Όπως όμως και σε πολλούς άλλους κανονισμούς η χώρα μας ποτέ δεν είχε μια καλή ομάδα, για να υπερασπιστεί με γνώση και αγωνιστικότητα τα συμφέροντά της. Ίσως δεν είχε τη γνώση, ίσως δεν είχε και τη θέληση.
Θεωρώ ότι το γεγονός ότι τότε δεν διαχωρίστηκαν καθαρά τα αλκοολούχα ποτά σε αποστάγματα, που παράγονται από συγκεκριμένο αγροτικό (όπως το τσίπουρο, το μπράντι κ.λπ.) και στα άλλα αλκοολούχα ποτά που έχουν σαν πρώτη ύλη παραγωγής τους την αλκοόλη, ήταν μια ήττα των χωρών, βασικά του νότου, που έχουν γεωργική παραγωγή και πάνω σ’ αυτή στηρίζουν και την παραγωγή των αλκοολούχων ποτών τους. Ο διαχωρισμός αυτός, κατά τη γνώμη μου, αν γινόταν, θα επέτρεπε τα κράτη με γεωργική παραγωγή να ασκήσουν αγροτική πολιτική μέσα από αυτό.
Σ’ εκείνον τον κανονισμό (1576/89) η ελληνική αντιπροσωπεία πάλεψε και κατάφερε να καθιερώσει τη μισή φορολογία για το ούζο (50% έκπτωση στον ειδικό φόρο κατανάλωσης ΕΦΚ), φυσικά για το ούζο που καταναλώνεται εντός της χώρας μας. Αυτό για να το δεχθούν στην ΕΕ δεν ήταν εύκολο. Η αντιπροσωπεία μας παρουσίασε (με τη βοήθεια των ενδιαφερομένων ουζοπαραγωγών) ότι το ούζο ήταν το ποτό των λαϊκών και φτωχών τάξεων. Βέβαια αυτό στηρίχθηκε πάνω στο γεγονός ότι όντως κάποτε ήταν, και ήταν τότε που το ούζο δεν ήταν τίποτε άλλο από το τσίπουρο, είναι γνωστή η ιστορία της μετονομασίας του από τσίπουρο σε ούζο που έγινε στον Τύρναβο.
Την ίδια εποχή (1988) νομοθετείται (1989 βγαίνουν οι Υπουργικές Αποφάσεις) για την εμφιάλωση του τσίπουρου στη χώρα μας, για το οποίο βέβαια δεν λήφθηκε καμιά μέριμνα σχετικά με τη μείωση της φορολογίας του. Η πρώτη σύγκρουση έγινε το 1993, όταν με την εναρμόνιση της φορολογίας οινοπνεύματος στην Ε.Ε. είδαμε ξαφνικά να διπλασιάζεται ο ΕΦΚ (Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης) για το τσίπουρο. Οι έντονες διαμαρτυρίες, παραστάσεις κ.λπ. τότε του Οινοποιητικού Συνεταιρισμού Τυρνάβου (ο οποίος εμφιάλωνε ήδη τσίπουρο από το 1990) προς την κυβέρνηση, οδήγησε στην ψήφιση νόμου, βάσει του οποίου αναγνωριζόταν και στο τσίπουρο η έκπτωση του 50% στον ΕΦΚ.
Είναι γνωστό όμως ότι ο ελληνικός νόμος δεν μπορεί να υπερβεί του κανονισμού, έτσι για την Ε.Ε. είμαστε παράνομοι, η έκπτωση ισχύει μόνο για το ούζο.
Ποιο ήταν λοιπόν το αποτέλεσμα αυτής της υπόθεσης; Να καλούμαστε σήμερα να πληρώσουμε διπλάσιο φόρο για το τσίπουρο, για ένα προϊόν δηλαδή που είναι πραγματικά εθνικό, που φέρνει μαζί του τον κόπο και τον ιδρώτα των ελλήνων αμπελοκαλλιεργητών.
Το γεγονός δεν είναι απλώς απαράδεκτο αλλά σκανδαλώδες, γιατί όχι μόνο δεν έχει σχέση με την ανάπτυξη της χώρας αλλά αντίθετα επιδοτούμε κατά κάποιον τρόπο, σαν χώρα, την κατανάλωση ξένων οινοπνευμάτων δηλ. ξένων αγροτικών προϊόντων στην χώρα μας.
Εκτός των παραπάνω η ελληνική αντιπροσωπεία τότε, δεν μερίμνησε για το υποτιθέμενο εθνικό ποτό, το ούζο, να χρησιμοποιεί ελληνικές πρώτες ύλες, αλλά όρισε ότι αυτό μπορεί να γίνει από οινόπνευμα γεωργικής προέλευσης από οποιαδήποτε χώρα. Κατά τα άλλα εθνικό.
Οποιαδήποτε αλλαγή στο θέμα αυτό πρέπει να είναι προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης του τοπικού προϊόντος που είναι το τσίπουρο και όχι το αντίθετο.
Για τον σκοπό αυτό είναι αναγκαίο να χαρακτηριστεί το τσίπουρο (όπως ίσως και όλα τα αποστάγματα) αγροτικό προϊόν για να μπορεί να εφαρμοστεί μια προνομιακή φορολογική πολιτική για το καλό της αγροτικής μας οικονομίας αλλά και της εθνικής οικονομίας γενικότερα.
Είναι πολύ περίεργο το γεγονός να κατατάσσεται (καν. ΕΕ) το οινόπνευμα από γεωργικά προϊόντα (96% vol) στα γεωργικά προϊόντα ενώ το τσίπουρο που αποστάζεται μέχρι 86% vol να κατατάσσεται στα βιομηχανικά προϊόντα.
Από τον Δρα. Αστέριο Παπρά, χημικό οινολόγο, π. διευθυντή του ΑΟΣ Τυρνάβου