-Έτσι ακούω κι εγώ. Μα δε με λες κι εσύ τι στο διάτανο είναι αυτό το μαγιό; Ξέρεις;
-Δεν ξέρω, μα λεν πως είναι κάτι σαν κοντό βρακί. Και καλά οι άντρες να φορούν κοντό βρακί, να σκεπάζουν τ’ αμολόητα. Οι γυναίκες όμως; Άιντε το κάτω να το σκεπάζουν με το βρακί, το μαγιό που λένε. Τα βυζιά όμως πώς τα κρύβουν; ή δεν τα κρύβουν;
-Ξέρω κι εγώ. Τι να σε πω. Σάματις πήγα και καμιά φορά στη θάλασσα να ιδώ;
Τέτοια έλεγαν κάποιο πρωί, Ιούλιο μήνα, κάτω από τον πλάτανο της πλατείας ο μπαρμπα-Κώστας κι ο μπαρμπα-Χρίστος, ογδοντάχρονοι συνταξιούχοι κτηνοτρόφοι.
Όπως κάθε μέρα έπιναν τον καφέ τους στην πλατεία κι έβλεπαν όσους κάθονταν στον πάνω μαχαλά να περνούν με τ’ αυτοκίνητά τους και να τραβούν για τη θάλασσα. Ορεινό το χωριό τους και καλοκαιρινό. Λίγες ήταν οι οικογένειες που ξεχειμώνιαζαν. Το καλοκαίρι όμως γέμιζε από τους Κρανιώτες που ζούσαν στη Λάρισα κι ερχόταν για ξεκαλοκαιριό. Κάθε πρωί, γύρω στις 11 η ώρα, έπαιρναν οι περισσότεροι τις φαμίλιες τους και κατέβαιναν για μπάνιο. 20’ έκαναν να φτάσουν στον Πλαταμώνα με τ’ αυτοκίνητο. Έτσι χαίρονταν και τη θάλασσα και τη δροσιά του Όλυμπου.
Χρόνια τώρα έβλεπε ο μπαρμπα-Κώστας την καθημερινή ‘ταλαιπωρία’ των Λαρισαίων συγχωριανών του και απορούσε. Τόσο σπουδαίο είναι ‘του κουλιούμπ’, που τους έκανε να ταλαιπωρούνται πάνω-κάτω, αντί να κάθονται στον ίσκιο του πλάτανου και να χαίρονται τον καφέ και την κουβέντα;
Τη θάλασσα σ’ όλη του τη ζωή την έβλεπε από μακριά, απ’ τις πλαγιές και τις κορφές του Όλυμπου, καθώς έβοσκε τα γιδοπρόβατά του. Στο γιαλό δεν είχε κατεβεί ποτέ και τα πόδια δεν τα ’χε βρέξει μ’ αλμυρό νερό. Ήξερε βέβαια ‘κουλιούμπ’, γιατί μικρά παιδιά κολυμπούσαν στις μπάρες που σχημάτιζε το ρέμα στ’ οροπέδιο της Δέσης. Δεν του φαίνονταν όμως τόσο γοητευτικό, ώστε κάποιος ν’ αφήνει τον πλάτανο της πλατείας για το ‘κουλιούμπ’.
Άκουγε πως οι “κολυμπηστές’ κολυμπούσαν με μαγιό, μα δεν ήξερε πώς ήταν αυτό, γιατί δεν είχε ματαδεί. Κι όταν ρώτησε κάποιον, πήρε την απάντηση.
-Σαν κοντό βρακί.
Αυτό το καταλάβαινε για τους άντρες. Για τις γυναίκες όμως; Πώς σκέπαζαν τα βυζιά; Ντράπηκε να ρωτήσει τι φορούσαν οι γυναίκες, για να κολυμπήσουν.
