Έχουν έρθει από μακριά, φοράνε μαύρες μαντήλες κι αυτήν την ανατολίτικη κοψιά τους δεν την ζυγιάζεις κι εύκολα. Βάδιζε αργά σέρνοντας ένα παιδί από το χέρι, είχε κι ένα δεύτερο, ένα μωρό στην αγκαλιά. Παιδιά μελαχρινά, σκούρα, με κατσαρά μαύρα μαλλιά. Τη λένε Φατμέ; Τη λένε Σαμίρα ή Σαχάρ; Είναι Σύρια; Αφγανή; Πακιστανή; Τι ψάχνεις να βρεις, έχει χαθεί πια ο έλεγχος, άκρη δεν βγαίνει.
Ένα κύμα συμπάθειας με κατέλαβε. Όλοι ανησυχούμε για την εισβολή τόσων προσφύγων και λαθρομεταναστών στην Ελλάδα, μα, σαν αντικρίζεις μια μικρομάνα, ένα… παιδί δηλαδή που μεγαλώνει άλλα δύο παιδιά, λυγίζεις. Η ανθρώπινη διάσταση κυριαρχεί. Τι χρωστάνε κι αυτά τα ανθρώπινα συντρίμμια; Και πρώτα απ’ όλα τι χρωστάνε τα παιδιά;
Η γυναίκα που ανέβαινε την οδό Ολύμπου, πιθανότατα, πέρασε μέσα από φωτιές και κύματα. Το χωριό της βομβαρδίστηκε, το νοικοκυριό, το βιος της, όλα χάθηκαν, ίσως και για πάντα, η ζωή της ξεθεμελιώθηκε. Και μετά σε μια βάρκα. Κι όποιος ζήσει. Η απελπισία σε κάνει καμιά φορά τόσο τολμηρό όσο δεν φαντάζεσαι. Κι όμως ! Μέσα σ’ αυτές τις αναταράξεις της ζωής, μέσα στους αφιλόξενους δρόμους της προσφυγιάς και τις εφιαλτικές «Μόριες» όπου βρέθηκε, πήρε την απόφαση να γεννήσει παιδί, το μωρό που κρατούσε στην αγκαλιά της.
Καμιά τρακοσαριά μέτρα πιο κάτω, στην πλατεία Ταχυδρομείου, η Τζένη, Λαρισαία ετών είκοσι και κάτι, συνομήλικη δηλαδή με τη γυναίκα της οδού Ολύμπου, έπινε «φρέντο εσπρέσσο, μέτριο με μαύρη» με τη φιλενάδα της. Έτσι συνηθίζουμε να κάνουμε τα Σάββατα στην πόλη μας. Να χαλαρώνουμε στις πλατείες με την παρέα και δεν απολογούμαστε καθόλου και σε κανέναν γι’ αυτό. Η Τζένη φορούσε κομψά ρούχα, εντάξει, κινέζικα ήταν, αλλά κομψά ωστόσο. Ασχολούταν συνεχώς με το «i-phone» που αγόρασε μεταχειρισμένο από το Ιντερνετ, σε καλή τιμή. Ροζ ανταύγειες στο μαλλί, νύχια που γυάλιζαν από το πολύ στρας. Και ένα διακριτικό τατουαζάκι στον λαιμό, ένα μικρό τριανταφυλλάκι νομίζω, και δίπλα μια ημερομηνία που κάτι θα σήμαινε γι’ αυτήν. Ίσως έναν έρωτα που δεν υπάρχει πια, αλλά το τατουάζ δεν σβήνει εύκολα, μένει να θυμίζει αναμνήσεις, κάποτε δυσάρεστες.
Η Τζένη της «Ταχυδρομείου», άφησε κάποια στιγμή το κινητό στο τραπέζι κι έπιασε κουβέντα με τη φίλη της, επαναλαμβάνοντας τις ίδιες πάνω – κάτω ερωτήσεις, «πώς περάσατε χτες», «πού πήγατε», «ποιο μαγαζί έχει προσφορές» σε καλλυντικά ή ρούχα και πως της «την έσπασε» χτες το αφεντικό – σε μαγαζί με ιμιτασιόν αρώματα δουλεύει, αμοιβή τετρακόσια ευρώ τον μήνα, συν ασφάλεια γιατί κυνηγάνε πολύ για ανασφάλιστους και τα αφεντικά μαζεύτηκαν κάπως.
Δύο εικόνες, δύο κόσμοι στη σημερινή Λάρισα. Από τη μια τα νιόφερτα ανατολίτικα ήθη. Όλες αυτές οι «Φατμέ» με τις μαντήλες, που έχουν εγκατασταθεί κιόλας στην πόλη μας -απ’ ό,τι φαίνεται για καιρό- και που κυκλοφορούν περιστοιχισμένες από ένα τσούρμο κουτσούβελα. Από την άλλη οι «Τζένες», όλα αυτά τα δικά μας κορίτσια που ζουν την κανονική ζωή που αντιστοιχεί στα κοριτσόπουλα αυτής της ηλικίας.
