Ο πρώτος, που την καθιέρωσε στις πρόσφατες αυτοδιοικητικές εκλογές, ήταν ο κ. Τσίπρας και η παρέα του, και θα τη δούμε, ενδεχομένως, να εφαρμόζεται, αφού είναι, ήδη, ψηφισμένη, και στις αμέσως επόμενες βουλευτικές εκλογές, αν δεν υπάρξουν, εν τω μεταξύ, αλλαγές απ’ τη νεοεκλεγείσα κυβέρνηση Μητσοτάκη, αφού αυτό προβλέπει το Σύνταγμά μας.
Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της εφαρμογής της στο συνδικαλισμό απ’ το 1982 και εντεύθεν, πήραμε μια γεύση, για το πώς αυτή λειτουργεί στην πράξη, βλέποντας ότι κατάφερε, μέσα σε λίγα χρόνια, να τον αποδυναμώσει και να τον οδηγήσει σε ανυποληψία, αφού, σε αρκετές περιπτώσεις, σωματεία εργαζομένων αδυνατούσαν να καταλήξουν σε κοινό διεκδικητικό πρόγραμμα λόγω ιδεολογικών διαφορών και έλλειψης αυτοδυναμίας, αλλά, ακόμη, και να συγκροτηθούν σε σώμα, όπως π.χ. πρόσφατα και στη Λάρισα. Ίσως, μάλιστα, αυτή να ήταν και η βασική επιδίωξη του Ανδρέα Παπανδρέου, προκειμένου να μην έχει τους συνδικαλιστές εμπόδιο στον δρόμο του.
Πέραν τούτου, κατά τη διάρκεια των μνημονίων, παρότι ίσχυε η ενισχυμένη αναλογική, ο ελληνικός λαός σε 4 απανωτές εκλογικές αναμετρήσεις δεν έδινε την αυτοδυναμία σε κανένα κόμμα και υποχρέωνε με την ψήφο του τα κόμματα εξουσίας, να αναζητούν συμμαχίες και να σχηματίζουν κυβερνήσεις συνεργασίας. Κάπως, έτσι, μας προέκυψαν οι μνημονιακές κυβερνήσεις Παπαδήμου, Σαμαρά, Τσίπρα και πάλι Τσίπρα και μας δόθηκε, έτσι, η δυνατότητα να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας για το πόσο αναποτελεσματικές είναι, ενώ οι πολιτικοί μας ταγοί και τα κόμματά τους απέδειξαν με τα καμώματά τους, ότι δυσκολεύονται να συνεννοηθούν στα μεγάλα θέματα, κάνοντας αμοιβαίες υποχωρήσεις.
Θα περίμενε, λοιπόν, κανείς εχέφρων πολίτης να προχωρήσει η χώρα με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής, τη στιγμή που και μ’ αυτό δεν αποκλείονται κυβερνήσεις συνεργασίας. Ο κ. Τσίπρας, όμως, στο θέμα αυτό δεν ακολούθησε το παράδειγμα του δασκάλου του, του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος γνωρίζοντας καλύτερα απ’ τον καθένα την ψυχοσύνθεση του λαού μας και των πολιτικών μας ταγών, και αντιλαμβανόμενος καλύτερα, πού θα οδηγούσε τη χώρα η απλή αναλογική, απέφυγε να την εφαρμόσει. Είναι, τάχα, περισσότερο δημοκράτης o κ. Τσίπρας απ’ το δάσκαλό του;
Δεν το νομίζω. Απλά, την καθιέρωσε, κατά την άποψή μου, επειδή ούτε κατάφερε να κυβερνήσει αυτοδύναμα, ούτε πίστευε, ότι θα κατάφερνε κάτι τέτοιο και στο μέλλον, αφού καταλάβαινε, πως ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως τον ξέραμε, δε θα μπορούσε χωρίς μνημόνια και, πολύ περισσότερο, αφότου έγινε μνημονιακός και ο ίδιος, να γίνει μεγάλο κόμμα και να ξεφύγει απ’ τη λογική του μικρομέγαλου. Απόδειξη; Η στροφή του το τελευταίο διάστημα προς τον σοσιαλισμό και την πασοκοποίησή του. Η απλή αναλογική, λοιπόν, μπορούσε να του φανεί χρήσιμη, προκειμένου να επηρεάζει τα πολιτικά πράγματα και στο μέλλον και να ψαρεύει σε θολά νερά, όπως το συνηθίζει.
Γνώριζε, άλλωστε, όπως προείπα, ότι οι κυβερνήσεις συνεργασίας είναι, συνήθως, θνησιγενείς και δεν περίμενε ούτε τέτοια ευρεία νίκη και, μάλιστα, με αυτοδυναμία του κ. Μητσοτάκη, ούτε την άρνηση της κ. Γεννηματά και του ΚΙΝ.ΑΛ. να αποδεχθεί την απλή αναλογική. Δυστυχώς, γι’ αυτόν, τυφλωμένος απ’ το δόγμα του, «μετά από μένα το χάος», και αμφιβάλλοντας, ότι μπορεί να γίνει ο δεύτερος ισχυρός πόλος εξουσίας, ούτε έβλεπε, πού οδήγησε η απλή αναλογική τη συνδικαλιστική ηγεσία του τόπου, ούτε έγινε σοφότερος απ’ τη συγκυβέρνησή του με τον κ. Καμένο.
Ευτυχώς, ωστόσο, που ο ελληνικός λαός ψήφισε, αυτή τη φορά, με τη λογική και έδωσε αυτοδυναμία στη Ν.Δ. και στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Έτσι, μας δίνεται η δυνατότητα να παίρνουμε, απ’ τις πρώτες ώρες εκλογής του, μαθήματα πολιτικής συμπεριφοράς και με ρυθμούς πρωτόγνωρους για τα ελληνικά δεδομένα, που εκπλήσσουν τους πάντες. Και επειδή η κυβέρνησή του αποτελεί σύνθεση προσώπων, που προέρχονται και από άλλους χώρους, η απλή αναλογική περισσεύει.
Να, λοιπόν, γιατί η ενισχυμένη είναι προτιμότερη απ’ την απλή αναλογική. Μακάρι, δε, να βρεθεί φόρμουλα, ώστε να απαλλαγούμε απ’ τις αρνητικές συνέπειες της τελευταίας, που οδηγούν, συνήθως, σε ακυβερνησία, και να συμβάλει σ’ αυτό και η αξιωματική αντιπολίτευση, τώρα που ο λαός με την ψήφο του την κατέστησε δεύτερο ισχυρό πόλο εξουσίας. Θα το κάνει; Απομένει να το δούμε.
Από τον Κώστα Γιαννούλα