Εκεί κατά τα «Γυμνάσια», επιβιβάστηκαν ήσυχα, με τάξη, σε λεωφορεία που τους περίμεναν με αναμμένες τις μηχανές και αναχώρησαν για την Αθήνα. Ένα ακόμη συλλαλητήριο για τη Μακεδονία. Συνηθισμένη ιστορία τον τελευταίο χρόνο.
Συνάδελφοι δημοσιογράφοι με πληροφόρησαν ότι τα λεωφορεία είχαν ναυλώσει Οργανώσεις Πολυτέκνων, Σύλλογοι Αποστράτων Αξιωματικών του Στρατού, Σύλλογοι Αποστράτων της Αστυνομίας, «ανένταχτοι Μακεδόνες» και κάποιοι από θρησκευτικές οργανώσεις. Είναι αυτοί που ονομάζουμε «συνήθεις υπόπτους».
Σέβομαι απολύτως τις ευαισθησίες τους. Και να στο πω; Χαρά στο κουράγιο τους... Οι άνθρωποι έχουν ένα ιδανικό, το πιστεύουν, τρέχουν. Άλλοι γράφουν χιλιόμετρα για να πάνε να υποστηρίξουν την ΑΕΛ, να πάνε να πλακωθούνε για τον ΠΑΟΚ και τον Ολυμπιακό, άλλοι είναι ερωτευμένοι και κάνουν χιλιόμετρα για να πάνε να δουν τον άνθρωπό τους, που για κάποιο λόγο είναι μακριά. Αυτοί τρέχουν για ένα «εθνικό θέμα» που το πιστεύουν.
Ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα... Κατά το μεσημέρι τους είδα ξανά. Αυτή τη φορά στην οθόνη μιας τηλεόρασης. Χαμένοι κάπου στο Σύνταγμα, ανάμεσα στο πλήθος, ανέμιζαν ελληνικές σημαίες. Φώναζαν συνθήματα, επευφημούσαν ή αποδοκίμαζαν ανάλογα με το πρόσωπο που ανέφεραν οι ομιλητές. «Η Μακεδονία είναι μία και ελληνική».
- «Κι εγώ θα πήγαινα ρε φιλαράκι», μου λέει ο Αντώνης στον κυριακάτικο καφέ στην πλατεία Ταχυδρομείου, «αλλά, ξέρεις, δεν υπάρχει σάλιο. Να κατεβείς, δε λέω... Αλλά θέλεις, δεν θέλεις κανένα πενηντάρι; Το εισιτήριο, κάτι θα φας, κάτι θα πιεις, ε, πώς; Και πού να το βρεις;».
Δίπλα μας έπιναν καφέ δεκάδες πολίτες. Μιλούσαν, γελούσαν, φωνασκούσαν. Δεν έδειχναν να χολοσκάνε και πολύ για το θέμα. Ποια Μακεδονία τώρα, όλα ένα παιχνίδι είναι, το θέμα είναι να αρπάξει το τριποντάκι η ΑΕΛ το απόγευμα... Α, δεν σου είπα, «χτύπησα» και κάτι παπούτσια απ’ το «Shoes», καταπληκτικά. Και μόνο 60 ευρώ ε;» .
Ξαναγυρίζω στη Μακεδονία. Η δική μου Μακεδονία είναι αυτή του Γιάννη. Είναι φίλος μου. Υπηρετήσαμε μαζί, για χρόνια σε ένα απομακρυσμένο σχολείο σε νησί του Ιονίου. Γυμναστής, ψηλός και ξανθός, με παράστημα στρατιώτη του Μεγαλέξαντρου. Τον επισκέπτομαι πού και πού στη Φλώρινα. Μένει εκεί, σ’ ένα χωριό. Μην του πεις κάτι για το «σκοπιανό». Σε σφάζει. «Η Μακεδονία είναι μία και είναι ελληνική. Οι Σκοπιανοί είναι «γύφτοι» - τα πράγματα για τον Γιάννη, τον Μακεδόνα, είναι απλά, ξεκάθαρα, δεν υπάρχουν γκρίζες ζώνες. Εμείς κι Αυτοί. Οι Σκοπιανοί, βέβαια, παύουν να είναι «γύφτοι» κάθε Σάββατο που πετάγεται στα Μπίτολα, το παλιό Μοναστήρι, για να φουλάρει το ρεζερβουάρ με φτηνή βενζίνη και να ψωνίσει φτηνότερα απ’ τα σκοπιανά σούπερ - μάρκετ. Τι να κάνεις; Τα Βαλκάνια παράγουν πάρα πολλή ιστορία, τα πράγματα έχουν μπερδευτεί, αλλά η τσέπη δεν είναι ιστορία, είναι παρόν, ένα αδυσώπητο παρόν όπου τα φράγκα δεν φτάνουν για να βγάλεις τον μήνα.
Περπατάμε μαζί στο φλωρινιώτικο χωριό. Τα σκηνικά από ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου ζωντανεύουν εμπρός μας . Ερημιά. Και η ομίχλη μόνιμη. Τα κλειστά σπίτια της μετανάστευσης. Φράχτες που έχουν χαθεί ανάμεσα στα ξερόχορτα, μισογκρεμισμένοι αυλόγυροι που τους κατάπιε ο κισσός. Μπαξέδες, περιβόλια, χωράφια, όλα εγκαταλειμμένα. Τα χέρια που θα ’πρεπε να τα καλλιεργούν, έχουν φύγει για «αρμπάιτ» στη Γερμανία. Πήγαν εκεί εργάτες τη δεκαετία του ’60. Μετά, που τα πράγματα έφτιαξαν στην Ελλάδα, προσπάθησαν να ξαναγυρίσουν. Μα ξανάρθε η κρίση. Και τα εγγόνια τους, σπουδαγμένα πια, ξαναπήραν τον δρόμο των παππούδων. Ξανά πίσω στο ’60. Αρμπάιτ. Προς δόξαν του γερμανικού κεφαλαίου.
