Ούριος άνεμος ας πλέει το σκαρί μου στη γαλήνη, στις θάλασσας τα πλάτεια, ώσπου να κλείσουνε τα δυο μου τα μάτια. Ξεκίνησα την πλεύση της γραφής που ποτέ δεν έσβησε της ψυχής τα βάθεια η πεθυμιά να πω, να διηγηθώ αφού πρώτα γνωρίσω τη ΖΩΗ.
Η ομορφιά της Γης πάντοτε με σαγήνευε και το βιβλίο ήταν για μένα το σύμβολο, η πηγή της Γνώσης, γνώση πραγματική και συγκεκριμένη. Της αθωότητας η φαντασίας στα παιδικά τα χρόνια ήταν η μήτρα της γέννας της Πνευματικής. Άντλησα γνώση από τα παραμύθια μέχρι να φτάσω στην Αλήθεια. Το σχολειό ήταν ο παράδεισός μου, διαβάζοντας τη μυθολογία μας, τη δική μας παρακαταθήκη των Αρχαίων Σοφών, για την πλάση της Γης και των Θεών ένιωθα βασίλισσα των ουρανών. Η γνώση εθαμβωτική μου χάρισε το θείο δώρο, το προνόμιο να γνωρίσω και ν' αγαπήσω τη Γραφή.
Σιγά - σιγά η δίψα μεγάλωνε κι όσο ήθελα να μάθω τόσο ο νους με παρακινούσε στο επέκεινα. Η άυλη ουσία του ΜΑΝΘΑΝΕΙΝ με έβρισκε έτοιμη κι αξίωνα να μάθω με συγκεκριμένες και αφηρημένες έννοιες τις λέξεις των πραγμάτων και των ιδεών. Έτσι γνώρισα ότι το συγκεκριμένο, το υπαρκτό είναι η ύλη, ενώ το αφηρημένο έχει διαφορετική αξία γιατί προέρχεται από την ψυχή και αναδύεται από τον νου, το πνεύμα.
Κατά πόσο πέτυχα να γίνω πνευματικό ον δεν γνωρίζω, ξέρω όμως τη μέγιστη αξία του πνεύματος και έγινα οπαδός της γνώσης σε όλα τα επίπεδα. Συναρμολογώ τις ιδέες και τις σκέψεις, παρατηρώ ότι γύρω μου συμβαίνει και τις ιδέες θέλω να τις μετατρέπω σε πράξεις. Έχω αποκτήσει τον προσωπικό μου κώδικα σκέψης - πράξης και πορεύομαι με συνθέσεις - συνδέσεις - αναλύσεις προσπαθώντας να συναρμολογήσω τον κόσμο μου της ύλης και του πνεύματος, αφού τα δύο μαζί μας οδηγούν στην ολοκλήρωση του φαινομένου Ζωή.
Όλα τα άτομα αφήνουν τα αποτυπώματά τους σε όποιο χώρο κι αν ασχολούνται κι αφήνουν τα χνάρια του οποιουδήποτε πέλματος επαγγελματικού, χειρωνακτικού, γεωργικού (μακάριοι όσοι ασχολούνται με τη Γη εφόσον είμαστε πλασμένοι από το χώμα της), θαλάσσιου, σαν θαλασσοπόροι που κυριάρχησαν από τα αρχαία χρόνια από την αρχή της γήινης ζωής.
Μια ζωή διαφορετική από την επίγεια, ασχολούμενοι οι θαλασσινοί με μια πλατιά αγκαλιά κι εκεί γνωρίζουν νέα ξωτικά, καινούριο κόσμο που μας έγινε προσιτός μέσα από κατορθώματα θαλασσοπόρων και τελευταία μέσα από την έρευνα επιστημόνων (Κουστώ) που έβαλαν σκοπό ζωής να γνωρίσουμε όλοι, μέσω αυτών, την έκταση, την ένταση, το βάθος, την ποικιλία του υδάτινου κόσμου.
Βλέπουμε τη θάλασσα κάποτε γαλάζια κι άλλοτε μακροκυματούσα, ταραγμένη με τ’ αφρόλουστα κύματα, βουνά να υψώνονται κι άλλες φορές γαληνεμένη να φέρνει στην ψυχή που την κοιτάζει την αγαλλίαση, τη νηνεμία.
Ένα θαύμα ακόμη μέσα στα τόσα θαύματα της φύσης, ώστε να λαμποκοπά και να παίζει με τους ιριδισμούς της κι άλλοτε αγριεμένη να σου προκαλεί φόβο και δέος. Η εικόνα της και στις δύο περιπτώσεις δίνει στον άνθρωπο τη δυνατότητα, στον όποιον μπορεί να αποτυπώσει με καλλιτεχνία το μεγαλείο της, να περιγράψει την αυτονομία που υπάρχει στη φύση, τη σχέση της εσωτερικής αναταραχής και της γαλήνης ώστε να καταλήξει στην αρμονία και τη μελωδία της πάλλουσας ζωής.
Οι εικόνες των στοιχείων της φύσης συγχωνεύονταν με εκείνες του ανθρώπινου βίου και ολοκληρώνουν την πάλη του κόσμου, άλλοτε θριαμβευτικά κι άλλες φορές ελεγειακά με θλίψη και δάκρυα.
Η ζωή μετέχει και στα δύο μέρη, αφού όλα είναι διττά (Ηράκλειτος), ο άνθρωπος αναμετράται ανάμεσα στο καλό και το κακό, το θρίαμβος και την ήττα, το αληθινό και το ψεύτικο, το τίμιο και το ανέντιμο, το ορατό και το αόρατο. Ζούμε με τον πραγματικό κόσμο αλλά κι εκείνον της φαντασίας. Η ζωή έχει τη γέννηση για να καταλήξει στο θάνατο. Νόμος απαράβατος.
Το είναι ανάμεσα στο γίγνεσθαι και στο μηδέν.
Πορεία άχρονη γιατί η μέτρηση του χρόνου είναι μια πρακτική, ανθρώπινη αναγκαιότητα, χωρίς αίσθηση. Είναι η διαλεκτική ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο, το είναι και το μη είναι.
Από την Ξένια Αντωνίου - Μιαούλη