Η αναφορά αυτή σήμαινε ότι το 8% του πληθυσμού της χώρας ζούσε από το 1947 μέχρι το 1950, την περίοδο δηλ. του Εμφυλίου, μακριά από τα σπίτια τους ως πρόσφυγες. Από ποιες όμως περιοχές προέρχονταν αυτοί οι ξεριζωμένοι Έλληνες;
Την περίοδο του Εμφυλίου (1946-9) οι Έλληνες μπορούσαν να ταξινομηθούν σε τέσσερις κατηγορίες ανάλογα με την ύπαρξη ή μη ισχυρών αντάρτικων ομάδων στην περιοχή τους και την ασφάλεια που μπορούσε να προσφέρει ο κυβερνητικός στρατός.
1. Οι κάτοικοι των νησιών. Στα νησιά δεν υπήρχε αντάρτικο κι ο πληθυσμός δεν υπέφερε, όπως στη στεριανή Ελλάδα. Γι’ αυτό και δεν υπήρχαν νεκροί από τις εμφύλιες συγκρούσεις. Επειδή οι άντρες στρατεύονταν στο ναυτικό, που είχε μικρή συμμετοχή στον Εμφύλιο, δεν υπήρχαν θύματα ούτε από την πλευρά του εθνικού στρατού. Ο πληθυσμός κανενός χωριού δεν εξαναγκάστηκε να εγκαταλείψει τα σπίτια του. Τα παιδιά τους και το βιος τους δεν απειλούνταν. Φυσικά οι αριστεροί ζούσαν καθημερινά με τον φόβο της φυλακής ή της εξορίας. Αλλά επειδή δεν υπήρχε το μίσος του αίματος, κάτι που συνέβαινε στις εμπόλεμες περιοχές, οι εκτελέσεις ήταν ελάχιστες ή μηδαμινές. Γενικά ο κόσμος ζούσε μια κάπως φυσιολογική ζωή. Από τις εφημερίδες μάθαιναν για τις εμφύλιες μάχες.
2. Οι κάτοικοι των πόλεων. Όπως και οι νησιώτες, ελέγχονταν κι αυτοί απόλυτα από την κυβέρνηση. Ήταν ασφαλείς και μακριά από μάχες και αντάρτες. Γι’ αυτό και δεν κινδύνευαν ούτε τα παιδιά τους ούτε το βιος τους. Φυσικά η καθημερινή ζωή ελέγχονταν από την Ασφάλεια. Ιδιαίτερα οι αριστεροί κινδύνευαν να βρεθούν στη φυλακή ή την εξορία. Είχαν συνήθως κάποια δουλειά και η κυβέρνηση φρόντιζε για την επιβίωσή τους. Επίσης έλειπε κι από δω ο καθημερινός φόβος της βίαιης επιστράτευσης των παιδιών τους από τους αντάρτες. Μεταξύ των ανταρτών π.χ. κυκλοφορούσε ως ανέκδοτο το «αντάρτης Αθηναίος». Το σύνολο σχεδόν του πληθυσμού ζούσε μια υποφερτή ζωή. Από τις εφημερίδες μάθαινε για τις συγκρούσεις μεταξύ στρατού και ανταρτών. Μόνο τρεις πόλεις, η Νάουσα, η Καρδίτσα και το Καρπενήσι, καταλήφθηκαν από τους αντάρτες για λίγες ώρες ή μέρες και γνώρισαν τη φρίκη του Εμφυλίου (φόνοι αμάχων, βίαιη επιστράτευση αντρών και κοριτσιών, πλιατσικολόγημα τροφίμων και ζώων κλπ).
3. Οι κάτοικοι των χωριών που βρίσκονταν κοντά σε πόλεις και στις πεδιάδες. Τα χωριά αυτά βρίσκονταν μακριά από την ακτίνα δράσης των ανταρτών, που δεν τολμούσαν να τα χτυπήσουν, γιατί φοβούνταν την ταχύτατη κινητοποίηση του στρατού, που έδρευε σε κάποια κοντινή πόλη. Γι’ αυτό και ελάχιστοι αντάρτες κατάγονταν από τα χωριά αυτά, αφού δεν υπήρξε βίαιη επιστράτευση. Έτσι δεν είχαν θύματα. Οι κάτοικοι ζούσαν μια κάπως υποφερτή ζωή ανάλογη με αυτή των πόλεων και των νησιών.