Για ποια Μακεδονία μου μιλάς; Σε όσα χωριά κι αν πήγα, σ’ όλη την Ελλάδα έβλεπα παντού Μακεδονίες, έρημες και μοναχικές... Στα παλιά καπνοχώρια της Ελασσόνας, στις παλιές ακμάζουσες κοινότητες του Μοριά, στα πέτρινα χωριά στην Ήπειρο, στ’ απομακρυσμένα νησιά του Αιγαίου, παντού τα ίδια κλειστά σπίτια, παντού η ίδια ερημιά, παντού η ίδια ανθρώπινη απουσία.
- Τον βλέπεις αυτόν τον κάμπο; μου είπαν κάποτε σ’ ένα καφενείο κοντά στο Ναύπλιο όπου ξαπόσταινα απ’ το ταξίδι. Γύρισα και είδα μια θάλασσα από λιόδεντρα. Πεσμένος κι αμάζευτος ο καρπός. Κτήματα, χωράφια, περιβόλια, ένας πλούτος αιώνων ανεκμετάλλευτος. Ποιος να τον μαζέψει; Παντού, στη Θεσσαλία, στην Ήπειρο, στη Μακεδονία, στη Θράκη πού πήγανε οι ανθρώποι; Ποιος τους έδιωξε;
- «Η Μα- κε- δο- νία είναι ελλη-νική». Πάλλεται το πλήθος στο Σύνταγμα. Σε ποιον τα λέει; Ποιος ενδιαφέρεται; Η Ευρώπη; Δεν σε βλέπει καν. Οι Σκοπιανοί; Άλλοι φουκαράδες κι αυτοί... Αναρωτιούνται αν έχουν τόση δύναμη ώστε η πλούσια και μεγάλη γείτονάς τους να τους... φοβάται.
Η Μακεδονία είναι ελληνική. Και η Ήπειρος είναι. Και η Θεσσαλία και ο Μοριάς και τα νησιά. Είναι όμως; Κι αν είναι, πώς το κατοχυρώνεις; Με συλλαλητήρια; Εύκολος ο δρόμος. Πέντε – δέκα λεωφορεία, στα οποία επιβιβάζεις την ευαισθησία αγνών πατριωτών κα την ορμή των νεότερων. Μια λαοθάλασσα στο Σύνταγμα, ομιλητές επαγγελματίες – πατριώτες και βουρ να πάρουμε την Πόλη και να λύσουμε τα μάγια του «μαρμαρωμένου Βασιλιά».
Μόνο που οι Μακεδονίες μας δεν θωρακίζονται με συνθήματα και με αναλύσεις αργόσχολων πολιτευτών στον «Σκάι».
Η Μακεδονία θα είναι πραγματικά ελληνική και δεν θα κινδυνεύει σαν καταφέρεις να κάνεις τον κόσμο να ξαναγυρίσει στον τόπο του...
Να ξανανοίξουν τα σφαλιστά σπίτια, να γυρίσουν οι παλιοί ένοικοι και αέρας φρέσκος να μπει απ’ τα παραθύρια.
Να ξαναγεμίσουν τα περιβόλια από φουσκωμένα μπράτσα νέων ανθρώπων και να μοσχομυρίσει ο νεανικός ιδρώτας τους μήπως και φέρει πλούτο και ανάπτυξη. Λαός που ευημερεί δεν φοβάται τον γείτονα. Η φτώχεια φέρνει την έχθρητα, το μίσος, τα συνθήματα, τα συλλαλητήρια.
Λαός που ευημερεί κάνει πέρα την πολιτική αγυρτεία. Δεν πέφτει θύμα των πολιτικάντηδων και των εθνοκάπηλων. Καλό το στερνό δάκρυ του γερο-Καραμανλή για τη Μακεδονία, αλλά δεν συνέβαλε κι αυτός στην ερημοποίησή της, μαζεύοντας όλο τον κόσμο στην Αθήνα για τον φόβο των κομμουνιστών; Καλή η σκληρή και άτεγκτη στάση του Ανδρέα για τη Μακεδονία, καλό το εμπάργκο. Αλλά δεν ήταν άραγε αυτός που διόρισε όλη την ύπαιθρο στο δημόσιο και με αλόγιστες κρατικές επιδοτήσεις ξέμαθε τον κόσμο να δουλεύει τον τόπο του, αφήνοντας την καταναλωτική χυδαιότητα να γίνει κυρίαρχη ιδεολογία; Άσε τα λάθη που έκαναν τα υπόλοιπα πολιτικά νήπια που κυβέρνησαν ενδιάμεσα, άκρη δεν βγαίνει.
Οι σημαίες κατέβηκαν στο Σύνταγμα, το πλήθος αποχώρησε αναζητώντας το λεωφορείο του, καλά ήταν, είδαμε και την κόρη που μένει στην Αθήνα, κάναμε και λίγα ψώνια στην Ερμού. Κάτι μικρές προβοκάτσιες και κάποια δακρυγόνα που έπεσαν θα ξεχαστούν ως επουσιώδεις λεπτομέρειες. Η Βουλή θα ψηφίσει κατά πώς φαίνεται τη συμφωνία των Πρεσπών, το θέμα θα πέσει εκ νέου στην αφάνεια.
«Δυστυχισμένε μου λαέ, καλέ και αγαπημένε. Πάντα ευκολόπιστε και πάντα προδομένε», φωνάζει από μια γωνία ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός. Σαν ποιητής είχε το προνόμιο να βλέπει από τότε το ζοφερό μας μέλλον...
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr