Μας κατευθύνουν σε άλλο επίπεδο οργάνωσης και ανταγωνισμού, σε αλλαγές προτεραιοτήτων και σε πιθανές «μεταλλάξεις» του δημοκρατικού πολιτεύματος προς πιο αυταρχικές εκδοχές καθόσον, όπως βλέπουμε, η Οικονομία περιορίζει ολοένα και περισσότερο την Πολιτική.
Οι κίνδυνοι δε για τη δυτικού τύπου Δημοκρατία σχετίζονται πιο πολύ με τον παγκόσμιο ανταγωνισμό για έλεγχο και κυριαρχία αλλά και με το μοντέλο οικονομικής μεγέθυνσης. Η αύξηση των δυνάμεων του αυταρχισμού στην Ευρώπη όπου, ως φαίνεται, η Διοίκηση Τραμπ -μέσω του κ. Μπάνον- βάζει το «χεράκι» της το επιβεβαιώνει και οι προσεχείς ευρωεκλογές, δυστυχώς, θα το αποδείξουν. Αλλά και στη Ν. Αμερική και σε άλλες περιοχές οι ΗΠΑ φαίνεται να επανέρχονται στην πολιτική προώθησης «φίλιων»-αυταρχικού τύπου-καθεστώτων προκειμένου να ανακατέψουν προς όφελός τους «την τράπουλα της παγκοσμιοποίησης».
Οι ΗΠΑ, λοιπόν, με την παρούσα ηγεσία, προωθούν παντού στον κόσμο τούς πολιτικά ομοίους τους (ή και χειρότερους) ενώ, στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος, είναι γνωστό πως απεχθάνονται κάθε ψηφίδα πρόβλεψης κοινωνικής προστασίας για τους πιο αδύναμους. Φανεροί μάλιστα ή κρυφοί προπαγανδιστές των δυνάμεων του πολιτικού αυταρχισμού στη Δύση θεοποιούν «την ανάπτυξη για την ανάπτυξη» και εφαρμόζουν νεοφιλελεύθερες συνταγές στην οικονομία (όπως π.χ. ο Πινοσέτ παλαιότερα στη Χιλή) συμβάλλοντας στη διόγκωση των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων. Είναι, επίσης, πολύ καθαρό πως οι εκπρόσωποι του πολιτικού αυταρχισμού (π.χ. Τραμπ στις ΗΠΑ, Ζ. Μπολσονάρο στη Βραζιλία) αρνούνται την ύπαρξη της κλιματικής αλλαγής και δεν αισθάνονται διόλου την ανάγκη απεξάρτησης της παγκόσμιας οικονομίας από τα ορυκτά καύσιμα.
Τα ορυκτά καύσιμα υπήρξαν, βέβαια, ως πηγή ενέργειας, βασικός μοχλός της βιομηχανικής επανάστασης και η αξιοποίησή τους συνέβαλε στην αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής, στη βελτίωση της διατροφής, στην αύξηση του ανθρώπινου πληθυσμού και του προσδόκιμου ζωής αλλά και στην εμφάνιση νέων μορφών οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης. Από την άλλη πλευρά, όμως, η-και εξαιτίας τους- ασύμμετρη καπιταλιστική υπερανάπτυξη, η ραγδαία αύξηση του πληθυσμού, σε συνδυασμό με την υπερκατανάλωση μη απαραίτητων, πολλές φορές, προϊόντων, οδήγησαν, επανειλημμένως, σε ενεργειακές και οικονομικές κρίσεις και σε ολοένα και βαθύτερη οικολογική κρίση. Ακραία έκφραση της τελευταίας, με σημαντικότερους «καταναλωτές» ενέργειας τις μεγάλες βιομηχανικές χώρες της Δύσης και της Ανατολής, αποτελεί η ορατή-διά γυμνού, πλέον, οφθαλμού-κλιματική επιδείνωση.