4. Οι κάτοικοι των ορεινών χωριών κυρίως της Ευρυτανίας, της οροσειράς της Πίνδου, του Όλυμπου, του Κισσάβου, του Μαυροβούνιου, των Χασίων, του Σουλίου, της Μουργκάνας και των παραμεθόριων ορεινών όγκων. Από τα χωριά, που βρίσκονταν πάνω ή στους πρόποδες των βουνών αυτών, προερχόταν το σύνολο των επιστρατευμένων ανταρτών. Σε πολλά από αυτά τα χωριά αριστεροί και δεξιοί αλληλοσφάχτηκαν, πριν η κυβέρνηση από τον Οκτώβριο του 1947 αποφασίσει να μετακινήσει τους κατοίκους στις πλησιέστερες ασφαλείς πόλεις. Μόνο που η απόφαση αυτή για τα περισσότερα χωριά πάρθηκε, αφού το ΚΚΕ είχε προλάβει να επιστρατεύσει βίαια τη νεολαία τους.
Οι πρόσφυγες αυτοί έζησαν για 3 χρόνια ως ‘ανταρτόπληχτοι’, όπως τους αποκαλούσαν, κάτω από τις αθλιότερες συνθήκες σε πρόχειρα κατασκευασμένες παράγκες στον περίγυρο των πόλεων και στο περιθώριο της ζωής των πόλεων. Αυτοί λοιπόν οι Έλληνες έζησαν όλη τη φρίκη του Εμφυλίου.
Ο συνολικός αριθμός των προσφύγων, όπως αναφέρθηκε, ήταν περίπου 700 χιλιάδες. Οι ιστορικοί του Εμφυλίου με μια τυπική λογική αναφέρουν πως στη διάρκεια του Εμφυλίου απομακρύνθηκαν από τα σπίτια τους 700 χιλιάδες, δηλ. το 8% του πληθυσμού. Η τυπική όμως αυτή στατιστική είναι πέρα για πέρα λαθεμένη, αφού οι ‘ανταρτόπληχτοι’ προέρχονταν αποκλειστικά από τα χωριά των βουνών της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας. Πρόκειται για το σύνολο σχεδόν του ορεινού πληθυσμού των περιοχών αυτών. Οι κάτοικοι όλων των άλλων περιοχών δε μετακινήθηκαν από τις εστίες τους, εκτός από μεμονωμένες οικογένειες, που αποφάσιζαν για ασφάλεια να μετακινηθούν σε κάποια πόλη. Επομένως η επίσημη στατιστική δεν αποτυπώνει την αλήθεια.
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι στα χρόνια του Εμφυλίου (1946-49) υπέφεραν τα πάνδεινα κυρίως οι ορεινοί και ημιορεινοί κάτοικοι της κεντρικής και βόρειας Ελλάδας, που έγιναν «συμμοριόπληχτοι», και απ’ αυτούς προερχόταν το σύνολο των ανταρτών έχοντας τους περισσότερους νεκρούς. Τόσο υψηλές ήταν οι ανθρώπινες απώλειες στις περιοχές αυτές, ώστε στην απογραφή του 1951 να παρουσιάζουν πληθυσμιακή μείωση σχεδόν 20%, σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ελλάδα που εμφανίζεται με αυξημένο πληθυσμό.
Έχοντας οι Έλληνες μια τέτοια φρικιαστική εμπειρία, αναρωτιέται κανείς γιατί κάποιοι βολεμένοι αριστεροδέξιοι καλλιεργούν στις μέρες μας εμφυλιοπολεμικό κλίμα; Δε διδάχτηκαν τίποτε από τις συμφορές του Εμφυλίου;
* Από τον Γιάννη Μπασλή, δρ.φ.