Από τον Κωνσταντίνο Κουρούπη
Τους τελευταίους μήνες, ιδιαίτερα τις μέρες που διανύουμε, ακούγεται όλο και πιο έντονα στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης αλλά και από επίσημα χείλη Ευρωπαίων πολιτικών αξιωματούχων, το ενδεχόμενο ενός Grexit, μιας εξόδου δηλαδή της Ελλάδας από την ευρωζώνη, με περαιτέρω συνέπειες για την συμμετοχή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Πόσο εύκολο όμως ή πόσο δύσκολο είναι να επιτευχθεί κάτι τέτοιο στην πράξη;
Οι απαντήσεις βρίσκονται μέσα στις νομοθετικές διατάξεις των συνθηκών λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεν αφήνουν περιθώρια αμφισβήτησης. Ειδικότερα, το άρθρο 50 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με την αποχώρηση ενός κράτους μέλους από την Ένωση είναι σαφές, ορίζοντας ότι «κάθε κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει να αποχωρήσει από την Ένωση, σύμφωνα με τους εσωτερικούς συνταγματικούς του κανόνες». Κατόπιν αυτής της απόφασής του, ακολουθούν διαπραγματεύσεις με τα ευρωπαϊκά όργανα (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο) προκειμένου να οριστούν λεπτομερέστερα οι ρυθμίσεις για την αποχώρησή του. Σε περίπτωση που πραγματοποιηθεί συμφωνία αποχώρησης, οι Συνθήκες παύουν να ισχύουν στο αποχωρούν κράτος ενώ αν ζητηθεί, από το ίδιο το κράτος, η εκ νέου προσχώρησή του στην Ένωση, θα εφαρμοστούν οι νομοθετικές επιταγές που ισχύουν κατά τη διαδικασία ένταξης μιας χώρας στην Ένωση.
Αυτομάτως, προκύπτει ένα αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα: η αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση αφορά αποκλειστικά και μόνο σε μονομερή πρωτοβουλία κράτους. Ακόμα και στην περίπτωση που τα ευρωπαϊκά όργανα διαπιστώνουν σοβαρές παραβιάσεις των αρχών και κανόνων λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκ μέρους ενός κράτους, η επιβολή κυρώσεων δεν περιλαμβάνει την αποπομπή του από την Ένωση. Όπως ρητά προβλέπεται στο άρθρο 7 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, σε περίπτωση διαπίστωσης «σοβαρής και διαρκούς παραβίασης από κράτος μέλος των αξιών του άρθρου 2 – της Συνθήκης –», και αφού κληθεί το εν λόγω κράτος να υποβάλει τις παρατηρήσεις του, προβλέπεται αναστολή ορισμένων δικαιωμάτων, τα οποία αναφέρονται ιδιαίτερα σε δικαιώματα ψήφου στο Συμβούλιο. Σε αντίθεση με το Διεθνές Δίκαιο των Συνθηκών, όπου σύμφωνα με το άρθρο 62 της Σύμβασης της Βιέννης καθίσταται δυνατή η αποβολή ενός κράτους λόγω σημαντικών παραβιάσεων μιας συνθήκης, στο ευρωπαϊκό δίκαιο εφαρμόζονται ειδικές διατάξεις άρθρων (εν προκειμένω το άρθρο 7 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση), οι οποίες εκτοπίζουν την εφαρμογή των επιταγών του Διεθνούς Δικαίου. Συνεπώς, η αποπομπή του εγκαλούμενου κράτους δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να επιτευχθεί ευθέως με ενέργειες των ευρωπαϊκών οργάνων, καθώς απουσιάζει παντελώς το νομοθετικό της έρεισμα.
Τέλος, η ακούσια αποπομπή κράτους μέλους από την ευρωζώνη δεν προβλέπεται, επίσης πουθενά, βάσει του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου. Τόσο βάσει του άρθρου 140§3 της Συνθήκης για την Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και του Κανονισμού 974/98 περί εισαγωγής του ευρώ, θεσπίζεται αμετάκλητα η ισοτιμία με την οποία το ευρώ αντικαθιστά το νόμισμα του συγκεκριμένου κράτους. Το «αμετάκλητο» των διαδικασιών ολοκλήρωσης της νομισματικής πολιτικής και καθιέρωσής της προβάλλεται ως το πιο ισχυρό επιχείρημα, νόμιμο και παραδεκτό, ενάντια στην δυνατότητα αποπομπής μιας χώρας από την ευρωζώνη, χωρίς την θέλησή της. Ακόμα και στην περίπτωση που η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μειώσει τις εισφορές της σε ένα κράτος μέλος, η απόφαση για την αποχώρησή του στηρίζεται σε μονομερή πρωτοβουλία του και δεν μπορεί να ληφθεί χωρίς τη συναίνεσή του.
Τα επιχειρήματα που προηγήθηκαν, τα οποία εδράζουν στις νομοθετικές επιταγές του ευρωπαϊκού δικαίου και των συνθηκών λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποδεικνύουν ξεκάθαρα την λανθασμένη και αβάσιμη νομικά χρήση του όρου Grexit, που συζητείται εντόνως και προϋποθέτει προηγούμενη απόφαση των ευρωπαϊκών οργάνων. Συναφώς προς τούτο, η αναφορά του προθέματος –exit σε οποιοδήποτε κράτος μέλος της Ένωσης, το οποίο βρεθεί σε αντίστοιχη θέση με την Ελλάδα και υπό τις ίδιες προϋποθέσεις με τις οποίες συζητείται το ελληνικό ζήτημα, κρίνεται απαράδεκτη νομικά. Η οικονομική κρίση που διέρχεται η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι αδιαμφισβήτητη και αναπόφευκτα προκαλεί επιρροές στη λειτουργία της. Σε κάθε περίπτωση όμως, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί θα πρέπει να συνεχίζουν να λειτουργούν σύμφωνα με τις ιδρυτικές συνθήκες της Ένωσης, τους κανόνες και τις αξίες της, κάτι που επισφραγίζει την άποψη πως το ισχύον ελληνικό ζήτημα και τα προβλήματα στις σχέσεις με τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς δεν έχουν οικονομική αλλά πολιτική βάση.
Ο Κωνσταντίνος Κουρούπης, είναι Δικηγόρος Λάρισας, Λέκτορα Τμήματος Νομικής του Πανεπιστημίου Frederick (Κύπρος).