Βρέθηκα πριν λίγο καιρό στην πλατεία κάποιου γειτονικού οικισμού και πίνοντας τον καφέ με μια φιλική παρέα, πρόσεξα τη φωλιά που είχαν κτίσει οι πελαργοί, τα περήφανα αυτά πτηνά στον τρούλο του καμπαναριού της εκκλησίας και παρακολουθούσα την αδιάκοπη κίνησή τους. Ήταν απογευματινές ώρες, ο καιρός δροσερός, η ατμόσφαιρα ήρεμη και περίμενα να ακούσω μετά από χρόνια το δυνατό κροτάλισμά τους που είχα συνηθίσει από μικρός. Δεν στάθηκα τυχερός.
Η Λάρισα μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια φιλοξενούσε αρκετά ζευγάρια πελαργών. Όμως σήμερα δεν νομίζω να υπάρχει έστω και ένα μέσα στην πόλη. Έφθαναν εκεί γύρω στις αρχές Απριλίου και είτε εύρισκαν την παλιά φωλιά τους είτε έκτιζαν καινούρια. Βρίσκονταν πάντα σε ψηλά σημεία, σε καμινάδες, σε στύλους του ηλεκτρικού, στις στέγες των σπιτιών, σε εκκλησίες και καμπαναριά. Κάθε ζευγάρι γεννάει 3-4 αυγά κάθε καλοκαίρι, τα επωάζει για 30-35 ημέρες και όταν εκκολαφθούν τρέφονται με τη στοργική φροντίδα και των δύο γονιών μέχρι ότου φθάσουν στην ηλικία των δέκα εβδομάδων περίπου, οπότε αρχίζουν τις πρώτες κοντινές πτήσεις τους.
Ήταν βαθιά χαραγμένο στη μνήμη των παλιών Λαρισαίων η περίπτωση ενός νεοσσού πελαργού που το καλοκαίρι του 1928 και ενώ είχε τη φωλιά του στη στέγη του αρχοντικού του Νικολάου Καρανίκα[1], σε μια από τις αρχικές πτήσεις του έπεσε με δύναμη στο μέσον της κεντρικής πλατείας (Θέμιδος τότε) και τραυματίσθηκε σοβαρά, σπάζοντας το ένα του πόδι. Όσοι βρέθηκαν την ώρα εκείνη κοντά στον τόπο του ατυχήματος έτρεξαν, μάζεψαν το πληγωμένο πτηνό και σκέφθηκαν πως θα μπορέσουν να το ξαναβάλουν στη φωλιά του. Διαπίστωσαν όμως ότι το κάταγμα του ποδιού του ήταν σοβαρό και δεν θα μπορούσε να ισορροπήσει για να βαδίσει. Ένας από τους παρόντες το πήρε στην αγκαλιά του και το πήγε στην οδό Πανός, όπου υπήρχαν και τότε πολλά καταστήματα. Κάποιος κρεοπώλης διαπίστωσε ότι η ζημιά ήταν σοβαρή και ανέλαβε να το …χειρουργήσει. Με τον μπαλτά που χρησιμοποιούσε για το κρέας έκοψε ακαριαία το σπασμένο πόδι πάνω από την άρθρωση. Από το γειτονικό φαρμακείο του Αστεριάδη έφεραν γάζες και επιδέσμους και τύλιξαν το ακρωτηριασμένο πόδι. Στη συνέχεια το …υιοθέτησαν οι ψαράδες. Του έδωσαν να φάει μερικά μικρά ψάρια και ο Γιάννης Μέρχας έφερε μια πλεχτή καλάθα, έστρωσαν μέσα κουρελού και εκεί τοποθέτησαν τον ανάπηρο φιλοξενούμενο. Μέχρι να επουλωθεί το τραύμα του δεν το επέτρεπαν να μετακινηθεί, ούτε να πετάξει. Εξ άλλου άλλοι φρόντιζαν για την τροφή του.