Πέρα όμως από τις δραματικές επιπτώσεις στο φυσικό περιβάλλον ο «πολιτισμός» αυτός της καταναλωτικής υπερβολής έχει σημαντικές συνέπειες και στην Κοινωνία. Διότι οι κενές νοήματος ανέσεις και η αφθονία των περιττών πραγμάτων «συνεισέφεραν»-με τον τρόπο τους-στο ψυχολογικό τέλμα και στα ποικίλα υπαρξιακά αδιέξοδα των μεσαίων και ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών. Για τον λόγο αυτό πολλοί διανοούμενοι επισημαίνουν την ανάγκη αναστοχασμού και αναπροσανατολισμού των επιδιώξεων της ανθρώπινης ύπαρξης σε άλλη κατεύθυνση από εκείνη που επιβάλλει ο καπιταλιστικός συρμός. Διότι, με αυτό τον τρόπο, δημιουργήθηκε ήδη ένα ρευστό και επισφαλές φυσικό, οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον, με επαναλαμβανόμενες κρίσεις, στην πιο κρίσιμη φάση της εξέλιξής μας, από όπου απουσιάζει η πυξίδα για σωστή πλοήγηση.
Για να επανέλθουμε, όμως, στο ζήτημα της κλιματικής αλλαγής είναι περισσότερο από βέβαιο πως τα δομημένα ιδιωτικά συμφέροντα που σχετίζονται με τα ορυκτά καύσιμα και με τις βαριές βιομηχανίες που συνδέονται με αυτά είναι απίθανο, μάλλον, να διαθέσουν τα απαραίτητα κεφάλαια ώστε να αναζητήσουν εναλλακτικές πηγές ενέργειας που να είναι συμβατές με τη βιωσιμότητα του πλανήτη μας. Κι όπως χαρακτηριστικά δήλωσε ο Μπιλ Γκέιτς στο περιοδικό «The Atlantic»: «Μόνο ο σοσιαλισμός μπορεί να σώσει τον πλανήτη, ο ιδιωτικός τομέας είναι ανίκανος».
Είναι περισσότερο από προφανές, λοιπόν, ότι ένας από τους σημαντικότερους συντελεστές στη διαμόρφωση της επισφαλούς και οριακής κατάστασης στην οποία έφτασε ο πλανήτης είναι το μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης του δυτικού κόσμου που, με δέλεαρ τα καταναλωτικά αγαθά, «συμπαρέσυρε» και τα άλλα παραδείγματα οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης που εμφανίστηκαν. Η δίχως φρένο, όμως, υπερεκμετάλλευση των φυσικών και ενεργειακών πόρων με μοναδικό σχεδόν κριτήριο το κέρδος δεν μπορεί να συνεχισθεί περισσότερο. Διότι αποτελεί οίηση για το είδος μας η εμμονή του στις πρακτικές εκείνης της ασύδοτης οικονομικής μεγέθυνσης που οδηγεί με μαθηματική βεβαιότητα σε οικολογικό ή και σε πυρηνικό όλεθρο.
Οι νέοι άνθρωποι και, κυρίως, οι νέοι επιστήμονες ζώντας σε ένα κόσμο με πολλές προκλήσεις οφείλουν να αναζητήσουν τρόπους και να αντιδράσουν. Να γίνουν ενεργοί πολίτες συνταιριάζοντας την Αριστοτελική παράδοση («τω μετέχειν κρίσεως και αρχής») με τις πιο σύγχρονες και ευρύτερες αντιλήψεις που θα έχουν ως βασικούς άξονες τον κοινωνικό φιλελευθερισμό, τον κοσμοπολιτισμό και την ευαισθησία για το φυσικό μας περιβάλλον. Να διαμορφώσουν ένα σύγχρονο κανονιστικό πλαίσιο που θα προστατεύει τα δημοκρατικά δικαιώματα και τις ελευθερίες των πολιτών και το οποίο θα απαιτεί κοινωνική λογοδοσία για αλόγιστες σπατάλες ενεργειακών ή άλλων φυσικών πόρων.
Διότι οι νέοι, όπως και οι προηγούμενες γενιές, έχουν κάθε δικαίωμα να ζήσουν σε ένα κόσμο Δικαιοσύνης, Ελευθερίας και Δημιουργικότητας σε έναν φιλόξενο πλανήτη όπου η οικονομική δραστηριότητα θα αναπτύσσεται με ελεγχόμενο και λελογισμένο τρόπο προς όφελος των πολλών.
Από τον Δημήτρη Νούλα, χημικό