Άρχισε να τον τρώει η περιέργεια, να ιδεί γυναίκες να κολυμπούν. Κάποιος είχε πει παλιότερα πως άλλες κολυμπούσαν με μαγιό κι άλλες ντιπ ‘γκόλιες’, γυμνές. Είχε μείνει τότε με το στόμα ανοιχτό. Δεν το πίστεψε. Τώρα όμως το ‘σαράκι’ άρχισε να τον τρώει. Βλέποντας κάθε μέρα τ’ αυτοκίνητα να τραβούν για το γιαλό, του ’ρθε μια ιδέα, ένα σχέδιο. Ήθελε όμως κι άλλον για να το εκτελέσει, γιατί το σχέδιο ήταν λίγο πονηρό. Διάλεξε το φίλο του τον Χρίστο, που πάνω από μισό αιώνα έβοσκαν τα γιδοπρόβατα μαζί. Ούτε αυτός είχε δει ποτέ του ακροθαλασσιά.
Έγειρε το κεφάλι του προς το Χρίστο, κι αφού έριξε κρυφές ματιές στα γύρω τραπέζια, είπε σιγανόφωνα, για να μην τον ακούσουν.
-Έχω ένα σχέδιο
-Για πες το.
-Λες να ’ναι ακριβό το ταξί μέχρι τον Πλαταμώνα;
-Γιατί, θα πας στον Πλαταμώνα; Τι χαλεύεις εκεί;
-Λέω να πάμε μαζί να ιδούμε κι εμείς μια φορά πώς κολυμπούν αντάμα άντρες και γυναίκες.
-Δε φοβάσαι μη μας κοροϊδεύουν, άμα γυρίσουμε στο χωριό;
-Μα δε θα πούμε γιατί πήγαμε. Θα πούμε πως πήγαμε να ιδούμε κι εμείς μια φορά τη θάλασσα από κοντά. Θα πεθάνουμε και θάλασσα δε θα ’χουμε δει. Κι αυτό είναι αλήθεια. Και πότε να τη δούμε; Σάματις αδειάσαμε καμιά φορά απ’ τα γιδοπρόβατα να κατεβούμε στο γιαλό! Λέω, λοιπόν, να πάμε, να καθίσουμε σ’ ένα καφενείο, να πίνουμε καφέ και να βλέπουμε τις ξεβράκωτες να καν ‘κουλιούμπ’. Θα γυρίσουμε στο χωριό το μεσημέρι με άλλο ταξί. Έτσι θα μας φύγει κι η περιέργεια, να ιδούμε τώρα στα γεράματα ‘γκόλιες’ γυναίκες.`
-Τώρα που το καλοσκέφτομαι δεν είναι κι άσχημα να πίνουμε καφέ στην ακροθαλασσιά και να βλέπουμε και καμιά ‘γκόλια’. Και πότε λες να πάμε;
-Ταχιά. Να τηλεφωνήσουμε από σήμερα να ’ρθει το ταξί απ’ τον Πυργετό να μας πάρει κατά τις 11 το πρωί.
Έτσι αποφάσισαν εκείνη τη μέρα ο μπαρμπα-Κώστας κι ο μπαρμπα-Χρίστος να ιδούν από κοντά τη θάλασσα και μαζί ‘γκόλιες γυναίκες’. Πήραν αμέσως απ’ το καφενείο τηλέφωνο στον Πυργετό, για να καπαρώσουν το ταξί.
Απόρησαν την άλλη μέρα όσοι κάθονταν στην πλατεία βλέποντας τα δύο γερόντια να μπαίνουν στο ταξί. Δεν τους είχαν ματαδεί να παίρνουν ταξί. Σαν ήθελαν να κατεβούν για τίποτα δουλειές στον Πυργετό, έπαιρναν το λεωφορείο.
-Για πού, μπαρμπα-Κώστα, φώναξε κάποιος.
-Έχουμε κάποια δουλειά. Θα γυρίσουμε το μεσημεράκι.
Πέρασαν τον Πυργετό κι έπιασαν την εθνική. Σε 5’ θα ήταν στον Πλαταμώνα. Χωρίς να το καταλάβουν, μια παράξενη περιέργεια μαζί κι αγωνία άρχισε να τους τυλίγει όσο πλησίαζαν. Η καρδιά τους χτυπούσε. Ένιωθαν σαν τα σκολιαρόπαιδα που πρωτομιλούν σε κορίτσια.
Το ταξί τους άφησε σε μια καφετέρια που τα τραπεζάκια της έφταναν μέχρι την αρχή της αμμουδιάς. Έριξαν μια ματιά στα τραπέζια. Διάλεξαν ένα που ήταν στην αρχή της αμμουδιάς. Όσο έψαχναν για τραπέζι δεν έστρεψαν τα μάτια τους ούτε μια στιγμή κατά το γιαλό. Κάθισαν και παράγγειλαν καφέ ελληνικό. Κι ύστερα κοίταξαν κατά την αμμουδιά και τη θάλασσα. Κι είδαν. Είδαν δεκάδες σώματα ηλιομαυρισμένα ξαπλωμένα στην αμμουδιά. Τα δύο γερόντια έμειναν ακίνητα με το στόμα ανοιχτό. Το μάτι τους στάθηκε στα μισόγυμνα γυναικεία κορμιά. Μερικά φορούσαν ένα τόσο δα ‘βρακί’. Και τα βυζιά έξω, να τα βλέπει ο ήλιος.
-Τι είναι τούτο δω, ράι, τι αίσχη, τι ντροπές! Θα μας κάψει ο Θεός, είπε ο μπαρμπα-Χρίστος.
Περίμενε απάντηση από τον φίλο του, ενώ δεν ξεκολλούσε τα μάτια του από τις λιαζόμενες. Όμως απόκριση δεν πήρε καμιά. Γύρισε κι είδε τον μπαρμπα-Κώστα να ’χει γείρει το κεφάλι του πάνω στο τραπέζι. Ένα χαμόγελο χάραζε στα χείλη του. Θάρρεψε πως κουρασμένος απ’ το ταξίδι του θα ’χε αποκοιμηθεί. Το ’κανε μερικές φορές και στην πλατεία. Έγερνε πάνω στο τραπέζι κι έπαιρνε έναν υπνάκο για λίγα λεπτά. Τον σκούντησε.
-Έϊ, κοιμάσαι; Χάνεις. Για κοίτα!
Ο μπαρμπα-Κώστας όμως έμενε εκεί ακίνητος. Άστραψε το μυαλό του μπαρμπα-Χρίστου. Τον έπιασε με τα δυο του χέρια και τον ταρακούνησε. Του ’φυγε και σωριάστηκαν κι οι δυο κάτω. Έβαλε μια φωνή, που ακούστηκε μέχρι τις κορφές του Όλυμπου.
-Κώστααα !
Τινάχτηκαν οι γύρω. Οι πιο κοντινοί άντρες όρμησαν κατά τα γερόντια. Κατάλαβαν.
-Ανακοπή καρδιάς, είπε ένας, που ήταν γιατρός.
Την άλλη μέρα η εκκλησιά της Παναγίας δε χωρούσε τον κόσμο, που ήρθε να ξεπροβοδίσει τον μπαρμπα-Κώστα για τον άλλο κόσμο. Στο δρόμο για τα μνήματα θαρρούσες πως γίνονταν γάμος. Μόνο γαμπριάτικα τραγούδια δεν τραγουδούσαν. Δάκρυ κανένα δε χύθηκε, ούτε από τους δικούς του. Κι οι συνομήλικοί του απ’ όλα τα χωριά ζήλεψαν και καλοτύχιζαν τον μπαρμπα-Κώστα, που έφυγε για το τρανό ταξίδι έχοντας μπροστά στα μάτια του ‘τα ουρί’ του παραδείσου.