Λέγεται, ότι η ανάγνωση και η σκέψη απαιτεί να έχουμε ικανοποιήσει πρώτα τις επιτακτικές σωματικές ανάγκες και ύστερα τις πνευματικές, όπως έκαναν οι αρχαίοι φιλόσοφοι καλή ώρα. Φυσικά ο σοβαρός αντίλογος έρχεται και μας υπενθυμίζει ότι εξακολουθούμε να είμαστε εκτεθειμένοι στην καθημερινή πείνα γιατί δεν σκεφτόμαστε, γιατί δεν προνοούμε, γιατί δεν σχεδιάζουμε, γιατί δεν διαβάζουμε. Όλα αυτά δηλαδή απαιτούν η πνευματική εργασία να προηγείται της σωματικής. Εν ολίγοις, πεινάμε γιατί δεν σκεφτόμαστε.
Ο ικανοποιημένος δούλος δεν αναζητά πολιτικές ελευθερίες, γενικόλογα δικαιώματα ή αβάστακτες ευθύνες για να νιώσει ικανοποιημένος. Το αν ψηφίζει ελεύθερα, το αν ασκεί κριτική στα δημόσια πράγματα, το αν αναλαμβάνει ευθύνες, δεν έχουν την ίδια αξία όσο το να κατέχει ένα οικόπεδο, να έχει στην ιδιοκτησία του ένα σπίτι ή χρήματα στην τράπεζα. Μέσα σε αυτή την υλική λογική, ένα πιάτο φαγητό είναι προτιμότερο από την κατάκτηση μιας νέας ιδέας.
Η σημερινή αποχή από την ενεργό πολιτική συμμετοχή έχει ένα τέτοιο χαρακτηριστικό υλικής δουλοπρέπειας. Η μαζική αποχή από την εκλογική διαδικασία φυσικά δεν είναι φαινόμενο ελληνικό. Η στροφή στην ιδιωτικότητα είναι μια ελεύθερη επιλογή. Μπορεί όμως ένας δούλος να είναι ελεύθερος; Αυτό μοιάζει παράδοξο θα πείτε. Μπορεί, γιατί η δημοκρατία το επιτρέπει. Έτσι, η οικογένεια και μερικοί φίλοι είναι ολόκληρος ο κόσμος του. Η παραχώρηση όλου του δημόσιου βίου και των αποφάσεων σε μερικούς εκλεγμένους αντιπροσώπους είναι η αιτία της δουλείας τους. Ο ικανοποιημένος δούλος θέλει την ησυχία του, να κάνουν οι άλλοι τη δουλειά του.
Η πολιτική συμμετοχή της αρχαιότητας έχει αντικατασταθεί από την αγάπη στην ιδιωτικότητα (Benjamin Constant). Επίσης, δεν υπάρχει πίστη στην ομοιογένεια της κοινωνίας, αφού αυτή «εκφυλίζεται» από λογιών-λογιών μετανάστες, γλώσσες, θρησκείες. Αυτή η κοινωνία δεν είναι δική τους. Έτσι, ο δημόσιος βίος γίνεται μια ανήθικη αρένα όπου η επαφή μαζί της μπορεί να τον μολύνει, τα συμφέροντα δεν είναι ίδια μέσα σε μια κοινωνία γεμάτη ετερογένεια, όπου ο πιο ισχυρός ποδοπατά τον ανίσχυρο. Αφού δεν έχει τη δύναμη να επιβληθεί, προσδίδει στον εαυτό του στοιχεία ηθικής τελειότητας και εντιμότητας και απομακρύνεται από αυτή τη νοσογόνο κατάσταση γιατί είναι άφθαρτος. Ο ικανοποιημένος δούλος είναι μια προσωπικότητα διττή: μπροστά στον πρώτο υπαλληλίσκο σκύβει το κεφάλι του και με την πρώτη ευκαιρία αρχίζει τα νταηλίκια όταν η δύναμη του κράτους μειωθεί (Alexis de Tocqueville). Σαν τα παιδιά που δεν μπορούν να τα βάλουν με τον πατέρα τους και κλοτσούν τα σκυλιά.
Ο σύγχρονος δούλος δεν φοβάται τη σκλαβιά. Φοβάται τη φτώχεια. Άλλαξε η μορφή αλλά όχι η ουσία. Τα πολιτικά δικαιώματα - το εκλέγειν και το εκλέγεσθαι -, τα αστικά δικαιώματα - η ιδιοκτησία-, δεν τον απελευθέρωσαν. Το δικαίωμα στην εργασία δεν τον έκανε αυτόνομο και ανεξάρτητο όσο κοιτάζει την ανεργία να τον απειλεί. Αν προσθέσουμε τις νέες ανάγκες, από τις οικιακές συσκευές μέχρι το αυτοκίνητο, τα δάνεια, η βελτίωση των συνθηκών της ζωής των παιδιών του, η ανάγκη για εργασία γίνεται όλο και πιο επιτακτική. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον πόση ελευθερία μπορεί να επιτευχθεί; Ο σύγχρονος δούλος εργάζεται, πληρώνει τις υποχρεώσεις του, έχει μια άνετη ζωή, αισθάνεται ασφαλής μέσα στο κράτος του. Αυτό το κράτος τού εγγυάται το μέλλον του, είναι εξουσιοδοτημένο να αποφασίζει ακόμα και ερήμην του. Έτσι, ο απλός δούλος του παρελθόντος γίνεται ο ικανοποιημένος δούλος του σήμερα. Απολαμβάνοντας το βραδινό του ευτυχισμένος μαζί με την οικογένειά του, βλέποντας τις ειδήσεις στην τηλεόραση να του λένε τι έγινε σήμερα, πώς θα πάνε τα πράγματα την επόμενη ημέρα, παραχωρεί στους πολιτικούς μεγαλύτερη δύναμη από αυτή που κατέχει. Καληνύχτα.
Από τον Αχιλλέα Ε. Κούμπο