Γιατί, δεν μπορεί αδερφέ μου, πάντα θα υπάρχει ένας «Παράδεισος» να περιμένει όλα αυτά τα φτωχόπαιδα που η τύχη τους χαμογέλασε και με το «φίλημα του βατράχου» τους μετέτρεψε σε ζεν πρεμιέ. Και ξεπροβόδισαν τον Φαίδωνα Ψυχοσάββατο, τη μέρα δηλαδή που οι άνθρωποι αφήνουν στην μπάντα δουλειές, έγνοιες και μελήματα κι αφού αγοράσουν κουλουράκια απ’ το ζαχαροπλαστείο της γειτονιάς πάνε στα μνήματα και τα μοιράζουν. - Πάρτε ένα κύριε... Για συχώριο... Κι εγώ το πήρα. Κι έβγαλα μια χαρτοπετσέτα και το τύλιξα. Το άφησα «για αργότερα», σαν τη γιαγιά Ασπασία που η τσάντα της ήταν γεμάτη από κουλουράκια, λουκούμια, σοκολατάκια. Που όλο τα άφηνε «για αργότερα», αλλά δεν τα ’τρωγε ποτέ- «αχ αυτό το ζάχαρο, άτιμο πράμα μωρέ παιδί μου!» -έλεγε η γλυκατζού- κι έτσι όλα αυτά τα καλούδια έλιωναν, τρίβονταν, της έκαναν την τσάντα χάλια. Για συχώριο... Θεός σχωρέσ’ τον λοιπόν... Σάββατο των Ψυχών και η πόλη ανηφορίζει προς το Νεκροταφείο για σπονδές στους νεκρούς της. Έτσι όπως δεσπόζει πάνω στους Λόφους του Μεζούρλου η κίνηση του πλήθους θυμίζει ανάβαση στον Γολγοθά, και Αρχαίο Χορό μαζί . Η πόλη πηγαίνει στα μνήματα. Να απαγκιάσει, να παρηγορηθεί, να κλάψει. Για άλλη μια φορά. Χιλιάδες πια οι τάφοι του «Νέου Κοιμητηρίου». Ο Δήμος Λαρισαίων προβληματίζεται περί της χωρητικότητάς του. Χιλιάδες μνήματα, χιλιάδες ιστορίες πόνου κρυμμένες κάτω από τις μαρμαρένιες ταφόπλακες. Βαδίζω με γοργό βήμα, δίχως να κοιτάζω ονόματα ή φωτογραφίες. Μα το μάτι λαίμαργο, περίεργο, όλο και πιάνει τη φωτογραφία με το ξανθό γελαστό κορίτσι... Ετών 32. Εφονεύθη σε τροχαίο. Την προσπερνώ βιαστικά. Οι άωροι θάνατοι δεν αντέχονται. * * * Κι όμως! Δύο μέρες μόλις πριν, Τσικνοπέμπτη, ήταν το ίδιο αυτό πλήθος των Λαρισαίων που είχε βγει στους δρόμους και στις γειτονιές της πόλης. Έστησε ψησταριές και τσίκνιζε. Είτε προέρχεται από τις ψημένες σάρκες, είτε από λιβάνι και θυμίαμα ο καπνός είναι ένας κι έχει αποδέκτη τον Θεό στις διάφορες εκδοχές του. Είναι ο Δίας και ο Διόνυσος, είναι ο Ιησούς και η Παναγιά, οι άνθρωποι πάντα προσπαθούσαν κάτι να εξηγήσουν για την ύπαρξή τους, για το ίδιο το νόημα της ζωής τους. Και σαν ο νους τους έφτανε σ’ αδιέξοδο, προσπαθούσαν να εξευμενίσουν όλες εκείνες τις αόρατες δυνάμεις που ρυθμίζουν τ’ ανείπωτα και τ’ ανεξήγητα. Στις πλατείες της πόλης, νταούλια και ζουρνάδες, τα θορυβώδη χάλκινα και τα επιβλητικά κλαρίνα, γίνονταν οι εκφραστές της χαράς και της δίψας για ζωή. Ο κόσμος χόρευε σαν σεληνιασμένος. Η ζωή κι ο θάνατος πάνε αντάμα, χέρι – χέρι... «Φωτιά στα Ψυχοσάββατα, να μην ξαναγυρίσουν» που θα ’λεγε μερακλωμένη η λαίδη Άντζελα... Ζωή είναι οι ουρές στα μαγαζιά. «-Πιάσε δύο σουβλάκια και μια μπίρα...». Ευκαιρία για μια καλή έκτακτη κονόμα. Μια πρόχειρη ψησταριά, σειρές ολόκληρες