Δύο πράγματα τελείως διαφορετικά μεταξύ τους, καθότι άλλο πράγμα είναι η δημιουργία κόμματος ξανά από την αρχή και άλλο η ανασυγκρότηση του ήδη υπάρχοντος. Αυτά όμως τα λόγια που αντικειμενικά χαρακτηρίζονται από ανεπίτρεπτη βιασύνη διαφαίνεται πως, πέρα από τον μη επαρκώς προσδιορισμένο ιδεολογικοπολιτικό στόχο, έχουν ως σκοπό να δημιουργήσουν εικόνα καλύτερης για το μέλλον προοπτικής του ΣΥΡΙΖΑ και να απαλύνουν τον πόνο των οπαδών του από τη μεγάλη νίκη της Νέας Δημοκρατίας.
Αξιολογώντας όμως κανείς το απρόβλεπτα μεγάλο ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ στις Εθνικές εκλογές, δεν μπορεί παρά να αποδεχθεί πως αυτό ασφαλώς συνάδει με την εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων του στην ηγετική φυσιογνωμία του κ. Τσίπρα και τις πολιτικές που ασκήθηκαν στους τομείς της οικονομίας, της εξωτερικής πολιτικής, της άμυνας, της υγείας, αλλά περισσότερο στην ασκηθείσα κοινωνική πολιτική.
Λαμβάνοντας υπόψη την είσοδο του κόμματος Βαρουφάκη στη Βουλή καθώς και τα ποσοστά της κ. Κωνσταντοπούλου και του κ. Λαφαζάνη εύκολα συνάγεται το συμπέρασμα πως σχεδόν το σύνολο των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ στις φετινές εκλογές είναι ψηφοφόροι του παλαιού ΠΑΣΟΚ. Διότι ριζοσπάστες αριστεροί, κομμουνιστές και κάθε είδους ψηφοφόροι πέραν της σοσιαλδημοκρατίας και του παλαιού κέντρου μετακινήθηκαν στα μόλις προαναφερθέντα μικρά κόμματα.
Από εδώ όμως αρχίζουν και τα μεγάλα και πολλά ερωτήματα.
Από πού άραγε πηγάζει η διαπίστωση ότι ο λαός έδωσε εντολή για δημιουργία νέου κόμματος και πώς αυτό το αντιλήφθηκε μόνον ο κ. Τσίπρας; Δηλαδή το 31,5% δεν ψήφισε τον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ, αλλά κάτι άλλο απροσδιόριστο το οποίο θα δημιουργήσει στο κοντινό ή απώτερο μέλλον ο κ. Τσίπρας;
Είναι καινοφανής η άποψη ότι οι ψηφοφόροι δάνεισαν την ψήφο τους στον ΣΥΡΙΖΑ το 2015 και το 2019 την πίστωσαν με σκοπό την επανίδρυση. Παραβλέπει ασφαλώς ότι η ψήφος όταν δίνεται από τον πολίτη, δεν είναι ποτέ δανεική όπως ακατανόητα ισχυρίστηκε, καθότι ποτέ δεν μπορεί να επιστραφεί, αλλά δίνεται μετά από αξιολόγηση της όλης πορείας και προσδοκώντας ένα καλύτερο αύριο.
