Πώς, όμως, και πότε ξεκίνησαν; Στην αρχή λοιπόν ήταν μικρά καπνοπωλεία, τα οποία εμφανίστηκαν αμέσως μετά την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους στο Ναύπλιο και λίγο μετά πήγαν και στην Αθήνα. Σιγά-σιγά τα προϊόντα που πωλούσαν στην Αθήνα πλήθυναν και έτσι έφτασε στις προσθήκες τους το πρώτο φιλολογικό περιοδικό, το «Ιρις», το οποίο πωλούνταν προς 25 λεπτά. Από το 1889 ξεκίνησε η χορήγηση αδειών σε τραυματίες πολέμου και έτσι ξαφνικά ο αριθμός τους μεγάλωσε κατά πολύ.
Την εποχή εκείνη τρόπος ενημέρωσης ήταν οι εφημερίδες, οι οποίες πολύ γρήγορα έγιναν μέρος της γκάμας των περιπτέρων, βοηθώντας την ανάπτυξή τους. Από το 1940 στα περίπτερα άρχισαν να πωλούνται «ζαχαρώδη» και αναψυκτικά: πορτοκαλάδες και γκαζόζες «ΗΒΗ», φυλλαράκια τσίχλες με γεύση δυόσμου και κανέλας και αργότερα σοκολάτες. Μετέπειτα αλλάζει η σχετική νομοθεσία, αλλάζει έτσι και η όψη τους, γίνονται όλα ομοιόμορφα και ομοιόχρωμα με ίδιες διαστάσεις για όλη την Ελλάδα, 1,30Χ1,50 μ., με ρολά και ψυγεία για τα αναψυκτικά. Τοποθετούνται στο πεζοδρόμιο, στις πλατείες, στα πάρκα, στις στάσεις των λεωφορείων, στα ΚΤΕΛ.
Η έλευση των τηλεφώνων στην Ελλάδα δίνει μεγάλη ώθηση στα περίπτερα, τα κάνει πολύ σημαντικά όπου βρίσκονται. Οι δεκαετίες του ‘50 και του ‘60 είναι οι δεκαετίες της μεγάλης εσωτερικής μετανάστευσης και πλήθος ανθρώπων από την επαρχία συρρέουν στην Αθήνα, κατά κύριο λόγο. Για τηλέφωνο στο σπίτι ούτε κουβέντα, έτσι τα περίπτερα με τις τηλεφωνικές τους συσκευές και τα τηλέφωνα με μετρητές και αργότερα με κερματοδέκτες τα κόκκινα τηλέφωνα είναι βασικά για την επικοινωνία με συγγενείς και φίλους στους τόπους καταγωγής. Οι περιπτεράδες ξέρουν περισσότερα για τη γειτονιά τους από τους πάντες. Με τα χρόνια όλο και περισσότερα προϊόντα βρίσκονται κάτω από τη σκεπή τους, στα ράφια ή στα ψυγεία τους και το περίπτερο εδραιώνεται στις συνήθειές μας.