Νιώθω πραγματικά την ανάγκη να υπερασπιστώ την Τζένη. Στην ουσία να υπερασπιστώ τον δυτικό τρόπο ζωής. Τον πολιτισμό μας. Όχι! Δεν είναι ούτε σωστό, ούτε λογικό να γεννάς αβέρτα – κουβέρτα παιδιά στα είκοσί σου, πριν ακόμη καταλάβεις καλά - καλά το σώμα σου και πριν αποφασίσεις τι θες στη ζωή σου. Όσο κι αν καιγόμαστε για γεννήσεις στη χώρα, η γυναίκα δεν είναι αναπαραγωγική μηχανή. Γεννοβολούσαν παιδιά ακόμη και μέσα στον πόλεμο και την κατοχή οι γιαγιάδες και οι προγιαγιάδες μας. Κλεισμένες στις μικρές απομονωμένες κοινωνίες των χωριών τους, μικροπαντρεμένες, απόλυτα εξαρτώμενες απ’ τον άντρα, έφερναν στον κόσμο παιδιά δίχως να αναρωτιούνται ούτε πώς θα τα μεγαλώσουν, ούτε τι θα απογίνουν στη ζωή. Όσο κι αν κάποιοι νοσταλγούν αυτό το «μοντέλο», η αλήθεια είναι πως όλα τα κινούσε η ανάγκη για εργατικά χέρια, η ζωή που ήταν απλή και δεν είχε απαιτήσεις, τα ήθη της εποχής αλλά και η αμάθεια. Η πολυτεκνία, αν δεν αποτελεί συνειδητή επιλογή, χαρακτηρίζει συνήθως υπανάπτυκτες χώρες και κοινωνίες. Η Δύση, όταν άρχισε να ευημερεί, έπαψε να γεννά σαν άλλοτε. Διότι το ζήτημα δεν είναι να γεννάς παιδιά και… όσα ζήσουν… έζησαν. Αλλά να εξασφαλίζεις στα παιδιά που φέρνεις στον κόσμο υγεία, τροφή, εκπαίδευση, καλές συνθήκες ζωής. Αλλιώς γίνεσαι Αφρική, όπου οι θάνατοι των παιδιών συνιστούν μια ανείπωτη γενοκτονία με πολλούς συνενόχους. Και είναι ακριβώς γι’ αυτό που οι Κινέζοι έφτασαν στο σημείο να απαγορεύσουν δια Νόμου τις γεννήσεις.
Ένας αναγνώστης που τελευταία μου στέλνει μηνύματα και με περνά γενεές δεκατέσσερις με όχι ιδιαίτερα κομψό τρόπο, μου έγραψε μεταξύ άλλων:
- «Να ξυπνήσουν οι Έλληνες από τον λήθαργο της καλοπέρασης και να κάνουν παιδιά! Τόσοι νέοι άγαμοι, τόσοι έγγαμοι με ένα ή δύο παιδιά μόνο; Αλλά αυτό δεν τολμάς να το γράψεις. Οι λαθρομετανάστες να πάνε σπίτια τους».
Τι καλά που θα’τανε να ήταν τα πράγματα τόσο… απλά όσο τα βλέπει ο καλός αναγνώστης, που δηλώνει πατέρας πέντε παιδιών (να του ζήσουν!) και παιδί… δεκαμελούς οικογένειας ο ίδιος. Αλλά δεν είναι. Ο δυτικός τρόπος ζωής που οι περισσότεροι ασπαζόμαστε και υιοθετούμε σήμερα είναι αυτός που είναι και δεν αλλάζει. Δίνει προτεραιότητα στον άνθρωπο και τις ανάγκες του και όχι στην απλή… αναπαραγωγή του είδους. Δεν γίνεται να ξαναγυρίσουμε στις εποχές που πάντρευαν τα κορίτσια μόλις τελείωναν το Λύκειο και αυτά άρχιζαν να γεννούν νωρίς – νωρίς. Για χίλιους δύο λόγους που έχουν πολλάκις εξηγηθεί.
Το πρόβλημα βέβαια είναι πως τα… μαθηματικά της ιστορίας είναι αδυσώπητα. Οι γυναίκες της οδού Ολύμπου, -και λόγω της θρησκείας τους- θα γεμίσουν την Ευρώπη με παιδιά. Οι ισορροπίες θα κινδυνεύσουν να ανατραπούν. Ήδη στη Βιέννη, ανακοινώθηκε ότι ο αριθμός των ξένων μαθητών ξεπέρασε τους ντόπιους. Και τα παιδιά αυτά – ας μην είμαστε αφελείς- προερχόμενα από πολιτισμούς όπου η φανατίλα και η θρησκευτική τύφλωση είναι βασικός τρόπος σκέψης θα δημιουργήσουν προβλήματα που δεν είναι δύσκολο να φανταστείς.
Η ιστορία έχει περάσει σε δύσκολη καμπή. Και οι δυτικοί ηγέτες δείχνουν τόση εθελοτυφλία και τόση αφέλεια ώστε να πιστεύουν πως το πρόβλημα θα λυθεί με τείχη και φράχτες . Κούνια που τους κούναγε… Δυστυχώς το ποτάμι ξέφυγε από την κοίτη… Έρχεται, πλησιάζει ορμητικό…
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr