Πλέον η καταγγελία της σύμβασης εργασίας θεωρείται «νόμιμη», ακόμα και αν δεν συνοδεύεται από την αιτία, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που εμπίπτουν στον Ποινικό Κώδικα.
Έτσι καταργείται η πρόβλεψη του λόγου απόλυσης που είχε ψηφιστεί τον Μάιο του τρέχοντος έτους και δεν θα αναφέρεται ο βάσιμος λόγος καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου στο έντυπο Ε6 της καταγγελίας σύμβασης (πληροφοριακό σύστημα Εργάνη).
Ειδικότερα διευκρινίστηκε ότι : «1. Με την παρ. 2 (α) του άρθρου 117 του ν. 4623/2019 «Ρυθμίσεις του Υπουργείου Εσωτερικών, διατάξεις για την ψηφιακή διακυβέρνηση, συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις και άλλα επείγοντα ζητήματα» (Α' 134) καταργείται το άρθρο 48 του ν. 4611/2019 «Ρύθμιση οφειλών προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, τη Φορολογική Διοίκηση και τους Ο.Τ.Α. α' βαθμού, Συνταξιοδοτικές Ρυθμίσεις Δημοσίου και λοιπές ασφαλιστικές και συνταξιοδοτικές διατάξεις, ενίσχυση της προστασίας των εργαζομένων και άλλες διατάξεις» (Α' 73), αφότου ίσχυσε. Με την καταργούμενη διάταξη προβλεπόταν ότι στους λόγους/προϋποθέσεις εγκυρότητας της καταγγελίας της εργασιακής σχέσης, που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 5 του ν. 3198/1955 (Α' 98) όπως ισχύει, θα προστίθετο και η συνδρομή βάσιμου λόγου κατά την καταγγελία, υπό την έννοια του άρθρου 24 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, ο οποίος έχει κυρωθεί με το πρώτο άρθρο του ν. 4359/2016 (Α' 5), δηλ. εισαγόταν η έννοια «του βάσιμου λόγου», ως σωρευτικό κριτήριο, για το έγκυρο της καταγγελίας.
Ως εκ τούτου ισχύει πλέον ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου έχει τον χαρακτήρα μονομερούς αναιτιώδους δικαιοπραξίας, το κύρος της δεν θα εξαρτάται από την ύπαρξη νόμιμης αιτίας και λαμβάνει χώρα, εκτός αν έχει περιορισθεί με συμφωνία των μερών ή με διάταξη νόμου. Η καταγγελία ως εκ τούτου δεν είναι καταχρηστική όταν δεν υπάρχει αιτία. Η δε καταχρηστικότητα υφίσταται μόνο αν υπάρχουν συγκεκριμένοι λόγοι αντικείμενοι στο άρθρο 281 ΑΚ περί κατάχρησης δικαιώματος».
Σε πολιτικό επίπεδο η κυβέρνηση, που μόλις πριν λίγους μήνες ως αντιπολίτευση με τον ν. 4611/2019 είχε ψηφίσει τη συγκεκριμένη διάταξη την … κατήργησε με τροπολογία στον ν. 4623/2019.
Η σημερινή της θέση είναι ότι «…δημιουργούνταν φακέλωμα του εργαζόμενου και εκ του ιστορικού του με βάση την περιγραφή του λόγου απόλυσης δεν θα εύρισκε εύκολα δουλειά….».
Είχαν προηγηθεί βέβαια εργοδοτικοί φορείς (ΣΕΒ) που διαμαρτύρονταν για τη διάταξη Αχτσιόγλου καθώς θα «…δημιουργούσε έναν τεράστιο αριθμό δικαστικών διενέξεων είτε μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, είτε εργαζομένων μεταξύ τους, που θα αφορούν τόσο το κύρος της καταγγελίας όσο και αυτονοήτως ζητήματα συκοφαντικής δυσφήμισης, προσβολής προσωπικότητας και ενδεχομένως παραβίαση προσωπικών δεδομένων….»
Ας αποχρωματίσουμε πολιτικά το ζήτημα της καταγγελίας: Ο ν. 4359/2016 κύρωσε τον αναθεωρημένο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη, ο οποίος έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένη έναντι των κοινών νόμων ισχύ. Στο άρθρο 24 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη προβλέπεται : «Με σκοπό τη διασφάλιση της αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος προστασίας των εργαζομένων σε περιπτώσεις λύσης της σχέσης εργασίας, τα μέρη αναλαμβάνουν να αναγνωρίζουν: α. το δικαίωμα όλων των εργαζομένων να μη λύεται η εργασιακή τους σχέση χωρίς βάσιμο λόγο που να συνδέεται με την ικανότητα ή τη συμπεριφορά τους ή να βασίζεται στις λειτουργικές απαιτήσεις της επιχείρησης, της εγκατάστασης ή της υπηρεσίας, β. το δικαίωμα των εργαζομένων, των οποίων η εργασιακή σχέση λύεται χωρίς βάσιμο λόγο, σε επαρκή αποζημίωση ή άλλη κατάλληλη επανόρθωση. Για αυτόν το σκοπό τα μέρη αναλαμβάνουν να διασφαλίζουν ότι ο εργαζόμενος, που θεωρεί ότι η σχέση εργασίας του έχει λυθεί χωρίς βάσιμο λόγο, έχει το δικαίωμα προσφυγής σε αμερόληπτο όργανο» και εισάγεται ευθέως και άμεσα στο ελληνικό δίκαιο, η αρχή της δικαιολογημένης καταγγελίας και τα ελληνικά δικαστήρια υποχρεούνται να ερευνούν την ύπαρξη ή μη βάσιμου λόγου και να θεωρούν ως άκυρη κάθε απόλυση που δεν στηρίζεται σε έναν τέτοιο λόγο.
Με τη διάταξη του άρθρου 24 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη (ΑΕΚΧ) εισήχθη για πρώτη φορά στο ευρωπαϊκό δίκαιο δικαιωμάτων του ανθρώπου ένα νέο θεμελιώδες δικαίωμα, που συνίσταται στην προστασία του εργαζομένου από την απόλυση με πρωτοβουλία του εργοδότη του. Η βασική δε αντίληψη που διέπει τη νέα ρύθμιση είναι ότι η αυθαίρετη και αδικαιολόγητη απομάκρυνση του εργαζομένου από τη θέση εργασίας του προσβάλλει την αξία και την αξιοπρέπειά του.
Η ελληνική νομολογία μετά την κύρωση του ΕΚΧ το 2016 εναρμονιζόταν με τη διερεύνηση του βάσιμου λόγου καταγγελίας και ουσιαστικά τον Μάιο του 2019 η ελληνική νομοθεσία ακολούθησε τη διαμορφούμενη νομολογία που έχει έρεισμα στον ΑΕΚΧ και συμμορφούμενη σε αυτόν.
Σε πρακτικό επίπεδο ο Δικαστής υποχρεούται να ελέγχει τη βασιμότητα της καταγγελίας, βρίσκοντας έρεισμα απευθείας στον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη, γιατί οι τυχόν εσφαλμένες δικαστικές αποφάσεις θα προκαλέσουν καταδίκη της Ελληνικής Κυβέρνησης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κοινωνικών Δικαιωμάτων.
Η αρχή ότι ο εργαζόμενος πρέπει να προστατεύεται - κατά το δυνατόν – από την - επικίνδυνη για την ύπαρξή του- απώλεια της θέσης εργασίας επικράτησε στις αρχές του 20ού αιώνα και έκτοτε αποτελεί σταθερό απόκτημα του εργατικού δικαίου.
Η αναιτιώδης καταγγελία με την κύρωση του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη το 2016 αποτελεί παρελθόν για το εργατικό δίκαιο (και όχι με τη διάταξη Αχτσιόγλου όπως εσφαλμένα υποστηρίζεται) και λειτουργεί σωρευτικά με την αποζημίωση απόλυσης που συνιστά αποζημίωση και αναλογική χρηματική ικανοποίηση της προηγούμενης εργασίας.
Σε καμία περίπτωση η αποζημίωση απόλυσης κατά το εθνικό μας δίκαιο, δεν συνιστά διαζευκτικό δικαίωμα του εργαζόμενου που να δικαιολογεί την μη εφαρμογή του άρθρου 24 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, ως προς τον βάσιμο λόγο καταγγελίας.
Οπότε η τροπολογία Βρούτση αποτελεί κακή νομοθέτηση και δε συνάδει με τις υποχρεώσεις της χώρας, έναντι της εφαρμογής του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη.
Από τον Γιάννη Γιαγλάρα, νομικό