Εν τω μεταξύ είχε φθάσει ο Σεπτέμβριος και όλοι οι πελαργοί είχαν εγκαταλείψει τη Λάρισα για το υπερπόντιο ταξίδι τους, ενώ ο λαβωμένος πελαργός της οδού Πανός ξέμεινε εδώ. Οι φιλόξενοι όμως ψαράδες σκέφτονταν πως θα μπορούσαν να του δώσουν τη χαρά να περπατήσει. Ένας απ’ αυτούς ανέλαβε να τοποθετήσει στερεά έναν μεταλλικό σωλήνα στο ακρωτηριασμένο πόδι του και μετά από λίγες ημέρες διαπίστωσαν ότι μπορούσε να κάνει τρικλίζοντας τα πρώτα του βήματα. Το πάθημά του και η οικειότητα που έδειχνε προς τους ανθρώπους τον έκαναν αγαπητό σε όλη την οδό Πανός και από το πρωί μέχρι το βράδυ γυρόφερνε στα ψαράδικα, τα μανάβικα και τα χασάπικα και έπαιρνε από παντού το φαί του. Σε μια παρέα κάποιος τον βάπτισε «Χατζή»[2]και με αυτό το όνομα έμεινε γνωστός σε όλους τους Λαρισαίους.
Όταν μπήκε ο χειμώνας κρύωνε και αναζητούσε ζεστασιά την οποία εύρισκε κουρνιάζοντας στα γειτονικά καταστήματα. Πήγαινε άλλοτε στον φούρνο του Ασημακόπουλου, άλλοτε στην ταβέρνα του Κώστα Τσιλίκη και άλλοτε στο καφενείο του Σπύρου Δήμτσα, όπου οι θαμώνες τον περιποιούταν, προσφέροντάς του χάδια και τροφή. Είχε μάθει να ακούει στο όνομά του και ανταποκρινόταν στις προσκλήσεις που του γινόταν από τους φίλους του. Έτσι πέρασε ολόκληρος ο χειμώνας και όταν ήλθε η άνοιξη και έκαναν την εμφάνισή τους οι ξενιτεμένοι πελαργοί, ο «Χατζής»έβλεπε τις κινήσεις τους, άκουγε τα κροταλίσματα και ύψωνε την κόκκινη μύτη του, σαν να οσμιζόταν την ατμόσφαιρα. Από τότε άρχισε να αλλάζει και η συμπεριφορά του. Πετούσε μερικά μέτρα, ανέβαινε στις στέγες των μαγαζιών, κατόπιν εξαφανιζόταν, αλλά πάντοτε επέστρεφε και έπαιρνε την τροφή του από τους προστάτες του. Κάποια στιγμή όμως τον Αύγουστο του 1929 άνοιξε διάπλατα τα φτερά του, υψώθηκε πάνω από την οδό Πανός όπου φιλοξενήθηκε για έναν ολόκληρο χρόνο, χάθηκε στο βάθος του ορίζοντα και από τότε δεν ξαναφάνηκε. Φαίνεται ότι ακολούθησε τη ζωή των συντρόφων του. Όμως για τους παλιούς Λαρισαίους είχε αφήσει μια αγαθή ανάμνηση.
Οι πελαργοί δεν μπορούν να κρώξουν γιατί δεν έχουν φωνητικό όργανο. Οι κρότοι που παράγουν (κροτάλισμα) προέρχεται από τα χτυπήματα με το ράμφος του. Υπάρχουν αρκετά είδη πελαργών, αλλά στην Ελλάδα ζει ο Λευκοπελαργός. Είναι χαρακτηριστικό το αργό και αρχοντικό περπάτημά του και η τροφή του αποτελείται από έντομα, σκουλήκια, φίδια, μικρά πετούμενα, ψάρια και βατράχους. Όπως αναφέρθηκε, είναι πτηνά αποδημητικά και πολύ ωφέλιμα, ιδίως στους καλλιεργητές. Από την εποχή του Αριστοτέλη ακόμη μας είναι γνωστό ότι οι πελαργοί τύγχαναν ειδικής προστασίας, απαγορευόταν αυστηρά το κυνήγι τους και θεωρούσαν τον φόνο τους το ίδιο εγκληματικό όπως και την ανθρωποκτονία. Λόγω της μεγάλης στοργής που δείχνουν για τους νεοσσούς τους, αποτελούν ένα διαχρονικό σύμβολο μητρότητας, γι’ αυτό και στην παιδική φαντασία έχουν ταυτισθεί με τον ερχομό κάθε νέου ανθρώπινου βρέφους. Η ζωή τους έχει διάρκεια μέχρι 20 έτη.
