Παρόλα αυτά, όταν γίνεται λόγος για τους λειτουργούς της εκκλησίας, μιλούμε μόνο για τους ιερείς και τα προβλήματά τους, ενώ για τους ψαλτάδες δε γίνεται κουβέντα. Γι’ αυτό και θα επιχειρήσω να ασχοληθώ εγώ μ’ αυτούς, κι ας μην είμαι ψάλτης, αλλά φίλος μόνο, της βυζαντινής μουσικής, βάζοντας όμως το δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων.
Επειδή, λοιπόν, ο καθένας μας είναι ό,τι δηλώσει, υπάρχουν στη χώρα μας ψαλτάδες και ψαλτάδες. Άλλοι απ’ αυτούς είναι εξαιρετικοί γνώστες της βυζαντινής μουσικής και χάρμα να τους ακούει κανείς, ειδικά όταν διαθέτουν και χορό στο αναλόγιο. Άλλοι, πάλι, οι περισσότεροι υπηρετούν, μεν, επάξια τα αναλόγιά τους, αλλά οι ψαλτικές επιδόσεις αρκετών απ’ αυτούς επιδέχονται περαιτέρω βελτίωσης, οπότε και δεν αποδίδουν τα αναμενόμενα. Άλλοι, τέλος, και κυρίως σε μικρά χωριά ανεβαίνουν στα αναλόγια, αλλά χωρίς την κατάλληλη φωνητική και μουσική αρματωσιά, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το εκκλησίασμα που τους ακούει.
Όλοι αυτοί οι ψαλτάδες, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, επειδή τα χρήματα που παίρνουν απ’ τους ναούς είναι πολύ λίγα, ασκούν και άλλα επαγγέλματα εργαζόμενοι είτε στο δημόσιο, είτε στον ιδιωτικό τομέα, προκειμένου να εξασφαλίζουν τα προς το ζην.
Σ’ αυτό το σημείο, όμως, θα ήθελα να επισημάνω κάτι, ιδιαίτερα σημαντικό. Οι ανάγκες ενός ναού δεν περιορίζονται μόνο στις τέσσερες κυριακάτικες θείες λειτουργίες κάθε μήνα και σ’ αυτές των μεγάλων εορτών της χριστιανοσύνης, αλλά έχουν να κάνουν και με λειτουργίες σε γιορτές Αγίων, αλλά και με εσπερινούς και διάφορες άλλες ιερές ακολουθίες και μυστήρια, που εκτελούνται, συχνά-πυκνά, οποιαδήποτε ημέρα της εβδομάδος. Αυτό σημαίνει, ότι, ιδίως στις μεγάλες ενορίες υπάρχει αντικείμενο, ώστε, εκτός των ιερέων, να είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης και οι ψαλτάδες, αρκεί η αποζημίωσή τους να τεθεί σε νέα βάση και να μην αντιμετωπίζεται ως φιλοδώρημα και εκ του προχείρου από κάθε ναό ξεχωριστά, όπως, ως επί το πλείστον, ισχύει ως τα σήμερα.
Ως εκ τούτου, θα πρέπει, κατά την άποψή μου, να δοθεί, κατ’ αρχήν, η δυνατότητα στους ψαλτάδες της πρώτης κατηγορίας, που ανέφερα προηγουμένως, αλλά και σ’ αυτούς της δεύτερης, που αποδεδειγμένα έχουν τα προσόντα, να γίνουν αποκλειστικής και πλήρους απασχόλησης, εφόσον το επιθυμούν. Σ’ αυτή την περίπτωση, όμως, να πληρώνονται ικανοποιητικά καλύπτοντας όλο το φάσμα των αναγκών, που προκύπτουν καθημερινά στον ναό, που υπηρετούν, με πλήρη εργασιακά δικαιώματα, αλλά και με όλες τις υποχρεώσεις ενός εργαζομένου. Όσοι δεν αποδεχθούν κάτι τέτοιο και προτιμήσουν να καλύπτουν τον ναό μόνο τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές της χριστιανοσύνης, να υπογράφουν, και πάλι, συμβάσεις έργου μερικής απασχόλησης, ενώ τις άλλες ανάγκες του ναού να τις καλύπτουν άλλοι ψαλτάδες με ανάλογες συμβάσεις.
Όσον αφορά, τώρα, στους υπόλοιπους, οι οποίοι, είτε υστερούν σε μουσικές γνώσεις, είτε είναι ερασιτέχνες στο είδος, καλό είναι να λαμβάνεται μέριμνα από κάθε ναό και να δίνεται η δυνατότητα υπογραφής συμβάσεων έργου με βάση τις πραγματικές ανάγκες του και τα προσόντα του ψάλτη, χωρίς να αποκλείεται, βέβαια, και η αμισθί προσφορά τους, όπως συμβαίνει και σήμερα, εφόσον υπάρχουν ενδιαφερόμενοι.
Πέραν τούτων, αν, εν τω μεταξύ, συμβασιούχοι ψαλτάδες βελτιώσουν, αποδεδειγμένα, τις μουσικές τους επιδόσεις, βεβαιώσει κάτι τέτοιο αρμόδια επιτροπή της κάθε Μητρόπολης και θελήσουν να γίνουν πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, να τους δίνεται, ως κίνητρο για βελτίωση, αυτή η δυνατότητα, πάντα και εφόσον οι ανάγκες ενός ναού δικαιολογούν κάτι τέτοιο.
Η πρόταση που καταθέτω, για να υλοποιηθεί, χρειάζεται, εκτός από βούληση, συζήτηση και μελέτη, αλλά και περισσότερα χρήματα, ενδεχομένως, απ’ αυτά που δαπανώνται σήμερα για τους ιεροψάλτες. Ωστόσο, αντιλαμβανόμενοι την προσφορά των ιεροψαλτών και την αξία της βυζαντινής μουσικής, όταν υπάρχει θέληση όλα είναι δυνατά. Υπάρχει, άλλωστε, η λύση κατά το πρότυπο των ιερέων και, αν αυτή δεν είναι εφικτή, μπορούν να τη δώσουν οι ίδιες οι ενορίες με τους αιμοδότες τους, τους ενορίτες, μια που οι πολλοί, εύκολα, φτιάχνουν τον ένα, όταν ρωτιούνται και όταν θέλουν. Μόνο έτσι, πιστεύω, μπορεί να πλαισιώσουν τα αναλόγια περισσότεροι ιεροψάλτες νεαρότερης ηλικίας και να αναβαθμισθεί η Βυζαντινή Μουσική στον τόπο μας.
Ιδού, λοιπόν, για τους ενδιαφερόμενους πεδίον δόξης λαμπρό!
* Από τον Κώστα Γιαννούλα