρατών όπως είναι η Ελλάδα, η Κύπρος, η Αίγυπτος και το Ισραήλ. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, οι Έλληνες, μετά και από την οδυνηρή -για τα μεσαία και κάτω στρώματα- χρεοκοπία, απαιτούν, από την πολιτική ηγεσία, άριστη οργάνωση και προετοιμασία στα κρίσιμα εθνικά θέματα με ταυτόχρονη διατήρηση της κοινωνικής και εθνικής συνοχής.
Για την ορθότερη προετοιμασία της η πολιτικο-στρατιωτικο-οικονομική μας ελίτ καλό είναι να μελετήσει προσεκτικά το “Δόγμα Νταβούτογλου” προκειμένου να βγάλει ασφαλή συμπεράσματα σχετικά με τις προθέσεις της Τουρκίας απέναντί μας. Διότι η τουρκική ελίτ, σύσσωμη σχεδόν, κατελήφθη από το πνεύμα του «νέο-οθωμανισμού» που δεν είναι παρά ένα μίγμα επικίνδυνου εθνικιστικού μεγαλοϊδεατισμού, μιλιτιρασμού και ισλαμικού φανατισμού που, όπως παρατηρούμε, διαπερνά ολόκληρη την τουρκική κοινωνία, ακόμη και τους αθλητές.
Οφείλει, όμως, ακόμη περισσότερο, η ελληνική ελίτ να (ξανα)μελετήσει τον Θουκυδίδη αλλά και τις αρχαίες τραγωδίες, προκειμένου να προβεί σε ορθή διάγνωση για το ποιες είναι πραγματικά οι δυνάμεις που κινούν την ιστορία του ανθρώπου. Κι ότι οι δυνάμεις αυτές δεν γίνεται να κατευνασθούν με χαχανητά και ανόητα καλαμπούρια στις επιτροπές της Βουλής, όπως γίνεται π.χ. στους ελληνικούς καφενέδες. Ούτε, ασφαλώς, με αβάσιμες προσδοκίες για τον σωτήριο, δήθεν, ρόλο των συμμάχων μας.
Στο πεδίο, λοιπόν, των ελληνοτουρκικών «εχθροπραξιών» απαιτείται από την παρούσα κυβέρνηση αυτοσυγκράτηση και μεγάλη προσοχή στις «παγίδες» που στήνονται, ενδυνάμωση της πολιτικής συνεννόησης, ενίσχυση της αποτρεπτικής μας ισχύος, αναζήτηση ουσιαστικών συμμαχιών, καλός σχεδιασμός και προσήλωση στο διεθνές δίκαιο. Βλέποντας, άλλωστε, την εγκατάλειψη των Κούρδων στο Αφρίν (αλλά και προσφάτως) πρέπει να βγάλουμε τα σχετικά συμπεράσματα. Δεν πρέπει να παρασυρθούμε, από την τυχόν ενθάρρυνση «φίλων και εταίρων», σε άμυαλους τυχοδιωκτισμούς όπως, αρκετές φορές, πράξαμε κατά το παρελθόν.
Ταυτοχρόνως, ας έχουμε υπόψηπως όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος διαπραγματευόταν, ως ο νόμιμος εκπρόσωπος της Ελλάδας, με τον Ισμέτ Πασά (Ινονού), τη συνθήκη της Λωζάνης είχε ταυτόχρονα παραγγείλει στην τότε ελληνική κυβέρνηση (Πλαστήρα) να προετοιμάσει, για κάθε ενδεχόμενο, μια άρτια εκπαιδευμένη στρατιά στον Έβρο. Ο Θεόδωρος Πάγκαλος (παππούς του σημερινού) έκανε εξαιρετική δουλειά και δημιούργησε, σε λίγους μήνες, ένα αξιόμαχο στράτευμα, ικανό για έναν ακόμη πόλεμο προκειμένου να τιθασευτούν οι παράλογες (και τότε) απαιτήσεις της Τουρκίας.
Διότι μοναδική, δυστυχώς, ελπίδα για την αποφυγή της σύγκρουσης, μοναδικός σταθεροποιητικός παράγων για την ειρήνη και αναστολέας των επιθετικών ενστίκτων του γειτονικού μας «αρπακτικού» αποτελεί το ισχυρό εκ μέρους μας μήνυμα ότι το άνοιγμα «της πόρτας του φρενοκομείου» θα είναι εξίσου τουλάχιστον οδυνηρό και επιζήμιο για όλους. Αυτό, βέβαια, απαιτεί περαιτέρω θυσίες από έναν καθημαγμένο -από τη δεκαετή, σχεδόν, οικονομική κρίση- λαό και για αυτό ακριβώς επανειλημμένως στην αρθρογραφία μας τονίσαμε ότι και οι «έχοντες» οφείλουν επιτέλους να σηκώσουν τα αναλογούντα βάρη.
Στο τέλος της 2ης δεκαετίας του 21ου αιώνα παρατηρούμε υπερ-συσσώρευση αρνητικής ενέργειας στον διεθνή ορίζοντα. Όταν συμβαίνει αυτό, υπάρχουν στον πλανήτη κάποια σημεία στα οποία ξεσπούν «καταιγίδες» με τη μορφή τοπικών συρράξεων. Οι συρράξεις αυτές μπορεί να προκαλέσουν και γενικότερη ανάφλεξη όταν τα πράγματα «ξεφεύγουν» και χάνεται ο έλεγχος ή όταν τα θιγόμενα συμφέροντα είναι πολύ μεγάλα. Βρισκόμαστε, ως χώρα, ακόμη μια φορά, σ’ ένα τέτοιο σημείο. Γι΄αυτό, όσο κι αν ακούγεται δυσάρεστο, θα το τονίσουμε: πρέπει να προετοιμαζόμαστε για πόλεμο προκειμένου να τον αποφύγουμε.
Διότι οι δυνάμεις της απληστίας δεν καταλαβαίνουν τίποτε από φιλειρηνικά μηνύματα και ευχολόγια. Αντιλαμβάνονται μόνο τη γλώσσα της ισχύος. Τη γλώσσα τους.
Από τον Δημήτρη Νούλα, χημικό