από σουβλάκια και λουκάνικα, πέντε κασάκια μπίρες, τα νιάτα της Λάρισας με το ζελωμένο μαλλί, το μούσι και τα τατουάζ έχουν σιδερένια στομάχια, κατεβάζουν ακόμη και πέτρες. Γέλια, φωνές και συνομιλίες στο κινητό: «Έλα ρε; Πού είστε; Φρίξου είμαστε, άντε ελάτε, έχω κρατήσει θέση και πέντε σουβλάκια καβάντζα!». «Των αγοριών απέναντι, πείτε τους πως πεθαίνω» γι’ αυτές τις μεγαλειώδεις ατάκες τους. * * * Μα καλά; Πότε ογδοντάρισε ο Φαίδωνας; Αυτός μπαίνει κάθε τρεις και λίγο στα σπίτια μας και είναι παλικαρόπουλο! Τη μια χαστουκίζει την ψηλομύτα Ζωίτσα Λάσκαρη, την άλλη κάνει καντάδες στη Μαίρη Χρονοπούλου, μάγκας αυτός και γοργόνα εκείνη , αλήθεια πότε; Είναι τυχερή όλη αυτή η γενιά των ηθοποιών... Πρόλαβαν τις έγχρωμες υπερπαραγωγές της «Φίνος Φιλμ» τις γεμάτες χρώμα, λαμέ φορέματα, τίγκα στο κομφετί και τα ταρατατζούμ που είναι η χαρά της ζωής. Και ο χρόνος κόλλησε εκεί γι’ αυτούς, από τότε δεν ξαναγέρασαν. Μα, γερνάνε οι απλοί άνθρωποι... Η κυρία Ελένη – την οποία ξεπροβοδίσαμε προχτές στο Νεκροταφείο την ίδια πάνω – κάτω ώρα με τον Φαίδωνα, έπιασε κοντά 92... Όλοι λέγαμε πως αυτές δεν είναι κηδείες, αλλά γάμοι. Και καταλαβαίνεις τώρα, τι βλέπεις σε ενενήντα τόσα χρόνια ζωής. Όταν γεννήθηκε, το 1927, η Ελλάδα βίωνε ακόμη τις συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής! Ναι, αυτήν που διδάσκεται σήμερα στα σχολεία ως μια μακρινή ιστορία. Στην Κατοχή, κοριτσόπουλο στα Ταμπάκικα, αντί να γευτεί τις χαρές της νιότης τρέχοντας σαν ξένοιαστο πουλάρι στις όχθες του Πηνειού, έτρεχε, μόλις βαρούσαν οι σειρήνες συναγερμό, στα καταφύγια του «Μύλου του Παππά» μαζί με τους γείτονες, για να γλιτώσουν από τους ιταλικούς βομβαρδισμούς. Μετά, ο άλλος πόλεμος... Της φτώχειας και της μεταπολεμικής ζωής. Δούλεψε και στην «Ελευθερία», χειρίστρια λινοτυπικής μηχανής . Αυτή να σου έλεγε ιστορίες για τους παλιούς δημοσιογράφους και τυπογράφους της Λάρισας! Πώς βρέθηκε στην Κύπρο και από κει στην Αγγλία, πάλι σε εφημερίδες, είναι μια άλλη ιστορία... Μα ήταν ευτυχισμένοι καιροί, κοντά σε έναν ευγενή Αγγλο σύζυγο. Και τώρα, γαλήνια νεκρή, σαν να κοιμάται, έρχεται να σου θυμίζει πως Οδυσσείς είμαστε οι άνθρωποι, παλεύουμε με τις θάλασσες και την οργή των Ποσειδώνων για να καταλήξουμε πάντα στο ίδιο σημείο, στη μητέρα γη που περιμένει. - Μακαρία η οδός ην πορεύεις σήμερα, ψάλλει ο παπάς, και οι λιγοστοί φίλοι και συγγενείς εύχονται το καλό κατευόδιο. That’s life man... Στο βάθος του ορίζοντα τα καταπράσινα χωράφια, οι πρώτες ανθισμένες αμυγδαλιές και οι ανοιξιάτικες πινελιές από τα πρώτα αγριολούλουδα, έρχονται να σου θυμίζουν αυτήν την αέναη διαδοχή μεταξύ ζωής και θανάτου... Αρχίζω και το πιστεύω: «Τα πάντα εν σοφία εποίησας...»
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