Η δημοσιότητα αυτή, μαζί με τις ορατές συνέπειες του φαινομένου του θερμοκηπίου όπως είναι η τήξη των πάγων στη Γροιλανδία, έχει οδηγήσει σε μια σειρά πολιτικών δεσμεύσεων. Δέκα ευρωπαϊκές χώρες, για παράδειγμα, έχουν υποσχεθεί να μηδενίσουν τις εκπομπές άνθρακα μέχρι το 2050. Στις ΗΠΑ, το Green New Deal έχει επηρεάσει καταλυτικά τις συζητήσεις μεταξύ των υποψηφίων για το χρίσμα των Δημοκρατικών.
Η εφαρμογή συγκεκριμένων πολιτικών σε αυτή την κατεύθυνση χρειάζεται τη στήριξη των ψηφοφόρων. Το πρόβλημα είναι ότι στην εποχή του λαϊκισμού, η εκστρατεία για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής κυριαρχείται από τις απόψεις μιας μορφωμένης μειονότητας – της φιλελεύθερης ιντελιγκέντσιας -, με επικεφαλής καθηγητές, επιστήμονες και φοιτητές. Γι’ αυτούς, η κλιματική αλλαγή αποτελεί ένα υπαρξιακό θέμα που δεν γνωρίζει ιδεολογία.
Οι ομάδες αυτές, όμως, δεν ελέγχουν πλέον την πολιτική αγορά. Ο λαϊκισμός, και ιδιαίτερα η δυσαρέσκεια για τις απόψεις των παραδοσιακών ελίτ, έχει μεγαλώσει. Και η ατζέντα των λαϊκιστών χαρακτηρίζεται κατ’εξοχήν από την αντίσταση σε μέτρα κατά της κλιματικής αλλαγής.
Αυτό έχει συμβεί όχι μόνο στις ΗΠΑ, όπου ο πρόεδρος Τραμπ αμφισβητεί ανοιχτά την κλιματική επιστήμη, αλλά και στη Γαλλία, όπου η προσπάθεια του προέδρου Μακρόν να επιβάλει υψηλότερους φόρους στα καύσιμα οδήγησε στο κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων.
Για πολλούς ανθρώπους, η δράση κατά της κλιματικής αλλαγής αποτελεί μια προσπάθεια των ελίτ να αρπάξουν τις δουλειές τους και να επιβάλουν νέους φόρους και υψηλότερες τιμές σε προϊόντα που είναι μέρος της ζωής τους – όχι μόνο καύσιμα, αλλά και πλαστικά καλαμάκια.
Παρά την άνοδο της δύναμής τους στις ευρωεκλογές και την επιρροή που ασκούν στη Γερμανία, οι Πράσινοι παραμένουν ένα μικρό κόμμα σε ευρωπαϊκή κλίμακα.
Πίσω από αυτά βρίσκεται η δυσπιστία για τους «ειδικούς», η αντίσταση στην πολιτική ορθότητα και η αντιπάθεια στα κηρύγματα. Υπάρχει επίσης μια επιφύλαξη για τη δέσμευση ορισμένων χωρών να δημιουργήσουν νησίδες καθαριότητας, τη στιγμή που χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία θα συνεχίσουν να μολύνουν για τις επόμενες δεκαετίες.
Αν μας διδάσκει κάτι το Brexit, είναι ότι μια πολιτική που στηρίζεται στις απόψεις της ελίτ και αγνοεί τις θέσεις της πλειοψηφίας δεν είναι βιώσιμη.
Πλησιάζουμε στο στάδιο όπου θα χρειαστούν θεμελιώδεις αλλαγές για να εξουδετερωθούν οι κίνδυνοι της κλιματικής αλλαγής. Πολλές δεκαετίες μετά τη σύνοδο του Κιότο που ανέδειξε τα κλιματικά ζητήματα, οι υδρογονάνθρακες εξακολουθούν να καλύπτουν το 80% των καθημερινών ενεργειακών αναγκών του πλανήτη. Οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου εξακολουθούν να αυξάνονται. Αν θέλουμε να αποτρέψουμε καταστροφικές κλιματικές επιπτώσεις, θα πρέπει να αλλάξουμε ριζικά τον τρόπο που παράγουμε και καταναλώνουμε ενέργεια.
Μια αλλαγή τέτοιου μεγέθους θα χρειαστεί την υποστήριξη μεγάλου μέρους του παγκόσμιου πληθυσμού. Η Γκρέτα Τούνμπεργκ θα πρέπει να μη χάσει τον χρόνο της στις ΗΠΑ συνομιλώντας με τις ήδη πεισμένες ελίτ. Πολύ καλύτερα θα κάνει να ανοίξει διάλογο με τους ψηφοφόρους του Τραμπ. Αν δεν αλλάξουν οι δικές τους απόψεις, όλη η εκστρατεία κατά της κλιματικής αλλαγής θα αποβεί άκαρπη.
Του Νικ Μπάτλερ (*)
(*) Ο Νικ Μπάτλερ είναι σχολιαστής ενεργειακών θεμάτων στους Financial Times και πρόεδρος του Policy Institute στο King’s College του Λονδίνου
(Πηγή: Financial Times)