Γεννήθηκε το 1781 στο χωριό Μεγάλη Αναστάσοβα των Πισινών Χωριών του Μυστρά (σημερινή Νέδουσα Μεσσηνίας), στους πρόποδες του Ταϋγέτου, 25 χλμ. από την πόλη της Καλαμάτας, όπως μας διηγείται ο ίδιος στα απομνημονεύματά του που κατέγραψε ο Γ. Τερτσέτης.
Τίμιος, ανιδιοτελής και σκληραγωγημένος, από την αρχή της Επανάστασης βρισκόταν πάντα στην πρώτη γραμμή, δίπλα στον θείο του Θοδωρή Κολοκοτρώνη, τον οποίο δεν εγκατέλειψε ποτέ. Θα τον δούμε παντού στις μάχες. Στο Βαλτέτσι, στα Δολιανά (όπου κέρδισε και τίτλο του τουρκοφάγου), στο Μεσολόγγι, στην Αράχοβα… Η μάχη που ανέδειξε την αρετή και τον ηρωισμό του ήταν εκείνη στα Δερβενάκια. Η ορμητικότητά του ήταν τόσο μεγάλη που έσπασε τρία σπαθιά! Το τέταρτο κόλλησε στη φούχτα του, αφού από τον αγώνα έπαθε αγκύλωση και χρειάστηκε ιατρική βοήθεια για να ανοίξει!
Για τον Νικηταρά η μάχη ελευθερίας έμοιαζε με ερωτικό κάλεσμα. Ακόμα και οι εχθροί του θαύμαζαν το ήθος του! Όταν σε μια μάχη συνάντησε μισοπεθαμένο έναν Τουρκαλβανό, τον έσυρε στην πλάτη του και τον μετέφερε στο κεφαλόβρυσο, όπου του περιέθαλψε τα τραύματα, όπως επέβαλε η ηθική της μάχης.
Μετά την άλωση της Τριπολιτσάς ήταν από τους ελάχιστους που δεν πήρε το παραμικρό, αφού πίστευε πως τα λάφυρα έπρεπε να δοθούν στον αγώνα. Δέχθηκε μόνο τις ασημένιες πιστόλες που του δώρισε ο Υψηλάντης μετά τη μάχη στα Δερβενάκια, και τις δέχθηκε για να τις πουλήσει ώστε να θρέψει την οικογένειά του. Τη σκαλιστή ταμπακέρα που του δώρισαν οι συναγωνιστές του μετά τα Δερβενάκια την έστειλε στη γυναίκα του για να τον θυμάται. «Εσύ είσαι η αγάπη μου, της έλεγε, μετά την πατρίδα». Και το πανάκριβο σπαθί το χάρισε στο ταμείο της Ύδρας, που είχαν συστήσει Υδραίοι καραβοκύρηδες για την ενίσχυση του Στόλου. Οι Υδραίοι τού το επέστρεψαν με μια εξαιρετικά συγκινητική επιστολή, στην οποία του έγραφαν πως «αυτό το σπαθί έχει αξία μόνο όταν το κρατά ο Νικηταράς!».
Αυτός ο μεγάλος αγωνιστής, όπως άλλωστε και πολλοί άλλοι οπλαρχηγοί του ΄21, μετά το τέλος της Επανάστασης πέρασε μεγάλες φουρτούνες. Μετά την απελευθέρωση ο Νικηταράς στήριξε τον Ιωάννη Καποδίστρια κι όταν ήρθαν οι Βαυαροί άρχισαν οι περιπέτειές του. Ο ανιδιοτελής τουρκοφάγος συνελήφθη μαζί με τον Κολοκοτρώνη, τον Πλαπούτα και άλλους καπεταναίους δύο φορές από την πατρίδα που ο ίδιος ελευθέρωσε!
Το 1839 συμμετείχε στη φιλορθόδοξη Εταιρεία της οποίας ηγείτο ο αδελφός του δολοφονημένου Καποδίστρια. Ήταν μια οργάνωση που στρεφόταν κατά του μίσθαρνου των ξένων Όθωνα. Επιδίωξη της Εταιρείας αποτελούσε η απελευθέρωση της Μακεδονίας, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας και η πίεση προς τον Όθωνα να ασπαστεί το ορθόδοξο δόγμα, όπως και η εν γένει ενίσχυση της Ορθοδοξίας που, κατά την εκτίμησή τους, κινδύνευε. Δύο όμως νεότερα μέλη της Εταιρείας (Ρενιέρης και Παπάς) περιήλθαν σε αντιδικία μεταξύ τους με αποτέλεσμα ο Εμμανουήλ Παπάς να προδώσει την οργάνωση και να συλληφθούν ο Νικηταράς, ο Τζωρτζέτος Καποδίστριας και ο Νικόλαος Ρενιέρης, με την κατηγορία της συνομωσίας κατά του θρόνου.