Εκείνο που χαρακτηρίζει ιδιαίτερα το γένος των πελαργών είναι η μονογαμικότητα. Ο δημοσιογράφος Κώστας Περραιβός επανειλημμένα έχει γράψει για μια φάρσα που θέλησε να κάνει σε μερικούς πελαργούς κάποιος τούρκος μπέης τη δεκαετία του 1910. Καθισμένος αναπαυτικά στις καρέκλες του «Πανελληνίου», παρατηρούσε τις κινήσεις των πελαργών που φώλιαζαν στη στέγη του αρχοντικού του Νικολάου Καρανίκα. Θέλοντας να κατανικήσει την ανία που διακατείχε όλους τους πάμπλουτους μουσουλμάνους γαιοκτήμονες, φιλοδώρησε κάποιο νεαρό άτομο και του προέτρεψε να τοποθετήσει στη φωλιά των πελαργών όταν αυτοί έλλειπαν,ένα αυγό χήνας. Και κάθε μέρα παρακολουθούσε τη συμπεριφορά τους, ώσπου να φθάσει η ημέρα της εκκόλαψης. Τότε όλοι οι θαμώνες της πλατείας έζησαν ένα απίστευτο γεγονός. Μόλις έγινε αντιληπτή η παρουσία χηναριού από τον πατέρα πελαργό, ένα γοερό κροτάλισμα συγκέντρωσε όλους τους γύρω πελαργούς σαν σε συμβούλιο στη στέγη του σπιτιού. Στη συνέχεια έβαλαν στο κέντρο την υποτιθέμενη μοιχό πελαργίνα και με τα πολλαπλά ραμφίσματά τους τη θανάτωσαν και αιμόφυρτη την πέταξαν από την σκεπή του σπιτιού στο πεζοδρόμιο. Όπως αναφέρεται από τους αυτόπτες του επεισοδίου αυτού – συμπληρώνει ο Κώστας Περραιβός – ολόκληρη η διαδικασία ήταν τόσο αποκρουστική και τόσο θλιβερή ώστε όλοι οι παρόντες στράφηκαν με θυμό προς τον εμπνευστή της φάρσας Τούρκο μπέη, ο οποίος όμως φρόντισε να εξαφανισθεί εγκαίρως, διαβλέποντας την μήνιν όλων όσων παρευρίσκονταν στην πλατεία.
Τέτοια ερωτικά δράματα των συμπαθητικών αυτών πτηνών έχουν να διηγηθούν πολλοί παλιοί Θεσσαλοί, όταν οι πελαργοί έφθαναν κατά ομάδες στην περιοχή μας.Όμως ο αριθμός τους συνεχώς μειώνεται. Υπολογίζεται ότι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια έφθανε στην Ελλάδα τα 10.000 ζευγάρια, ενώ σήμερα πιστεύεται ότι είναι λιγότερα από 2.000. Αίτια τα φυτοφάρμακα, η ξηρασία, οι ηλεκτροπληξίες και άλλοι περιβαλλοντολογικοί παράγοντες.
[1]. Βρισκόταν στη γωνία των σημερινών οδών Παπαναστασίου και Ίωνος Δραγούμη, απέναντι από το Δημαρχιακό κατάστημα. Στο σημερινό κτίριο που αντικατέστησε το κομψό αυτό αρχοντικό στεγάζονταν μέχρι πρόσφατα διάφορες οικονομικές υπηρεσίες.
[2]. Χατζής είναι λέξη με αραβική ρίζα και προσδιορίζει τον προσκυνητή των ιερών τόπων (Μέκκα για τους μουσουλμάνους, Άγιοι Τόποι για τους χριστιανούς). Οι Τούρκοι ονόμαζαν τους πελαργούς «χατζηλελέκια», επειδή κάθε φθινόπωρο έφευγαν από την περιοχή μας και μέσω Βοσπόρου, Μικράς Ασίας, περνούσαν από την Μέκκα και κατέληγαν στην Αφρική για να ξεχειμωνιάσουν. Το ετήσιο πέρασμά τους από την Αραβία θεωρείτο από τους μουσουλμάνους σαν προσκύνημα στη Μέκκα, εξ ού και η ονομασία χατζη-λέλεκας. Ο Γάλλος περιηγητής και πρόξενος της Γαλλίας στην αυλή του Αλή πασά FrancoisPouquevilleτα περιγράφει σαν ιερά πουλιά του Ισλάμ, ενώ οι Έλληνες κατά την τουρκοκρατία τα αντιπαθούσαν και τα ονόμαζαν «τουρκοπούλια»
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΑΘ. ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ
nikapap@hotmail.com