Διαλύει κάποιος ένα πολιτικό φορέα για να φτιάξει έναν καινούριο όταν είναι τεκμηριωμένο ότι παγιώνεται η θέση του στον πολιτικό χάρτη της χώρας και μάλιστα αποτελώντας τον ένα από τους δύο ισχυρούς πόλους;
Αν ο πρώην πρωθυπουργός αγωνιά και θέλει να ιδρύσει ένα κατά δικό του κόμμα, κινούμενος στα αχνάρια των αείμνηστων Κ. Καραμανλή και Α. Παπανδρέου γιατί δεν λαμβάνει σοβαρά υπόψη ότι η ίδρυση των κομμάτων τους, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, προηγήθηκε της όποιας πολιτικής δράσης των και ότι δεν διέλυσαν κάποιο άλλο προκειμένου να δημιουργήσουν ένα νέο;
Λησμονείται πως έχασε απανωτές εκλογικές αναμετρήσεις ο Ανδρέας Παπανδρέου τη διετία 1989-1990 και όμως δεν διανοήθηκε να διαλύσει το ΠΑΣΟΚ σεβόμενος και τους ψηφοφόρους που έμειναν πιστοί στο κίνημα, αλλά και τον νέο ρόλο που του ανέθεσε ο ελληνικός λαός;
Γιατί αγνοείται το γεγονός πως και οι δύο αναφερθέντες ηγέτες προσέφυγαν στη διαδικασία της διεύρυνσης σε όμορους πολιτικούς χώρους και όχι της διάλυσης των κομμάτων τους όταν αντιμετώπιζαν διάφορα προβλήματα;
Τι διαβεβαιώνει τον κ. Τσίπρα πως το πολύ μεγάλο ποσοστό ψηφοφόρων που επέτυχε στις φετινές εκλογές θα τον ακολουθήσει και στο νέο κόμμα;
Γιατί αγνοείται πλήρως το δεδομένο πως τα μεγάλα πολιτικά κόμματα δεν τα δημιουργούν οι διάφορες αποφάσεις κορυφής ή αποφάσεις κομματικών επιτελείων, αλλά τα λαϊκά ρεύματα που εκδηλώνονται με την ψήφο τους στις εκλογικές αναμετρήσεις; (Βλέπε ΠΑΣΟΚ 1974, 1977, 1981).
Γιατί παραβλέπεται το γεγονός πως τον ρόλο της Αξιωματικής αντιπολίτευσης στη νέα Βουλή δεν θα τον ασκεί ο ΣΥΡΙΖΑ που πήρε την εντολή από τον λαό, αλλά ένα νέο υπό εκκόλαψη κόμμα ;
Αυτά είναι μερικά ερωτήματα που επιζητούν απάντηση που όμως πρέπει να πείθει τον πολίτη.
Πριν αποτολμήσει ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ τη διάλυσή του, πρέπει να λάβει υπόψη του πως εμπειρικά ποτέ ένας αγρότης δεν ξεριζώνει ένα δένδρο που για συναπτά έτη δίνει καρπούς, επειδή μια χρονιά δεν καρποφόρησε και κανένας στρατηγός δεν διαλύει τον στρατό του επειδή έχασε μια μάχη. Τουναντίον τα ανανεώνει με προσωπικό, μέσα και ιδέες και οδεύει για νέες επιτυχίες. Συνεπώς η διεύρυνση προς τη σοσιαλδημοκρατία και μόνον αυτή, είναι μονόδρομος και η πλέον σωστή επιλογή. Κάθε επιφύλαξη του παλαιού κεντρικού πυρήνα του ΣΥΡΙΖΑ σε τέτοια προοπτική πρέπει να ξεπεραστεί, αφού ληφθεί υπόψη πως πολιτικές δυνάμεις για συμπόρευση μόνο σε αυτή την κατεύθυνση υπάρχουν.
Τέλος σε ό,τι αφορά στην απαξιωτική αναφορά του κ. Τσίπρα στην κεντρική επιτροπή του κόμματός του και το βροντερό «όχι» στο πράσινο του ΠΑΣΟΚ αλλά «ναι» στο πράσινο της οικολογίας, αξίζει να τονισθεί πως αυτό το πράσινο που λάτρεψαν χιλιάδες πολίτες (που τώρα ψηφίζουν ΣΥΡΙΖΑ) είναι αυτό που μεταρρύθμισε τη χώρα, την εκσυγχρόνισε και έφερε πρωτόγνωρους θεσμούς, είναι το πράσινο του Ανδρέα Παπανδρέου, του Γιώργου Γεννηματά και τόσων άλλων άξιων στελεχών και δεν είναι το πράσινο των όψιμων εξουσιολάγνων και επιδρομέων των κρατικών ταμείων, από το οποίο απομακρύνθηκαν στηρίζοντας τον ΣΥΡΙΖΑ.
Από τον Θανάση Μπρισίμη, σμήναρχο ε.α.