Η απαρίθμηση των αιτίων όμως δεν είναι αρκετή για να γίνει κατανοητό το πρόβλημα ούτε για να βρεθούν λύσεις.
Σε γενικές γραμμές, η ρίζα του προβλήματος βρίσκεται σε δύο παράγοντες. Ο ένας είναι η παγκοσμιοποίηση, που έχει μειώσει το κόστος των μετακινήσεων και έχει επιτρέψει να αναδειχθούν καλύτερα οι εισοδηματικές διαφορές ανάμεσα σε δύο χώρες. Ο άλλος είναι η μεγάλη διαφορά εισοδημάτων ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ενωση (και ιδιαίτερα τον ανθηρό Βορρά) και την Αφρική και την Εγγύς Ανατολή.
Ο πρώτος παράγων είναι γνωστός. Πολλές μελέτες δείχνουν ότι όσο περισσότερα γνωρίζουν οι πολίτες για τον υπόλοιπο κόσμο (ιδιαίτερα αν αυτός ο υπόλοιπος κόσμος είναι πλουσιότερος από τη χώρα τους), τόσο περισσότερο τείνουν να συγκρίνουν το βιοτικό τους επίπεδο με εκείνο των πολιτών των πιο πλούσιων χωρών και τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες να λάβουν μέτρα: και συγκεκριμένα να μεταναστεύσουν.
Ο δεύτερος παράγων έχει να κάνει με το γεγονός ότι η διαφορά του κατά κεφαλήν ΑΕΠ ανάμεσα στην ΕΕ των 15 και την υποσαχάρια Αφρική έχει αυξηθεί από 7 προς 1 το 1980 σε 11 προς 1 σήμερα (αν μάλιστα δεν λαμβανόταν υπόψη ότι οι τιμές είναι χαμηλότερες στην Αφρική, η διαφορά θα ήταν ακόμη μεγαλύτερη).
Μαζί με την αύξηση της εισοδηματικής ανισορροπίας έχει αυξηθεί και η δημογραφική ανισορροπία. Το 1980, η ΕΕ των 15 είχε περισσότερους κατοίκους από την υποσαχάρια Αφρική. Σήμερα, η δεύτερη έχει 2,5 φορές περισσότερους κατοίκους από την πρώτη. Στις δύο επόμενες γενιές, η υποσαχάρια Αφρική θα φτάσει πιθανότατα τα 2,5 δισεκατομμύρια κατοίκους, το πενταπλάσιο της Δυτικής Ευρώπης. Είναι παράλογο να θεωρεί κανείς ότι με αυτές τις τεράστιες διαφορές σε εισοδηματικό και δημογραφικό επίπεδο μπορεί να αποφευχθεί μια ισχυρή μεταναστευτική πίεση.
Κατά συνέπεια, η Ευρώπη είναι αντιμέτωπη με ένα μακροπρόθεσμο πρόβλημα και ένα δίλημμα. Όπως είδαμε, όταν υπάρχει παγκοσμιοποίηση, και όταν οι χώρες που επηρεάζονται από την παγκοσμιοποίηση έχουν διαφορετικά εισοδήματα, η μετανάστευση είναι αναπόφευκτη. Οι μόνοι τρόποι να εμποδιστεί είναι να σταματήσει η παγκοσμιοποίηση - με το κλείσιμο των συνόρων - ή να ενισχυθούν οικονομικά οι χώρες προέλευσης ώστε να γίνουν εξίσου πλούσιες με εκείνες της Δυτικής Ευρώπης. Για να επιτευχθεί αυτό το τελευταίο, θα χρειαστεί στην καλύτερη περίπτωση τουλάχιστον ένας αιώνας. Η λύση αυτή δεν είναι λοιπόν εφικτή. Αυτό που μένει είναι να σταματήσει η παγκοσμιοποίηση, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στην κυκλοφορία των ανθρώπων.
Πρόκειται για καλή λύση; Είναι πολύ συζητήσιμο. Οι μελέτες δείχνουν ότι παρόλο που η είσοδος μεταναστών έχει ελαφρώς αρνητικές συνέπειες στους μισθούς και την απασχόληση ορισμένων ομάδων γηγενών εργαζομένων με τους οποίους ανταγωνίζονται οι νεοφερμένοι, οι συνέπειες είναι αντιθέτως θετικές στους μισθούς και τις εργασιακές προοπτικές άλλων ομάδων που η εργασία τους είναι συμπληρωματική με εκείνη των μεταναστών. Ενας υδραυλικός από το Μαλί, για παράδειγμα, μπορεί να προκαλέσει τη μείωση του μισθού ενός Γάλλου υδραυλικού, συμβάλλει όμως στην αύξηση του πραγματικού μισθού του ανθρώπου στον οποίο ανήκει το μπάνιο που επισκευάστηκε (όχι μόνο επειδή πληρώνει λιγότερο, αλλά και επειδή του είναι πιο εύκολο να βρει υδραυλικό και δεν χρειάζεται να απουσιάσει από τη δουλειά του). Επιπλέον, οι πλούσιες χώρες επωφελούνται από τη μετανάστευση ειδικευμένων εργαζομένων, γιατί πολλοί από αυτούς φτάνουν αφού έχουν ακολουθήσει σπουδές τις οποίες δεν χρειάζεται να πληρώσουν οι χώρες προορισμού.
Για τους λόγους αυτούς, η μετανάστευση είναι από οικονομική άποψη θετική για τις πλούσιες χώρες. Από την άλλη πλευρά, ο γηγενής πληθυσμός μπορεί να τη θεωρήσει αρνητική αν πιστέψει ότι μερικά από τα πολιτισμικά του χαρακτηριστικά βρίσκονται σε κίνδυνο λόγω των δυσκολιών ένταξης που αντιμετωπίζουν οι μετανάστες.
Αυτό το αίσθημα δεν πρέπει να συγχέεται με τον ρατσισμό ή την ξενοφοβία. Πρέπει να αναγνωριστεί η σημασία του. Αν υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που σκέπτονται έτσι, τα οικονομικά επιχειρήματα δεν θα είναι ποτέ αρκετά από μόνα τους, κυρίως γιατί αυτά τα επιχειρήματα μπορεί να απαιτούν έναν όγκο μεταναστών που πολλοί θεωρούν υπερβολικό.
Για τον λόγο αυτό, χρειάζεται μια εναλλακτική θεώρηση που αντισταθμίζει την οικονομική ανάγκη υποδοχής μεταναστών με την προστασία ορισμένων πολιτισμικών χαρακτηριστικών. Η θεώρηση αυτή μπορεί να στηρίζεται στην αποδοχή κυρίως (ή αποκλειστικά) εργαζομένων που καλύπτουν συγκεκριμένες θέσεις εργασίας για μια συγκεκριμένη περίοδο (για παράδειγμα πέντε ετών) και στη συνέχεια επιστρέφουν στις χώρες τους. Τους αντικαθιστούν τότε άλλοι μετανάστες, στο πλαίσιο αυτού που ονομάζεται «κυκλική μετανάστευση», με αποτέλεσμα ο αριθμός των μεταναστών να μην αυξάνεται, ή να αυξάνεται μόνο όταν δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας. Αυτό το μοντέλο χρησιμοποιείται σε χώρες όπως η Σιγκαπούρη, οι ΗΠΑ, η Βρετανία και ο Καναδάς.
Οι μετανάστες είναι εφοδιασμένοι με ένα είδος βίζας που τους παρέχει ίδιους μισθούς και συνθήκες εργασίας με τους γηγενείς εργαζόμενους (με αποτέλεσμα να μην υπάρχει συμπίεση των μισθών ούτε παράνομη εκμετάλλευση των μεταναστών), όχι όμως άλλα δικαιώματα, όπως η ψήφος ή η πρόσβαση σε κοινωνικά επιδόματα που δεν σχετίζονται με την εργασία (δάνεια για παιδιά, σύνταξη, δωρεάν εκπαίδευση).
Αυτή η λύση έχει ασφαλώς πολλά μειονεκτήματα. Οδηγεί σε μια δυαδικότητα που υπάρχει εδώ και δύο αιώνες, όπου οι πολίτες μιας χώρας διαιρούνται σε αυτούς που έχουν όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις και σ'εκείνους που παραμένουν στο περιθώριο. Δημιουργείται μια ομάδα ατόμων που είναι εν μέρει πολίτες. Ισως να πρόκειται για μια αναπόφευκτη συνέπεια μιας παγκοσμιοποίησης που διαλύει την παραδοσιακή συνύπαρξη της εθνικότητας, του χώρου εργασίας και της προέλευσης της εταιρείας όπου εργάζεται κάποιος. Στον βαθμό που οι εταιρείες αποκτούν πολυεθνικό χαρακτήρα και ο χώρος εργασίας δεν συμπίπτει αναγκαστικά με τον χώρο κατοικίας, η εθνικότητα γίνεται πιο ρευστή.
Η προοπτική μιας κυκλικής μετανάστευσης δεν μπορεί να μελετηθεί μεμονωμένα, αλλά σε συνάρτηση με αυτό που ανέφερα στην αρχή: όταν δηλαδή απορρίπτεται τόσο η ανοιχτή μετανάστευση όσο η οχύρωση πίσω από ένα φρούριο. Ισως τότε να είναι προτιμότερη μια συμβιβαστική λύση, που δέχεται την παγκοσμιοποίηση αλλά λαμβάνει υπόψη και τη θεμιτή ανησυχία για την πολιτισμική κληρονομιά.
Από τον Μπράνκο Μιλάνοβιτς
(*) Ο Μπράνκο Μιλάνοβιτς είναι οικονομολόγος και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ
(Πηγή: El Pais)