Τον Δεκέμβριο του 1839 φυλακίσθηκε. Ακολούθησαν καθημερινοί φρικαλέοι ξυλοδαρμοί, ολονύχτιες μαστιγώσεις, κτυπήματα με τους υποκόπανους των όπλων, ώσπου του έσπασαν πλευρά και αρθρώσεις. Η σίτιση ήταν ελλιπής και το κελί υγρό και σκοτεινό. Υπήρχε πλήρης απαγόρευση επικοινωνίας με τους δικούς του και άρνηση παροχής οποιασδήποτε ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης.
Ο Νικηταράς βρισκόταν ήδη στα πρώτα στάδια ζαχαρώδους διαβήτη και ήταν υπερβολικά εξαντλημένος με αποτέλεσμα να παλεύει καθημερινά με τον θάνατο. Μετά από παράκληση της γυναίκας του, τον επισκέφτηκε Βαυαρός γιατρός στις φυλακές ο οποίος γνωμάτευσε ότι δεν είχε τίποτα!
Ο ετοιμοθάνατος αγωνιστής παραπέμπεται σε δίκη. Τον εξόρισαν στην Αίγινα όπου έμεινε φυλακισμένος περίπου δεκαοκτώ μήνες. Η επιστροφή του από την εξορία τον βρήκε σε άσχημη σωματική και ψυχολογική κατάσταση. Γύρισε στο φτωχικό του σπίτι στον Πειραιά, όπου τον υποδέχθηκαν συγγενείς και φίλοι, δεν ήταν όμως ο αγέρωχος πολεμιστής των Δερβενακίων, αλλά έναν εξαθλιωνόμενος άνθρωπος, με πολύ κακή κατάσταση της υγείας του. Έμεινε σχεδόν τυφλός! Η κόρη του, που τον υπεραγαπούσε, αντικρίζοντας την άθλια κατάσταση στην οποία βρισκόταν, μέσα στα αίματα, παραλόγισε!
Ο Νικηταράς βαριά άρρωστος έκανε αίτημα να του δοθεί σύνταξη. Αντί για σύνταξη του δόθηκε άδεια ζητιάνου, από την πολιτεία που ο ίδιος λευτέρωσε! Κάθε Παρασκευή να ζητιανεύει έξω από τον Ναό της Ευαγγελίστριας. Και μάλιστα σε θέση που δεν ήταν αρκετά προσωπιδοφόρος! Σύμφωνα με την παράδοση ο Γάλλος πρέσβης, που γνώριζε πολύ καλά τη δράση του, έστειλε έναν επιτετραμμένο του να περάσει από το σημείο που ζητιάνευε. Ο Νικηταράς μόλις αντιλήφθηκε πως κάποιος γνωστός τον πλησιάζει μάζεψε από ντροπή το χέρι του. Όταν αυτός τον ρώτησε τι κάνεις εδώ στρατηγέ μου, φούσκωσαν από περηφάνια τα στήθη του και απάντησε: «Κάθομαι εδώ και απολαμβάνω την ελεύθερη πατρίδα μου. Η πατρίδα μού χορήγησε μεγάλη σύνταξη για να ζω με ευπρέπεια και άνεση και μου αρέσει να κάθομαι στον δρόμο και να βλέπω και να παρατηρώ πώς ζει ο υπόλοιπος κόσμος!». Φεύγοντας ο απεσταλμένος άφησε να του πέσει ένα πουγκί γεμάτο με χρυσά φλουριά. Ο σχεδόν τυφλός Νικηταράς άκουσε τον ήχο, έσκυψε, το βρήκε, το πήρε, το ψηλάφισε, κι όταν αντιλήφτηκε περί τίνος πρόκειται, φώναξε τον επισκέπτη και του είπε: «κάτι σας έπεσε». Του επέστρεψε τα φλουριά και τον συμβούλεψε να είναι προσεχτικός, αφού στην περιοχή συχνάζουν πολλοί κλέφτες.
Η άθλια κατάσταση της υγείας του, αποτέλεσμα των φρικτών βασανιστηρίων που υπέστη στη φυλακή, τον οδήγησε στον θάνατο. Πέθανε στις 25 Σεπτεμβρίου 1849, πάμφτωχος, τυφλός και λησμονημένος… Τελευταία επιθυμία του ήταν να ταφεί δίπλα στον θείο του Κολοκοτρώνη, όπως και έγινε! Ο νεκροθάφτης μόλις έριξε την πρώτη φτυαριά με χώμα αντιλαμβανόμενος σε ποιον ρίχνει χώμα, λιποθύμησε…
Από τον δρα Αυγουστίνο (Ντίνο) Αυγουστή, ακαδημαϊκό